Άποψη της έκθεσης του Κώστα Ρουσσάκη με τίτλο Σήμερα έπρεπε που πραγματοποιείται στη γκαλερί Elika (Ομήρου 27, Αθήνα). Μέχρι 29/4 |
Το 1969 ήμουν φοιτητής στη
Θεσσαλονίκη. Τις εντάσεις και τις μαχητικές συμμετοχές στα πυκνά, σχεδόν
καθημερινής συχνότητας γεγονότα των πρώτων μηνών του ’67, τα είχε διαδεχτεί μια
εκτεταμένη περίοδος συσπείρωσης και αναμονής. Συναντήσεις διστακτικές, καθώς οι
γονείς τροφοδοτούσαν συνεχώς τον φόβο του αναπάντεχου να συμβεί, μισόλογα που
για να τα ολοκληρώσουμε, οι έμπιστες μεταξύ μας παρέες, χρειαζόταν να κάνουμε
πεζή μεγάλες διαδρομές, ανεβαίνοντας ας πούμε ως τα κάστρα και την πασίγνωστη Δόμνα
ή, σπανιότερα, οργανώνοντας μικρές εκδρομές ως τη Θέρμη, τον Χορτιάτη και το
Ασβεστοχώρι, όπου βέβαια οι φωνές (και τα τραγούδια μας), μέσα στην ερημιά του
τοπίου, μπορούσαν να υψωθούν πιο άφοβα. Μπορεί λοιπόν να έλειπε η δράση, αλλά
σίγουρα τον πρώτο καιρό μετά την 21η, όταν υποχώρησε η ανεδαφική
αισιοδοξία ορισμένων παλαιότερων ότι «λίγα θα είναι τα ψωμιά τους», δεν υπήρχαν
και πολλές διέξοδοι για να διοχετευτεί από αυτές η νεανική κινητικότητα: το
σινεμά οπωσδήποτε, το ποδόσφαιρο ως γηπεδικός τόπος πιο ελεύθερων μαζικών συνάξεων,
οι ολιγομελείς συνήθως σπιτικές συγκεντρώσεις και χωρίς άλλο το βιβλίο, οι
μοναχικές εντέλει αναγνώσεις.
Θυμόμουν στο σχολείο, στο
Χαλάνδρι, τον δάσκαλό μου, τον πατέρα του Γιάννη Καλιόρη, να μας λέει ότι η
γενιά του είχε κάνει τα περισσότερα διαβάσματά της στα χρόνια της Κατοχής, και
δεν πίστευα ότι μπορεί τα πράγματα να κάνουν τον κύκλο τους και να έρχονται
πάλι εποχές στις οποίες θα είμασταν σχεδόν ταγμένοι να κάνουμε περίπου το ίδιο
με τους μεγαλύτερους! Όπως και να έχει, το βιβλίο στα τέλη της δεκαετίας του ’60
ήταν στις δόξες του, το πολιτικό και το μεταφρασμένο προπάντων, όχι μόνο γιατί
ο καιρός αυτό απαιτούσε, την αντικατάσταση της δράσης από τη θεωρία, αλλά και
γιατί η ελληνική λογοτεχνία είχε αποφασίσει από μόνη της να τεθεί σε αναστολή,
μιμούμενη κατά κάποιο τρόπο -θα μπορούσε να πει κανείς ειρωνικά- την
επιβεβλημένη από το δικτατορικό καθεστώς απόσυρση των συνταγματικών ελευθεριών!
Μέτρο άμυνας ίσως, που, πάντως, τόσο εγώ όσο και άλλοι συνομήλικοί μου,
ουδέποτε καταλάβαμε τη σκοπιμότητά του –ούτε τότε, ούτε αργότερα- καθώς η
έλλειψη επικοινωνίας στο χρονικό εκείνο σημείο ήταν εντονότερη από τη
συναίσθηση της (διαμαρτυρόμενης) αλαλίας όσων έγραφαν.
Όλα αυτά με έσπρωξαν να ανοίξω
πάλι λογαριασμούς με την γαλλική και την αμερικανική λογοτεχνία, να κρατώ
σημειώσεις, να γυρεύω θέματα που σχετίζονταν έμμεσα ή άμεσα με τις γενικότερες
συνθήκες που με περιέβαλλαν, να αρχίσω, τέλος, να μεταφέρω σε μικρά δοκίμια τα
κέρδη, τις απορίες και τα ερωτήματα των αναγνώσεών μου. Τόση ήταν η διάθεση
ενός διαλόγου με τα κείμενα, ώστε οι γραφομηχανημένες σελίδες έφτασαν πολύ
γρήγορα να γεμίσουν τα συρτάρια μου. Και αν δεν τύχαινε (όπως έτυχε) να γνωρίσω
τον ποιητή Πάνο Θασίτη, και μέσω αυτού να επικοινωνήσω με τον έκτοτε και έως το
θάνατό του φίλο μου Κώστα Λαχά, τότε υπεύθυνο της δεύτερης σελίδας της
εφημερίδας Θεσσαλονίκη, πιθανόν αυτός
ο διάλογος να είχε παραμείνει σε ανενεργή κατάσταση και να ξεθύμαινε.
Η Θεσσαλονίκη, για όποιον έζησε εκείνα τα χρόνια και καταλαβαίνει σε
τι αναφέρομαι, ήταν η απογευματινή της Μακεδονίας.
Καθημερινή εφημερίδα που ανήκε στον εκδοτικό συγκρότημα Βελλίδη, ένα φύλλο όμως
από την πρώτη ως την τελευταία του σελίδα άκρως νεανικό, με σχόλια και άρθρα
γραμμένα με νεύρο, με θέματα ενίοτε τολμηρά που έπαιζαν συνεχώς στο όριο μεταξύ
νομιμότητας και παρανομίας, αφού ο καθεστωτικός νόμος περί Τύπου ήταν πράγματι
δρακόντειος. Η νεανικότητα της εφημερίδας είχε για μένα άμεση σχέση με την αίσθηση
του ρηξικέλευθου που απέπνεε γενικότερα η ύλη της - και φυσικά η ύλη της
δεύτερης σελίδας, όπου ο Λαχάς, με ιδιαίτερο κέφι, κορφολογούσε ό,τι καλύτερο
και δραστικότερο έβλεπε στον διεθνή Τύπο, ιταλικό, γαλλικό και αγγλικό. Συγκέντρωνε
μεταφρασμένες αναλύσεις για ζητήματα ιστορίας της λογοτεχνίας και ιστορίας των
ιδεών, για θέματα εικαστικά ή δραματουργικά, ή, ακόμα, βιβλιοκριτικές, κριτικές
κινηματογράφου από τον ιδιοφυή Λάμπρο Παπαχρόνη, συνεντεύξεις από διεθνείς
προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών.
Έτσι, από τον Μάρτιο του 1969
άρχισα κι εγώ να παίρνω μέρος σ’ αυτή την «παρέα», να υποδύομαι τον άτυπο
συνεργάτη της εφημερίδας, στέλνοντας ανά δεκαπενθήμερο κείμενα που αλλιώς θα
μπορούσαν να έχουν σε άλλα έντυπα τη μορφή και τη θέση των επιφυλλίδων, καθώς
σχολίαζαν κάθε φορά θέματα και πρόσωπα της διεθνούς λογοτεχνικής σκηνής,
παλαιότερα ή σύγχρονα, ακολουθώντας ωστόσο το ύφος που θεωρούσα ότι είχε
επιλέξει η εφημερίδα για να απευθύνεται σ’ ένα κοινό λίγο ως πολύ
ριζοσπαστικοποιημένο. Δηλαδή συναιρώντας, όσο αυτό μου ήταν κατορθωτό -καθώς
ήμουν δεν ήμουν 25ετής- τη διαύγεια με την διαπερατότητα της γλώσσας!
Με αυτές τις προϋποθέσεις
κανονικά δεν θα έπρεπε να νιώσω έκπληξη (ωστόσο ένιωσα) όταν ένα μεσημέρι βρήκα
σπρωγμένο κάτω από την πόρτα του διαμερίσματος, το γνωστό εκείνη την εποχή ειδοποιητήριο
της Χωροφυλακής. Μου ζητούσαν να περάσω εντός τεσσάρων ημερών, όχι από το
πλησιέστερο Τμήμα, αλλά από τη Διεύθυνση Ασφαλείας που, όπως ανέφερε, βρισκόταν
σ’ ένα από τα κτήρια του Γ΄ Σώματος Στρατού! Την ίδια εκείνη μέρα τηλεφώνησα
στον Πάνο Θασίτη, ρωτώντας τον με ανησυχία τι να κάνω, αλλά αυτός, χωρίς
δεύτερη κουβέντα, με προέτρεψε να αφήσω τις παρορμητικές αντιδράσεις, να
αγνοήσω τις συμβουλές άλλων και να ακολουθήσω απλώς τις οδηγίες που μου έδινε
το χαρτί.
Έτσι, την επομένη, κι αφού έδειξα
το ειδοποιητήριο στον αλφαμίτη, στην είσοδο του στρατιωτικού συγκροτήματος, και
διασχίζοντας κάτι δρομάκια, περιστοιχισμένα με ασβεστωμένες πέτρες και καχεκτικά
πεύκα, μπήκα στην αίθουσα που μου υπέδειξε ένας ένοπλος φρουρός. Ήταν, όπως μου
είπε, η έδρα του σπουδαστικού τμήματος της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης! Στο βάθος ενός
μεγάλου δωμάτιου καθόταν, μπροστά σ’ ένα γραφείο, ένας μεσήλικας με πολιτικά,
μέσα από το κτήριο ακούγονταν φωνές που μιλούσαν με ένταση, γύρω γύρω δέσποζαν
οι φωτογραφίες της τριανδρίας των συνταγματαρχών αλλά και του Ζωιτάκη. Ενώ στα
αριστερά του μεσήλικα, όπως έβλεπα από τη μεριά μου, ακουμπούσε όρθιος με την
πλάτη στον τοίχο, με σταυρωμένα χέρια στο στήθος του και εμφανή διάθεση να μην
περάσει απαρατήρητος, ένας νέος άντρας, το πολύ ως τα τριάντα. Έμοιαζε με
ηθοποιό που έπαιρνε πρωταγωνιστικό μέρος σε παράσταση. Ντυμένος με εκζήτηση,
όπως οι μελανοχίτωνες της μουσσολινικής Milizia Volontaria per la Sicurezza Nationale: μαύρο
κοστούμι, μαύρο πουκάμισο και λευκή γραβάτα, περισσότερο όμως από την εμφάνισή
του προέβαλλε αυτό που εννοούμε ως γλώσσα του σώματος. Ελαφρά γερμένος πάνω από
τον διοικητή, έμοιαζε να δεσπόζει, να τον ελέγχει, να έχει εκείνος τον αποφασιστικό
λόγο!
Έμεινα εκεί σχεδόν τρεις ώρες,
απαντώντας σε ερωτήσεις, κυρίως του μελανιχίτωνα, όπως γιατί διάλεγα αυτά τα
θέματα στα δημοσιεύματα της Θεσσαλονίκης,
αν θα ήθελα να συνεργαστώ με τον Ελεύθερο
Κόσμο ή αν θα ήθελα να γράφω επ’ αμοιβή στο περιοδικό Ο Φοιτητής που σχεδίαζαν να επανεκδώσουν, αν ήμουν της γνώμης ή όχι
ότι τα κείμενά μου υποκινούν τα πολιτικά πάθη! Αλλά και μη απαντώντας σε
παραινέσεις, ακόμα και επιτιμητικές, όπως να προσέχω με ποιούς συγκατοικώ, να
σκεφθώ καλύτερα το μέλλον μου, να εμπιστεύομαι αυτούς που προφυλάσσουν το
έθνος.
Τα γραφεία του περιοδικού Ο Φοιτητής, όπου με έστειλαν αυθημερόν, τηλεφωνώντας
μπροστά μου στον αρμόδιο υπεύθυνο, για να μου γίνουν από εκείνον επιπλέον
νουθεσίες, βρίσκονταν στην πίσω πλευρά του κτηρίου του Χημείου. Όταν χτύπησα
και άνοιξα την πόρτα βρέθηκα μπροστά σ’ έναν από τους μελλοντικούς, δημοκρατικούς
δημοσιογράφους της μεταπολίτευσης!
Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός
λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου