12/3/17

Δημοτικό τραγούδι

Στο απέραντο αρχιπέλαγος της ανώνυμης ποίησης

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΒΑΡΑ

Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Ουράνια Γλυκύτητα, 2015, εκτύπωση inkjet σε χαρτί fine art, 29 x 36,5 εκ.


ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, Όταν το ρήμα γίνεται όνομα, Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών, εκδόσεις Άγρα, σελ. 583

Το Δημοτικό τραγούδι, καταγωγική μήτρα/πατρίδα κάθε ποιητή, ακένωτη δεξαμενή αθάνατου νερού, είναι μέγα αγαθό και πρώτο. Πολιτισμικό αγαθό διαρκείας, αντικατοπτρισμός του ψυχισμού του λαού μας. Το έχουν υμνήσει και μελετήσει ποιητές, λόγιοι, ερευνητές –ενδεικτικά σημειώνουμε: Σολωμός, Παλαμάς, Καβάφης, Άγρας, Μαλακάσης, Σεφέρης, Γκάτσος, Μόντης, Φωριέλ, Πασσόβ, Ν. Γ. Πολίτης, Αποστολάκης, Αλ. Πολίτης, Σηφάκης, Πούχνερ, Γκυ Σωνιέ... Θρυλείται ότι ο Γκαίτε ακούγοντας ένα τετράστιχο από δημοτικό τραγούδι είπε ότι έδινε σε αντίδοση όλη του την παραγωγή, αρκεί να είχε γράψει ο ίδιος αυτούς τους στίχους. Δέος σε κυριεύει διατρέχοντας και μόνο τη βιβλιογραφία που παραθέτει ο Μπουκάλας, με την οποία διαλέγεται κριτικά και λειτουργικά σε βάθος.
Στη χορεία των μελετητών προσέρχεται ο Π. Μπουκάλας, ποιητής και λόγιος, με στέρεη σκευή, έχοντας ήδη συμπληρώσει τέταρτον του αιώνος διαρκούς ενασχόλησης με το δημοτικό τραγούδι με συχνές δημοσιεύσεις του στον Τύπο, σε σεμινάρια, σε ημερίδες, σε συμπόσια. Καταγόμενος από την περιοχή του Βάλτου και Ξηρόμερου της μείζονος περιφέρειας του Μεσολογγίου, περιοχής με πλούσια αρτεσιανά και παράδοση στο δημοτικό τραγούδι παραθέτει το πρώτο κινούν της ενασχόλησής του. Αν ο Σολωμός έμαθε τα ελληνικά με το γάλα της μητρός του, διά χειρός μητρός του o Mπουκάλας, παιδιόθεν, σαν έτοιμος από καιρό πήρε το κλειδί που άνοιγε το μαγικό κόσμο του δημοτικού τραγουδιού, που ήταν ήδη μέσα κι έξω του εξ απαλών ονύχων. Να πώς αφηγείται τη βιωματική επαφή του οικογενειακώ και συγγενικώ δικαίω: «το πρώτο πικ-απ στο χωριό μας… μπήκε στο δικό μας σπίτι. Θαύμα μέγα. Το ’φερε με καμάρι από το Μεσολόγγι η μάνα κι είχε αγοράσει βέβαια και τον πρώτο δίσκο. Μεγάλο. Δημοτικά». Και αλλού σημειώνει για τα μετέπειτα χρόνια που σφυρηλάτησαν το γόρδιο-βιωματικό δεσμό του με το δημοτικό τραγούδι: «Η ψυχική πραγμάτωση των τραγουδιών, το τραγούδισμά τους από ακριβές παρέες σε όμορφες στιγμές, ήταν το πιο πλούσιο και το πιο γερό εφόδιό μου».

Ώθηση και οδηγητικά του πρότυπα στην κατεύθυνσή του στάθηκαν τα πρωτοξαδέρφια του, «Δήμος Μαυρομμάτης, κινητή βιβλιοθήκη της προφορικότητας, και ο Πάνος Μπουκάλας, δεινός χορευτής των τσάμικων» και όλη η συγγενική μικροκοινότητα που «καίτοι εξαστισμένη, δεν έπαψε να αγαπάει το δημοτικό». Ενδεικτικό του βιωματικού του λώρου με το τραγούδι, πέραν ότι τα τραγουδούσε, τα χόρευε, τα αποθησαύριζε, το ψυχικό του αποκούμπι που αντλούσε δύναμη είναι το εξής: «Για να τα φέρω πέρα με τη νοσοκομειακή μοναξιά στο πρώτο μου χειρουργείο, το 2007, [ο γιος μου Σπύρος] είχε εφοδιάσει το κινητό μου με τέσσερα-πέντε μεσολογγίτικα κομμάτια, του ζουρνά: ‘Για να ετοιμάζεσαι για την Έξοδο’, έτσι μου είχε πει. Και στη Ζάκυνθο, στις τελευταίες διακοπές του, το 2011, έψαχνε στα βιβλιοπωλεία με τις παραγγελιές μου στο μυαλό του... ένιωσε βαθύτερα την αρρώστια μου για την ανώνυμη λογοτεχνία. Τώρα με σκέπει. Αυστηρός πατέρας».
Σωστά τα δοκίμιά του στον παρόντα τόμο τα χαρακτηρίζει διηγηματοδοκίμια –ψυχοπαίδια του θα τολμούσαμε– γιατί δεν ασφυκτιούν στους κανόνες, τις μεθόδους και τα πορίσματα της επιστήμης, αλλά φοδράρονται στοργικά από τους ρυθμούς της ανοιχτόκαρδης αγάπης που τα μετατρέπει σε μυητικά κείμενα που αναδεικνύουν το επίμονο θάμβος του, την ποιητική ωραιότητα την αέναη αναγεννητικότητα του δημοτικού τραγουδιού.
Η μεθοδική διερεύνηση, η σπουδή σε βάθος και πλάτος της γλωσσικής δημιουργικότητας της δημοτικής ποίησης, διακλαδίζεται σε πληθώρα θεμάτων, τη ρηματοπλασία, τις ανορθόδοξες γενικές, το ρόλο των πολυσυνθέτων, τη γενεαλογία του ρήματος που με την ουσιαστικοποιό δύναμη του άρθρου έγινε ουσιαστικό, τις ποικίλες υπερβάσεις του κανονικού που τις επιβάλλουν η βράση των παθών των χρηστών της, σχολιάζονται οι γλωσσικές ανταρσίες από τη γραμματική, οι καινούργιοι τρόποι έκφρασης, επισημαίνεται η αέναη πρωτεϊκότητα του γλωσσικού οργάνου.
 Με εφόδιό του τη γερή κατοχή της γλώσσας σε όλες τις ιστορικές βαθμίδες –ο Μπουκάλας έχει μεταφράσει Πίνδαρο, Αισχύλο, Ευριπίδη, Αριστοφάνη, Βίωνα Σμυρναίο, Αρχαία ελληνικά επιγράμματα, Συμποτικά της Παλατινής ανθολογίας– προβαίνει συχνά σε παρεκβάσεις, συσχετίζοντας, παραλληλίζοντας, συγκρίνοντας, διασταυρώνοντας τη γλώσσα των δημοτικών με διάσπαρτα εδάφια από όλη την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, με αναφορές ουσίας και στην ανώνυμη ποίηση γειτονικών μας λαών. Στις ιχνηλατήσεις και ραβδοσκοπήσεις του αξιοποιεί τις αποθησαυρισμένες γνώσεις του από τον κόσμο των παραδόσεων, των παροιμιών, της αρχαίας μυθολογίας.
Ρητή του επιθυμία είναι να ιστορήσει τα δοκίμιά του, και να τα πει με τον τρόπο των παραμυθιών. «Να πω ιστορίες, αυτό θέλω: την ιστορία μιας λέξης... και να πω τις ιστορίες αυτές περίπου κατά τον τρόπο των παραμυθιών». Με τον μαγικό συγκρητισμό του κατορθώνει να αφυπνίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να τον κρατήσει ξύπνιο και να ξυπνήσει με την άμετρη αγάπη του την ωραία «κοιμωμένη των Ανθολογιών», τη δημοτική ποίηση που από λαλέουσα, άδουσα, ορχούμενη (εμμένει στην άτμητη τριαδικότητά της, απαγγελία-τραγούδι-χορός) «έχει μετατοπιστεί και αυτή στη γραφή».
Συχνά η ιστορία μιας λέξης είναι πιο συναρπαστική από την ιστορία μας εκστρατείας. Ο μόχθος του Π. Μπουκάλα επιβεβαιώνει με το παραπάνω τη προηγούμενη ρήση σε όλη της την αλήθεια και συναρπαστικότητα. Μας υπόσχεται –το κυριώτερο– ότι θα ακολουθήσουν και άλλοι, περίπου έξι τόμοι ιστοριών, ανακοινώνοντας κατάλογο 20 θεμάτων.
Κατά την ταπεινή μας γνώμη, και με όση εποπτεία διαθέτουμε, ο παρών τόμος συνιστά εκδοτικό γεγονός της χρονιάς. Magnum opus. Έργο ζωής που τέρπει και ωφελεί και οικοδομεί. Μνημείο αγνώστου ανθρώπου δεν υπάρχει. Εμείς πού θα καταθέσουμε τα στεφάνια μας, αναρωτιέται ο Μόντης. Ο Μπουκάλας στεφάνωσε το μνημείο του ανώνυμου ποιητή και του ευχόμεθα να ολοκληρωθεί εν ευθέτω χρόνω η Επταλογία του και ευλογία του.

 Ο Γιάννης Κουβαράς είναι φιλόλογος και ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: