23/4/17

Μισό αιώνα μετά

21η Απριλίου (Αφιέρωμα)

Έργο από την έκθεση του Νίκου Αρτέμη με τίτλο Joy D που πραγματοποιήθηκε στην Cheap Art


ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

 Σε μια εποχή «χρόνων αμνημοσύνης» -όπως ονοματίζει τη σύγχρονη περίοδο ο Max Friss - το δικτατορικό καθεστώς που επεβλήθη με την απροκάλυπτη βία των όπλων, και την τουλάχιστον ηθική αυτουργία των Ηνωμένων Πολιτειών, από μια Χούντα επίορκων «εθνικοφρόνων» αξιωματικών, στις 21 Απριλίου 1967, και διήρκεσε 7 χρόνια, 3 μήνες και 3 μέρες -το μεγαλύτερο διάστημα δικτατορικής εκτροπής από την σύσταση του νεοελληνικού κράτους- αποτελεί πια ένα απώτατο χθες.
 Ένα χθες που φαντάζει όχι απλά οριστικά τελειωμένο και αποενοχοποιημένο αλλά, στα χρόνια της πολύπλευρης κρίσης που βιώνουμε, προβάλλει σε τμήματα του πληθυσμού και με μια εξιδανικευτική μορφή.
Στην ατμόσφαιρα αυτής της σταδιακής απο-ενοχοποίησης ακόμη και εξιδανίκευσης, συντείνουν μια σειρά παράγοντες:
- Η παντελής έλλειψη κυρώσεων των συνεργατών της δικτατορίας, με εξαίρεση την αποχουντοποίηση που επέβαλε το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης.
- Η παραμονή ή ανάρρηση σε κεντρικές ή δευτερεύουσες θέσεις της διοίκησης και της πολιτικής σκηνής αρκετών από τους συνεργάτες ή συνομιλητές της δικτατορίας, και της Αβερωφικής έμπνευσης «γέφυρας» στο στράτευμα. Ακόμη και ο πρόεδρος της νεολαίας του Παπαδόπουλου φιγουράρει σήμερα ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος της Αξιωματικής αντιπολίτευσης.
- Η αδιατάρακτη σχέση κράτους και εκκλησίας κάτω από την σκέπη του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος, που επιτρέπει να παραμένει η Ελλάδα η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα, όπου δεν έχει γίνει δυνατή η θεσμική ολοκλήρωση του χωρισμού εκκλησίας και κράτους, που η πολιτική ζωή νομιμοποιείται από χριστιανικές τελετές –ακόμη και τα εγκαίνια μιας οδικής αρτηρίας. Και όλα αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν, παρά τη σταδιακή υπέρβαση μιας σειράς αρνητικών θεσμικών ρυθμίσεων, που έγινε π.χ. με τον πολιτικό γάμο, το σύμφωνο συμβίωσης, την κατάργηση της ψήφου κατά ενορίες, την απάλειψη από τις ταυτότητες του θρησκεύματος, τη δυνατότητα οι ορκωμοσίες δημόσιων λειτουργών ή μαρτύρων σε δικαστήρια να γίνεται χωρίς θρησκευτικό τύπο.

- Η επιβίωση και αναπαραγωγή, και μέσω πια των κοινωνικών δικτύων, άκριτων και ανιστόρητων, ξενοφοβικών, αντιδυτικών στερεοτύπων και μιας ιδεαλιστικής εθνοκεντρικής πρόσληψης του κόσμου και των εξελίξεων που συντελούνται με ραγδαίους ρυθμούς.
- Η αναγωγή όλων των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε ως χώρα, από εκείνα της εξωτερικής πολιτικής μέχρι τα πιο δευτερεύοντα, σε …«εθνικά», παραγνωρίζοντας πολιτισμικές και κοινωνικές αναφορές.
 - Η επιβίωση ενός μικροαστικής υφής διάχυτου ηθικού μηδενισμού λαϊκότροπων μανιχαϊκών προταγμάτων, πελατειακών σχέσεων, συντηρητικών νοοτροπιών, προσωποκεντρικών αντιλήψεων της πολιτικής, αλλά και γραφειοκρατικών αδρανειών των φορέων της δημόσιας διοίκησης.
- Η ενίσχυση φαινομένων αδιαφάνειας στην οικονομική μα και την πολιτική σφαίρα που, παρά τις πρόσφατες κυβερνητικές πρωτοβουλίες καλά κρατούν μέσα στην κοινωνία.
- Η καχεξία της διάκρισης μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού και όρων ύπαρξης δρώσας και αδιαμεσολάβητης κοινωνίας πολιτών.
- Η διατήρηση φαινομένων υποβάθμισης της αισθητικής καλλιέργειας, στην οποία συντείνουν ο φετιχισμός της εικόνας και ο ισοπεδωτικός λόγος των τηλεοπτικών μέσων.
- Η μη πρόσληψη της Δημοκρατίας όχι απλά ως μορφή πολιτεύματος, αλλά ως τρόπου ζωής, συν-κίνησης και ταυτόχρονα σύγκρουσης συμφερόντων και αντιλήψεων ενός ανοιχτού πάντοτε διαλόγου, και συνακόλουθα σχετικοποίησης του πλουραλιστικού περιεχομένου της, καθώς και όλων των ελευθεριών και δικαιωμάτων.
- Η υποβάθμιση του αξιακού περιεχομένου των αντιπροσωπευτικών συλλογικών θεσμών – Κοινοβούλιο, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Συνδικαλισμός– και η υποκατάστασή τους από την υπερτροφική μεγέθυνση της κεντρικής εκτελεστικής εξουσίας.
- Ιδιαίτερα δε την τελευταία 7ετία της επιτροπείας, στα παραπάνω προστίθενται οι ασφυκτικές οικονομικές πραγματικότητες, με τα τεράστια ποσοστά ανεργίας και ροής νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, η συρρίκνωση του Κοινωνικού Κράτους, η απογοήτευση από την κυρίαρχη πορεία του ευρωπαϊκού οράματος, αυτής της ελπίδας μιας νέας υπερεθνικής δημοκρατικής ολοκλήρωσης, καθώς και η συστηματική απαξίωση κάθε έννοιας Δημόσιου Χώρου, Αγαθών, ιδεολογικών προταγμάτων και συλλογικών δράσεων που επέφερε η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική κυριαρχία.
Μια κυριαρχία που, σε παγκόσμιο επίπεδο, συρρικνώνει κάθε ουσία δημοκρατικής αρχής και κοινωνικού κράτους, επιβάλλοντας τη μονοδρομική αξία των καπιταλιστικών, ατομοκεντρικών, αγοραίων σχέσεων, ενώ η δυναμική της έντονης υπερπολιτικοποίησης των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης γρήγορα εκφυλίστηκε σε μια στείρα κομματικοποίηση, για να αρχίσει να παίρνει, μετά την πρώτη δεκαετία, τα χαρακτηριστικά μιας αυξάνουσας με ταχύ ρυθμό διάχυτης απαξίωσης των κομμάτων και της πολιτικής.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στη διαιώνιση μιας ανιστόρητης επιλεκτικής ανάγνωσης της Ιστορίας και της πολιτικής, γεγονός που επιτρέπει, μέσα στις επώδυνες συνθήκες του σήμερα, να αναπαράγονται θετικές αναγωγές προς το δικτατορικό χθες. Άλλοτε θεωρώντας ότι ως κοινωνία βιώνουμε μια νέα δικτατορική εκτροπή, άλλοτε επικαλούμενοι φαντασιακές αναφορές περί «άδολων πατριωτών αξιωματικών», ή την εξιδανίκευση της 7ετίας όπου όλα κυλούσαν ειρηνικά, ομαλά, με μια σταθερή οικονομική ανάπτυξη. Τα διάχυτα αυτά ιδεολογήματα δεν επέτρεψαν, τελικά, η κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος να λειτουργήσει ως ριζική τομή –παρά μόνο εν μέρει– οριστικής υπέρβασης ενός χθες που οι απαρχές της δεκαετίας του ’60 έδειχναν ότι τουλάχιστον στο πολιτιστικό επίπεδο ήταν δυνατή.
Απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα, οφείλουμε να θυμίζουμε συνεχώς ότι εκείνο το δικτατορικό καθεστώς, υπήρξε ένοχο κάθε είδους εγκλημάτων. Από την εσχάτη προδοσία, που ματώνει ακόμη το έδαφος και τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, την καταπάτηση κάθε είδους δικαιωμάτων, τους φόνους, τα βασανιστήρια, τις σωματικές βλάβες, τις παράνομες συλλήψεις, κατακρατήσεις, φυλακίσεις, εξορίες χιλιάδων πολιτών, τις αυθαίρετες στερήσεις ιθαγένειας, τις αθρόες απολύσεις και διώξεις εργαζομένων κάθε κατηγορίας, πανεπιστημιακών, δικαστικών, ιεραρχών και απλών κληρικών, αξιωματικών, υπαλλήλων, τις απάτες, τη φαυλότητα, τον νεποτισμό, τις τεράστιες καταχρήσεις χρημάτων και εξουσίας…
Δεν επέτρεψαν επίσης να βιωθεί ως κατάκτηση το γεγονός ότι, με την κατάρρευσή της δικτατορίας, οδηγηθήκαμε, στο πεδίο τουλάχιστον της πολιτικής σκηνής, σε ένα σταθερό και αδιατάρακτο αστικό πολιτικό σύστημα, χωρίς παρεμβάσεις παρακρατικών κέντρων εξουσίας, απαλλαγμένοι οριστικά από τον βασιλικό θεσμό, αυτή την εστία μόνιμης ανωμαλίας, με εδραιωμένους τους πολιτικούς θεσμούς, παγιωμένους τους τυπικούς κανόνες του δημοκρατικού πολιτικού παιχνιδιού και κατοχυρωμένες συνταγματικά τις κλασσικές ελευθερίες και δικαιώματα, παρά την πολλαπλή κρίση που διέρχεται η χώρα την τελευταία επταετία και τις μνημονιακές δεσμεύσεις.
Μιας έμμεσης κοινοβουλευτικής Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, που για πρώτη φορά από την σύσταση του νεοελληνικού κράτους έχει μια ομαλή πολιτική πορεία 43 ετών, στην οποία συμμετέχουν όλες οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, με ομαλή εναλλαγή κομμάτων όλου του πολιτικού φάσματος στη διαχείριση της Κυβέρνησης, την οποία τίποτε δεν αναδεικνύεται ικανό να κλονίσει.
Αλλά ακόμη και αυτό, το από κάθε άποψη θετικό γεγονός, πολύ λίγο ή σχεδόν καθόλου φαίνεται να συνδέεται, στο νου της μεγάλης πλειονότητας των συμπολιτών μας, με την κατάρρευση του στρατοκρατικού εκείνου καθεστώτος, το οριστικό τέλος των αντιδημοκρατικών συνεπειών του Εμφυλίου, τον χαρακτήρα και την κοινωνική δυναμική που έλαβε τελικά η μεταπολίτευση, μέσα κυρίως από τις ελευθεριακές διεργασίες που απελευθέρωσε αυτή καθ’ αυτή η κατάρρευση. Διεργασίες μιας έντονης πολιτικοποίησης, οι οποίες υποχρέωσαν το πολιτικό προσωπικό, όλου του κομματικού πεδίου, να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, οδηγώντας, με συντηρητική κατά τα άλλα κοινοβουλευτική πλειοψηφία, σ’ ένα προοδευτικό για την εποχή του Συνταγματικό κείμενο. (Ένα κείμενο που η επιχειρούμενη σήμερα συνταγματική του αναθεώρηση, και μάλιστα από μια αριστερή Κυβέρνηση, καλείται να διευρύνει δημόσια αγαθά και ελευθερίες, υπερβαίνοντας ταυτόχρονα μια σειρά από υπο-περιοχές του δημόσιου βίου οι οποίες εξακολουθούν να κυριαρχούνται από παραδοσιακές αντιδημοκρατικές αγκυλώσεις.)
Το γεγονός δεν είναι δυσερμήνευτο σε ένα κοινωνικό σχηματισμό όπως ο νεοελληνικός, στον οποίο, όπως έγραφε επιγραμματικά σε μια παλιά επιφυλλίδα του ο Γ. Δερτιλής:  «κλείνει ιδρύματα ιστορικής έρευνας, πολτοποιεί αρχεία, καίει φακέλους, πάσχει δηλαδή από ηθελημένη αμνησία».
Η ηθελημένη όμως αμνησία οδηγεί τελικά σε κοινωνική και πολιτική ακρισία, που σακατεύει την αυτογνωσία μιας κοινωνίας, την πολιτική της πράξη, τα συλλογικά της οράματα. Καταλήγει σ’ αυτό που οι ψυχολόγοι προσδιορίζουν ως απώθηση.
Η απώθηση δε της γνώσης του ιστορικού χθες συντελείται -και εδώ μπορούμε να ανιχνεύσουμε το σχιζοφρενικό του πράγματος- την ίδια ώρα που μόνο ίσως στην Ελλάδα, η Εθνική ιστορία εμφανίζεται ως διαρκές διακύβευμα. Ο εθνικιστικός, ελληνο-χριστιανικός λόγος, ιδεολογικής επιλεκτικής χρήσης του ιστορικού γεγονότος, έρχεται, ως ηγεμονεύουσα ιδέα, να καλύψει, με την συγκολλητική ουσία της άχρονης και σε μεγάλο βαθμό άλογης ιδεοληψίας του, τις πρόδηλες πολιτικές και λογικές αντιφάσεις του σχιζοφρενικού αυτού παράδοξου.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, το δικτατορικό καθεστώς μιας επταετούς νύκτας βαρβαρότητας και καταστολής, ενός πνεύματος στρατώνα, που τόσο χαρακτηριστικά αναδεικνύει εκείνο το «αποφασίζομεν και διαττάσσομεν» των στρατοκρατικών διαταγμάτων, μετατράπηκε εύκολα σε νομικό πλάσμα ενός «στιγμιαίου εγκλήματος», μιας ομάδας αφρόνων αξιωματικών.
Και ενώ υπό την πίεση του κοινωνικού βρασμού, κι έπειτα από ιδιωτική πρωτοβουλία, οι πρωταίτιοι, έστω, του πραξικοπήματος, συλλαμβάνονται, δικάζονται, καταδικάζονται και κλείνονται στις φυλακές ισοβίως -γεγονός μοναδικό σε παγκόσμιο επίπεδο για ανάλογες περιπτώσεις- το κοινωνικό σώμα δεν κατανοεί το φαινόμενο ως δημοκρατική ρομφαία, ως επιβολή στοιχειώδους δικαιοσύνης, αλλά στην αρχή ως στάχτη στα μάτια, ως κάτι το μεταβατικό, που γρήγορα σιωπηρά θα ανατραπεί, και στη συνέχεια ακόμη και ως πράξη εκδίκησης.
Απέναντι σε αυτή την επικίνδυνη και διάχυτη σε μεγάλα τμήματα πληθυσμού αναγωγή, επαναφοράς της μεσοπολεμικής αναζήτησης του Firer Principe, του ισχυρού δηλαδή Αρχηγού, ο οποίος, υπερβαίνοντας βίαια τις άλυτες ταξικά αντιφάσεις και αδυναμίες της αστικής δημοκρατικής διακυβέρνησης , θα μας οδηγήσει σε ένα φωτεινό μέλλον μιας «νέας τάξης πραγμάτων»… ανάγκη να θυμίζουμε, συνεχώς, το πού αυτές οι αντιλήψεις οδήγησαν την ανθρωπότητα. Ιδιαίτερα σήμερα, που ένα ανοικτά νεοναζιστικό πολιτικό μόρφωμα –η υπόδικη Χρυσή Αυγή– από γραφικό φαινόμενο την δεκαετία του ’90 αποκτά ανησυχητικές διαστάσεις, εκμεταλλευόμενο τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης, επιχειρεί με τις ίδιες μεθόδους των Ναζιστικών Ταγμάτων Εφόδου, ακόμη και με δολοφονίες, να εγκλωβίσει τμήματα απελπισμένων συμπολιτών στα ρατσιστικά του κηρύγματα, εκμεταλλευόμενο έναν υποδόριο κοινωνικό ρατσισμό και μετατρέποντας -όπως τότε ο Χίτλερ, τους συμπολίτες του Εβραίους σε «αποδιοπομπαίους τράγους» ως υπεύθυνους για την οικονομική κρίση- σήμερα τους οικονομικούς μετανάστες και τους πρόσφυγες σε υπόλογους για τα πάντα, την ίδια ώρα που στη Βουλή βέβαια ψηφίζει τις φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών, ή συνεργάζεται μαζί τους, για τη διάλυση βίαια του συνδικάτου των εργαζομένων στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη!
Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν έγινε κατορθωτό τελικά μια σειρά πολιτικές, πολιτιστικές και ιδεολογικές αναζητήσεις, που γεννήθηκαν ακριβώς μέσα από τις ανάγκες δημιουργικής αυτογνωσίας την περίοδο της δικτατορίας, να λειτουργήσουν ανατρεπτικά στο μεταπολιτευτικό γίγνεσθαι, να οδηγήσουν σε αναδιατάξεις των αξιακών προτύπων, να φέρουν στο επίκεντρο του κοινωνικό-πολιτισμικού γίγνεσθαι νέες συλλογικές ταυτότητες.
Επειδή όμως ο «τυφλοπόντικας της ιστορίας» προχωρά πάντα απρόβλεπτα και οι μνήμες μιας κοινωνίας μπορεί να λειτουργούν και ως καταλύτες αυτογνωσίας εγρήγορων συνειδήσεων, η πορεία κάθε κοινωνικού σχηματισμού, και προφανώς και του δικού μας, δεν είναι ποτέ δεδομένη. Έτσι, στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, ενώ όλα έδειχναν σαν διαφορετικό αύριο να είναι αδύνατον να υπάρξει, το αδύνατο έγινε δυνατό. Ένα δυναμικό κίνημα νέων ανθρώπων ξεπήδησε σ’ αυτή τη γωνιά της νοτιοανατολικής Μεσογείου από τα σπλάχνα της κοινωνίας. Ανέτρεψε συντηρητικές προσπάθειες συνταγματικής αναθεώρησης, οδήγησε στην κατάρρευση του ενός πόλου του αστικού δικομματισμού, ενώ στο δυναμικό αυθόρμητο κίνημα των πλατειών, καθόλου τυχαία, ξαναζωντάνεψε το τόσο επίκαιρο και στα τρία συνθετικά του σύνθημα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ’73 ΨΩΜΙ–ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, και οδήγησε στις ανατροπές φαινομενικά ισχυρών κυβερνήσεων.
Μια νέα κοινωνικό πολιτική πραγματικότητα δημιουργήθηκε, παγιωμένες πολιτικές εντάξεις ανατράπηκαν, τα συντηρητικά κόμματα ξεπέρασαν τις φαινομενικές τους διαφορές και συσπειρώθηκαν αμυντικά, ενώ μια μικρή ανανεωτική και ριζοσπαστικά Αριστερά αναδείχθηκε σε ρυθμιστή της πολιτικής σκηνής και τελικά κατέκτησε την Κυβέρνηση.
Η ελπίδα μιας άλλης στρατηγικής διεύρυνσης της δημοκρατίας, επαναθεμελίωσης των αξιακών προταγμάτων του δημόσιου χώρου και λόγου, υπέρβασης των ορίων της τυπικής έμμεσης δημοκρατικής διαχείρισης, με επαναουσιαστικοποίηση των συλλογικών θεσμών, με παράλληλη καθιέρωση και θεσμών άμεσης δημοκρατίας, όπως και αυτοδιαχειριστικών εστιών στην παραγωγική βάση, στο πλαίσιο των νέων πολύμορφων δεδομένων της ταξικής πάλης, καθώς και ενίσχυσης μιας έτσι κι αλλιώς αδύναμης κοινωνίας πολιτών –με τη γκραμσιανή έννοια του όρου- ανατροπής όλων όσων προαναφέραμε και, ακόμη πιο δύσκολο, των παραδοσιακών αντιλήψεων περί ηθικής, ιστορίας και πολιτικής, επανέκαμψε στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Παρά τους εκβιασμούς διεθνών και εσωτερικών δυνάμεων, τους αναγκαίους συμβιβασμούς που οδήγησαν στην υπογραφή ενός τρίτου μνημονίου, τις από τα αριστερά μηδενιστικές κριτικές και τις από δεξιά λυσσαλέες ανίερες επιθέσεις, η αριστερή διακυβέρνηση όχι μόνο δεν αποτέλεσε μια σύντομη παρένθεση, αλλά με συνεχείς μικρές για μεγάλες ρήξεις, μα και πισωγυρίσματα όχι πάντα αναγκαία, συνεχίζει να λειτουργεί καταλυτικά σε τοπικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο μακρύς πόλεμος θέσεων που διεξάγει, όσο κι αν εξαντλεί τους πολίτες και θαμπώνει την ελπίδα, συνεχίζεται. Το στοίχημα της μη ενσωμάτωσης στη λογική του κυρίαρχου νεοφιλελευθερισμού, παραμένει ανοικτό. Η έκβασή του μας αφορά όλους.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Δημοκρατία ήταν ή ακύρωση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος;
Γνωρίζει ο κ.Ρήγος να έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο οπουδήποτε;