15/4/17

Ελλάδα, Ισπανία, Εμφύλιος

(Ασθενής ή συναινετική μνήμη και ατυχής μνημόνευση. Σύντομη «ισπανική διευκρίνιση» στον κ. Δ. Κρεμαστινό)

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΦΙΛΙΠΠΗ

Τα εγκαίνια του σπιτιού-μουσείου του Ν. Μπελογιάννη στην Αμαλιάδα προκάλεσαν αναμενόμενες σφοδρές αντιδράσεις με ποικίλες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, όπως συνήθως «τυχαίνει» σε περιπτώσεις «θεσμοθετημένης αποκατάστασης της ιστορικής μνήμης». Και είδαμε τη «μνημονική» (για το ιστορικό πρόσωπο) συνεδρίαση της Βουλής να εξελίσσεται θυελλώδης από το πάθος (του καθενός) για την «ορθή (του) ιστορική μνημόνευση». Σε μια προσπάθεια να «ειρηνεύσει» τα οξυμμένα πνεύματα, ο προεδρεύων Δ. Κρεμαστινός (απευθυνόμενος κυρίως στη Χρυσή Αυγή) είπε ότι «ο στρατηγός Φράνκο, ο δικτάτορας Φράνκο, συγχώρησε και αποδέχθηκε τους αντιπάλους του, κι αυτό πρέπει να παραδειγματίσει όλους».
Αν και, εξ ορισμού, η λεγόμενη «αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας» είναι μια βαρύγδουπη φράση, η συγκεκριμένη περίσταση «σηκώνει», ωστόσο, κάποιες διευκρινίσεις. Κοινή εκτίμηση-τεκμηρίωση, έγκυρων ιστορικών του Ισπανικού Εμφυλίου (1936-39) και του Φρανκισμού (1939-1975), υποστηρίζει λοιπόν ότι «από τη λήξη του Εμφυλίου, το 1939 έως τον θάνατο του Φράνκο, το 1975, η Ισπανία κυβερνήθηκε σαν χώρα υπό κατοχή από ξένο στράτευμα», ότι «τον φονικό Εμφύλιο ακολούθησε η συστηματική καταστολή και το «κυνήγι μαγισσών» με τον εγκλεισμό-καταναγκαστική εργασία εκατοντάδων χιλιάδων «αντιφρονούντων» σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και με εκτελέσεις δεκάδων χιλιάδων «αντιφρανκιστών» με συνοπτικές (εξωδικαστικές σε μεγάλο βαθμό) διαδικασίες». Οι ίδιοι ιστορικοί υπογραμμίζουν, επίσης, ότι η επονομαζόμενη «ειρήνη του Φράνκο, la paz de Franco» (κατά το προπαγανδιστικό σλόγκαν του καθεστώτος) δεν ήταν τίποτα άλλο από την πολιτική επιλογή του «καουντίγιο» να συνεχίσει να διατηρεί τη χώρα διαιρεμένη «σε νικητές και ηττημένους, σε Ισπανούς και αντι-Ισπανούς, σε καθαρούς και βδελυρούς, σε εθνικούς και ερυθρούς». Μνημείο αυτής της ορολογίας συνιστά ο ιστορικός λόγος του, το 1959, στα εγκαίνια του μνημείου-μαυσωλείου στην Κοιλάδα των Πεσόντων–ηρώων (της εθνικής παράταξης, προφανώς, αν και, όπως εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε, χρειάστηκε να μεταφερθούν και οστά συλημένων τάφων της ηττημένης παράταξης για να γεμίσει το κενοτάφιο).

Με τον Εμφύλιο «ιδρυτικό μύθο του, πάντοτε», ο Φρανκισμός μακροημέρευσε, κράτησε και κρατήθηκε επί 40ετία, και με αυτό τον τρόπο πέρασε από την πρώτη «αργή και βασανιστική» περίοδο της ανελέητης καταδίωξης και του «σωφρονισμού» (άλλως της «παιδαγωγικής του τρόμου»), στη δεύτερη «γρήγορη» φάση (από τις αρχές της δεκαετίας του 60) της «μερικής φιλελευθεροποίησης ή του δειλού εκδημοκρατισμού του». Ωστόσο όμως, το τέλος του «καουντίγιο» και του καθεστώτος του ήταν, κατ’ επιλογή των επιτελών του, «αργό και βασανιστικό» όπως σχεδόν η πρώτη φάση του (φυσικά, σε μια προσπάθεια βεβιασμένης επίδειξης-απόδειξης της συνεχιζόμενης ισχύος του ιδρυτικού μύθου), και καθόλου σύντομο, όπως, προφανώς, προσδοκούσε πάντοτε η αντιπολίτευση κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης. Στο συνέδριο του Μονάχου (Ιούνιος 1962), τόσο η «εσωτερική» όσο κυρίως η εξόριστη αντιπολίτευση (προς χάρη της κοινωνικής ειρήνης και μπροστά στο επερχόμενο ή επικείμενο φυσιολογικό τέλος του καθεστώτος) είχαν αποδεχθεί (και συμφωνήσει σε γενικές γραμμές) ότι, η χώρα έπρεπε να ξεπεράσει οριστικά τα εμφύλια σύνδρομα, ότι θα άφηνε τη μνήμη να εξασθενήσει και, συνεπώς, ότι η ασθενής μνήμη θα διευκόλυνε εντέλει τη «συναινετική μνήμη», δηλαδή την εκατέρωθεν συγχώρεση, έστω διά της «συμφωνημένης αμοιβαίας σιωπής» εν ανάγκη δε και της λήθης. Η «τρίτη Ισπανία» (της επαναπατρισμένης διανόησης), όρος που μάλλον πρέπει να «πιστώνεται» σε έγκυρους φιλοφρανκιστές ιστορικούς, άνοιγε τον δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση. Με αυτό το «σκεπτικό πολιτικού ρεαλισμού» προδιαγράφτηκε στο συνέδριο του Μονάχου μια πρώτη συμφωνία κυρίων, δηλαδή ότι η «εκπεσούσα Μοναρχία» (που είχε παραμείνει, όπως είχε παραμείνει, εκτός της σύγκρουσης των «δύο Ισπανιών», έστω και με στάση «ευμενώς ουδέτερη υπέρ της νικήτριας Ισπανίας») θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ειρηνική μετάβαση.
Όμως, αμέσως, ο «καουντίγιο» συνέλαβε και φυλάκισε τους συνέδρους που τόλμησαν να επιστρέψουν στη χώρα, ενέτεινε την προπαγάνδα της «μίας, μεγάλης και αδιαίρετης, χριστιανοκαθολικής Ισπανίας», ενώ τον επόμενο χρόνο καταδίκασε αναδρομικά («για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει κατά τον Εμφύλιο») και εκτέλεσε τον Χουλιάν Γριμάου, τον Ισπανό Μπελογιάννη, ας πούμε, ως προς την «προσομοίωση» της περίπτωσης: σύλληψη μυθιστορηματικής πλοκής, σφοδρή ενδοκομματική αντιπαράθεση (μεταξύ Σαντιάγκο Καρίλιο και Χόρχε Σεμπρούν κυρίως), συνοπτική δίκη, συνακόλουθη διεθνής κατακραυγή προ της διαφαινόμενης καταδίκης και με «αμυντικές» συνεντεύξεις Τύπου (του υπουργού Τουρισμού Μανουέλ Φράγα εν προκειμένω), για να αποτραπούν οι τριγμοί, ύστερα εκτέλεση «μυθιστορηματικής κοπής» πάλι, με «απαγωγή» από τη φυλακή κατά την αυγή και «λίαν πρωίας εκτέλεση» («τσέκα»–checa, ο ισπανικός «εμφύλιος όρος»). Τέλος, αλλά εν μέρει, έχει κάτι από την Έλλη Παππά, ο αγώνας της χήρας του Γκριμάου (Άνχελες Καμπίλιο) να «αποκαταστήσει» τη μνήμη του συζύγου της και να βρει με σιγουριά το μνήμα του. (Παρένθεση πρώτη: Το 1990 μια αναδρομική επανεξέταση της δίκης Γκριμάου επικύρωνε τη νομιμότητα της απόφασης του πρωτογενούς δικαστηρίου. Παρένθεση δεύτερη: παρά τον ισπανικό νόμο της ιστορικής μνήμης δεν ακυρώθηκαν οι αποφάσεις των δικαστηρίων του Φρανκισμού, αν και, κατά περίπτωση, κάποιες θεωρήθηκαν «άδικες», όπως π.χ. επανακρίθηκε «άδικη» η απόφαση για καταδίκη σε θάνατο του ποιητή Μιγκέλ Ερνάντεθ –πέθανε στη φυλακή το 1942). Επιστροφή στο ζήτημα Γκριμάου: αντίστοιχα εμφανείς είναι και οι διαφορές: ο Γκριμάου προσπάθησε να αυτοκτονήσει (…ή να τον αυτοκτονήσουν), δεν ήταν «πρωτοκλασάτο» ηγετικό στέλεχος, «φανατικός» πάντως, όχι όμως «πνευματική προσωπικότητα κύρους στο κόμμα του», δηλαδή ένας «συν-διαλλακτικός διανοούμενος» όπως ο Μπελογιάννης, γι’ αυτό ίσως και ο Πικάσο δεν … απαθανάτισε με γαρύφαλλο τον συμπατριώτη του.
Παρ’ όλα τα επιμέρους, ωστόσο, ας μην σπεύσει κανείς να συγκρίνει τον Φρανκισμό με την τότε (καχεκτική) Ελληνική Δημοκρατία. Ως προς τούτο, εξάλλου, προσφέρεται εύκολα η Χούντα (παρεμπιπτόντως, η λέξη προέκυψε ως δάνειο στη γλώσσα μας: στα ισπανικά, Junta σημαίνει στρατιωτική ένωση, που καταλήγει σε πραξικόπημα, «προνουνστιαμέντο»-pronunciamiento, ενίοτε το δανειζόμαστε κι αυτό…). Και οι χούντες συνήθως δεν συγχωρούν: οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και μετά την ιστορική δίκη του Μπούργος κατά στελεχών της ΕΤΑ (Δεκεμβρίος 1970), ενώ δια στραγγαλισμού καταδικάστηκε και εκτελέστηκε ο Καταλανός αναρχικός Σαλβαδόρ Πουίγκ Αντίτς, τον Μάρτιο του 1974. Οι τελευταίες εκτελέσεις (πέντε καταδικασθέντες για τρομοκρατία) στήθηκαν στο απόσπασμα στις 27 Σεπτεμβρίου του 1975, δύο μήνες πριν από τον θάνατο του Φράνκο, που πέθανε τον Νοέμβριο, την ίδια μέρα που είχε εκτελεστεί από τους δημοκρατικούς ο ιδρυτής της φασιστικής Ισπανικής Φάλαγγας, Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα («ωσεί παρούσα» η εικόνα του στις εκδηλώσεις του καθεστώτος, δίπλα πάντα στο πορτρέτο του Φράνκο).
Στα 40 χρόνια του Φρανκισμού, οι νεκροί ξεπέρασαν τους 130.000 (οι περισσότεροι εξ αυτών καταδικάστηκαν κι εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες), ενώ σε πάνω από 500.000 υπολογίστηκαν οι φυλακισμένοι με βάση το Νόμο (του 1939) περί της (απόδοσης αναδρομικής) Πολιτικής Ευθύνης. Είναι υπερβολικές οι εκτιμήσεις; Ίσως! Έγκυρος φιλοφρανκιστής ιστορικός υπολογίζει, ωστόσο, μόνο τις εκτελέσεις του καθεστώτος Φράνκο σε 50.000 (Ισπανικός Εμφύλιος και Φρανκισμός), αριθμό με τον οποίο μάλλον συμφωνούν αναθεωρητές ιστορικοί. Οι τελευταίοι, βεβαίως, επιμένουν ότι αν επικρατούσε ο αντίπαλος, τα νούμερα θα ήταν ακόμα χειρότερα (σίγουρο τεκμήριο γι’ αυτούς η αδιευκρίνιστη, απολύτως ενοχική προφανώς, εμπλοκή του νεαρού στον Εμφύλιο Σαντιάγκο Καρίλιο κατά την ομαδική εκτέλεση 2.500 χιλιάδων φρανκιστών στο Παρακουέλιος ντε Χαράμα). Σε κάθε περίπτωση όμως, η ιστορία δεν γράφεται σε υποθετικό λόγο, και τα ιστορικά δεδομένα δεν ευνοούν ασφαλώς την (ενδιαφέρουσα, ωστόσο) αναθεωρητική ιστοριογραφία. Ούτε αυτή, πάντως, φαίνεται να επιμένει στα «συμφιλιωτικά στοιχεία» του Φρανκισμού. Εν κατακλείδι, ήταν μάλλον ατυχής η ανωτέρω παραίνεση-μνημόνευση του ευγενούς και συνετού (εκ της επιστημονικής σκευής του) κ. Δ. Κρεμαστινού…
***
Ενδεικτική βιβλιογραφική τεκμηρίωση: για τον Φράνκο, το καθεστώς του (τις πρακτικές καταδίωξης και τα θύματα) και για τον Ισπανικό Εμφύλιο ως ιδρυτικό μύθο του Φρανκισμού βλ. στο έργο του Paul Preston, La guerra civil española, Debate, Βαρκελώνη 2016, El holocausto español. Odio y exterminio en la Guerra Civil y después, Debate, Βαρκελώνη 2011 και Paul Preston, Franco «Caudillo de España», Grijalbo Mondadori, Bαρκελώνη 1998 (σε ανανεωμένη έκδοση-εκδοχή, Franco, Delbolsillo 2008) – όλα με αγγλικό πρωτότυπο. Επίσης, Julian Casanova (επιμ.), Morir, matar, sobrevivir, Critica, Βαρκελώνη 2002 Για τα θέματα της μνήμης και θεσμοθέτησης της μνήμης βλ. Paloma Aguilar Fernández, Μνήμη και λήθη του Εμφυλίου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005 (έκδοση από το ισπανικό πρωτότυπο). Για την άλλη άποψη της φίλα διακείμενης στον Φρανκισμό ιστοριογραφίας, βλ. Ricardo de la Cierva, Historia esencial de la Guerra Civil Española, Fénix, Madrid, 1996 Ramón Salas Larrazábal, Pérdidas de la Guerra, Planeta, Μαδρίτη 1977. Και τέλος, για την αναθεωρητική ιστοριογραφία βλ. Pío Moa, Contra la mentira-Guerra civil, izquierda, nacionalistas y jacobinismo, Libroslibres, Μαδρίτη 2003

Ο Δημήτρης Ε. Φιλιππής είναι επ. καθηγητής στο Προπτυχιακό Πρόγραμμα Ισπανικής Γλώσσας και Πολιτισμού στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ)

Κώστας Μπασάνος, «Appearing», 2017, από την έκθεση Επιγράμματα
που πραγματοποιήθηκε στη γκαλερί
Nitra στην Αθήνα
σε επιμέλεια του Χριστόφορου Μαρίνου

Δεν υπάρχουν σχόλια: