ΤΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Αυθάδεια λαγνεύουσα. Ερωτικές ιστορίες και
φαντασίες, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 80
Πρόκειται
σαφώς για έναν σφετερισμό. Κάθε λογοτεχνικό κείμενο είναι ένας ερωτικός
σφετερισμός. Γι' αυτό, οσάκις μιλούμε για ερωτική λογοτεχνία, συνήθως σημαίνει
πως είτε εμπλεκόμαστε σε έναν κυκεώνα μεταφορών, αναφορικά με τον ερωτισμό που
επιβάλλει το ορμέμφυτο της ηδονής, κατά την ψυχαναλυτική του προοπτική, είτε
επιχειρούμε να συσκοτίσουμε τη λογοτεχνική γραφή, επιθέτοντας επάνω της όρους
εκτός λογοτεχνικής λειτουργίας, και επιπλέον εκτός της ίδιας της γραφής, όταν
βέβαια η γραφή είναι πράγματι λογοτεχνική, και όχι μίμηση λογοτεχνίας με
πρόφαση την ερωτική διέγερση.
Ίσως, αυτό που μόλις ειπώθηκε, να
φαίνεται αινιγματικό, ή μια προσπάθεια εκφοράς ενός αινιγματικού λόγου, ο
οποίος αποκρύπτει την πρόθεσή του. Και όμως, πολύ απέχει από το να σκοπεύει σε
αυτή την εντύπωση. Αντίθετα, είναι ένας λόγος για τη λογοτεχνική γραφή ως
λειτουργία· ένας λόγος που στοχεύει στη λειτουργία της λογοτεχνίας, δηλαδή στον
τρόπο που η λογοτεχνία εισδύει στον κόσμο, εκθέτοντας τη δική της raison d’ être, τη δική της επιθυμία να είναι γραφή και να εκτίθεται ως
γραφή.
Μιλώ
για ένα λογοτεχνικό κείμενο του οποίου το παρακείμενο εκτίθεται ως ερωτική
λογοτεχνία: "Αυθάδεια λαγνεύουσα"· και αμέσως μετά, ως υπότιτλος:
"Ερωτικές ιστορίες και φαντασίες". Το ερώτημά μου είναι: μήπως το
παρακείμενο του κειμένου με παρασύρει στην προσπάθειά μου να διαβάσω το κείμενο;
Ή μήπως, αντίθετα, το κείμενο με παραπλανά, εξαιτίας του παρακειμένου του, το
οποίο είναι προφανές και δεδομένο;
Έχω
αρκετές φορές ισχυρισθεί, ότι η ουσία, και ταυτόχρονα η θεμελιώδης λειτουργία
της λογοτεχνίας (και μάλιστα γενικότερα της τέχνης), είναι η ανοικείωση της καθημερινότητας, και προπάντων των στιγμών εκείνων που είναι
οι πιο τραυματικές, και γι' αυτό οι πιο σημαντικές για τη βιωτική μας, δηλαδή
για τις εντυπώσεις οι οποίες στιγματίζουν τη ζωή, τα πράγματα και τις
εμπειρίες, που συνθέτουν το factum brutum του περιβάλλοντος, το οποίο μας
κυκλώνει, ψυχικά, συναισθηματικά και πρακτικά, ως καθημερινότητα.
Αν
δεν ήταν έτσι, η λογοτεχνία δεν θα ενδιέφερε· θα ήταν απλώς ένα ελιοτικό does
not matter, με την τραγική ειρωνική διάσταση του T. S. Eliot, μπροστά στη Waste
Land της καθημερινότητάς μας. Και όμως, η λογοτεχνία does matter, ακριβώς επειδή είναι ανοικείωση, δηλαδή σφετερισμός
της καθημερινότητας, προκειμένου να την ανοικειώσει, και, με αυτόν τον τρόπο,
να είναι πάντα κόσμος μέσα στην ακοσμία, είναι ανάγκη μέσα στην τυχαιότητα,
factum μέσα στο factum brutum.
Η
ανοικειωτική λειτουργία της λογοτεχνίας έχει υποδειχθεί και εδραιωθεί από τους
θεωρητικούς του ρωσικού φορμαλισμού, και ιδιαίτερα από τον Βίκτορ Σκλόφσκι.
Αντιγράφω ένα απόσπασμα: "Η τέχνη υπάρχει για να μπορούμε να ανακτήσουμε
την αίσθηση της ζωής· η τέχνη υπάρχει για να μας κάνει να νιώσουμε τα πράγματα,
για να κάνει την πέτρα πέτρινη [...]
Η τεχνική της είναι να κάνει τα αντικείμενα 'ανοίκεια', να κάνει τις μορφές
δύσκολες, να αυξάνει τη δυσκολία και τη διάρκεια της αντίληψης, διότι η
διαδικασία της αντίληψης είναι ένας αισθητικός αυτοσκοπός, και πρέπει να
παραταθεί. Η τέχνη είναι ένας τρόπος να βιώσουμε την καλλιτεχνικότητα ενός
αντικειμένου· το ίδιο το αντικείμενο είναι ασήμαντο".
Αυτό
σημαίνει ασφαλώς ότι το ανοικειωτικό στοιχείο της λογοτεχνίας δεν συνιστά ένα
τέχνασμα, ένα μεταφορικό όχημα το οποίο η λογοτεχνική γραφή χρησιμοποιεί, όπως
για παράδειγμα το ύφος, η παρομοίωση, η δομή ή η λεξικογραφική χρήση και
κατάχρηση, και τόσα άλλα τεχνάσματα που συχνά αναδεικνύει η λογοτεχνική θεωρία.
Αντίθετα, η ανοικείωση είναι η Vis formandi της λογοτεχνικής γραφής - η δύναμη
εκείνη η οποία κάνει τη λογοτεχνία να δημιουργεί τον κόσμο και την ψυχή του
κόσμου, και όχι να είναι μια, παρασιτική άλλωστε, αντανάκλαση του κόσμου, μια
προσομοίωση (ένα simulacrum)
του κόσμου, έστω και μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη λογοτεχνικής ύφανσης.
Επιστρέφω
τώρα στο λογοτεχνικό κείμενο για το οποίο έθεσα το ερώτημα της ερωτικής
λογοτεχνίας. Στο κείμενο και στο παρακείμενό του. Μια παρατήρηση του Σκλόφσκι
θα είναι πάλι η αφετηρία της απάντησης στο ερώτημα. Αντιγράφω: "Αρκετά
συχνά, στη λογοτεχνία 'ανοικειώνεται' η ίδια η σεξουαλική πράξη, για παράδειγμα
το Δεκαήμερο [του Βοκάκιου]
αναφέρεται στο ‘ξύσιμο ενός βαρελιού’, στο ‘κυνήγι των αηδονιών’, στο ‘εύθυμο
γνέσιμο του μαλλιού’».
Και
συνεχίζει ο Σκλόφσκι, αναφέροντας ανοικειωτικά στοιχεία της σεξουαλικής πράξης,
σε μια σειρά λογοτεχνικών κειμένων, όπως τα Ερωτικά
Παραμύθια του Αφανάσιεφ, το Γυναικείο
καθήκον του Ουντσούκοφ κ.ά. Σε όλα αυτά, πράγματι κυριαρχεί μια
"μοναδική σημασιολογική τροποποίηση" του ερωτικού, και, θα προσέθετα,
μια, μέσω της γλώσσας και των γλωσσικών τροπισμών, ανοικείωση της ίδιας της
ερωτικής πράξης, των ερωτικών συνειρμών και των σεξουαλικών συνδηλώσεων.
Αυτός
ακριβώς είναι ο πυρήνας των ερωτικών ιστοριών και φαντασιών (ή μήπως
φαντασιώσεων;), που ο Κώστας Βούλγαρης προτείνει στην Αυθάδεια λαγνεύουσα: η ανοικείωση του περισσότερο οικείου factum
brutum (έτσι εξελίχθηκε ο έρωτας σε μια ανερωτική εποχή) της καθημερινότητάς
μας. Πρόκειται πρωτίστως για ένα εγχείρημα απόσπασης των εντυπώσεων, από τις
εντυπώσεις που έχουμε από την ερωτική-σεξουαλική πράξη ως παράσταση, έτσι ώστε
το οικείο της παράστασης να καθίσταται παραδόξως ανοίκειο.
Σφετερίζεται
δηλαδή την απλή παρατήρηση της σεξουαλικής πράξης, προκειμένου να την
τροποποιήσει σημασιολογικά, και με αυτόν τον τρόπο να την τοποθετήσει μέσα στο
χώρο της λογοτεχνικής γραφής ως οργανικό της μέρος, ως εμπλουτισμό της γραφής
με έναν γλωσσικό τροπισμό πέραν της οικείας γλώσσας, πέραν δηλαδή του
βαρβαρισμού της οικείας γλώσσας, και έτσι να αναδείξει ταυτόχρονα την
ανοικειότητα της λογοτεχνικής γλώσσας: το πρόδηλο, καθίσταται αλλόκοτο (unheimlich), η σεξουαλική πράξη ερωτική, η
σημειολογική τροποποίηση ουσία και δικαιοδοσία του έρωτα.
Ας
δανειστώ, κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στο ύφος και το ήθος των ερωτικών
φαντασιών της λαγνεύουσας αυθάδειας του Βούλγαρη, την ορολογία του Ζαν
Μπωντριγιάρ: μέσα στην sex affluent society της καθημερινότητάς μας, και υπό το
βάρος της εξάντλησης του σεξουαλικού τεκμηρίου, και της ψυχαναγκαστικής
ομοίωσης του έρωτα με μια κατάσταση βιασμού και βίας, η ανοικειωτική γλώσσα του
Βούλγαρη μπορεί να προσφέρει όχι ένα αντίβαρο, αλλά πρωτίστως μια διέξοδο προς
τη λογοτεχνικότητα της σεξουαλικής πράξης: μπορεί να συμβάλει στο να κάνει τη
σεξουαλικότητα αισθητικό αυτοσκοπό. Και έχω τη βεβαιότητα, ότι αυτό ακριβώς
επιτυγχάνει, και με αυτόν τον τρόπο πρέπει να διαβάζεται.
Ο
Μπωντριγιάρ έγραφε: "Η σεξουαλική δραστηριότητα των ανθρώπων δεν είναι
απαραιτήτως ερωτική". Η λογοτεχνία σώζει την ερωτικότητα της σεξουαλικής
δραστηριότητας∙ απλά, ως αισθητικό αυτοσκοπό.
Ο
Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου