3/4/16

Στην ψευδαίσθηση της Eurovision

Βασίλης Γεροδήμος, Χωρίς τίτλο, 2010, χαρτόνι και βάση αλουμινίου, 160 x 160 x 180 εκ. 


ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΜΑΝΤΖΑΝΑ

Ο διαγωνισμός τραγουδιού της Eurovision, ήδη από το ξεκίνημά του, είχε πολύ λιγότερο να κάνει με το τραγούδι, τις φωνητικές ικανότητες και γενικότερα την μουσική, πολύ περισσότερο όμως με άλλες παραμέτρους.
Η καλύτερη απόδειξη είναι το πόσο λίγα καλά τραγούδια άφησε πίσω του αυτός ο θεσμός και το ότι στα τόσα χρόνια του κατάφερε να καθιερώσει ένα και μοναδικό όνομα, ακριβώς γιατί η αξία του υπερέβαινε κατά πολύ οποιονδήποτε πέρασε ή θα περάσει στο μέλλον από αυτόν. Αυτό συνέβη βέβαια όταν με τη νίκη των Abba, με το «Waterloo» το ’74, η ποπ απέκτησε μιαν από τις λαμπρότερες περιπτώσεις της και η Σουηδία ένα από τα σημαντικότερα εξαγωγικά της προϊόντα. 
Πέραν από τις ελάχιστες εξαιρέσεις, ο διαγωνισμός αυτός (ο οποίος διοργανώνεται από την Ευρωπαϊκή Τηλεοπτική Ένωση, θεσμό που αναπτύχθηκε παράλληλα αλλά και ανεξάρτητα από την ΕΕ στις διαδοχικές μέχρι τώρα φάσεις της) άλλες σκοπιμότητες εξυπηρετεί και θα ήταν αφελής κανείς για να μην το διακρίνει. Το ζητούμενο, η νίκη δηλαδή μιας χώρας σε αυτόν, έχει μια σημασία που υπερβαίνει κατά πολύ το όποιο γόητρο. Η σημασία αυτή έχει πολλές πλευρές, κοινωνική, εντός της ίδιας της νικήτριας χώρας, οικονομική, και εντέλει πολιτική.
Η νίκη  μιας χώρας στον διαγωνισμό της Eurovision, ειδικά αν είναι από τις μικρότερες, λιγότερο πλούσιες και με οποιοδήποτε τρόπο δοκιμαζόμενη, την επιβάλλει ως τρόπο ζωής, και ταυτόχρονα την προβάλλει ως ελκυστικό προϊόν στην ενοποιημένη πλέον ευρωπαϊκή αγορά. Ένα θελκτικό προϊόν το οποίο μπορεί να προσελκύσει επιθυμητές εισαγωγικές ροές, κατ’ αρχήν στον τουρισμό.

Με ποικίλα συμφέροντα λοιπόν να διακυβεύονται, είναι επόμενο ο διαγωνισμός να αποτελεί προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη ή τη μεγαλύτερη ένταση ήδη υπαρχόντων εθνικισμών. Απόδειξη και ταυτόχρονα παράγοντας ισχυροποίησης αυτών των εθνικισμών είναι οι παραδοσιακές συμμαχίες κατά την ψηφοφορία, το σε ποια χώρα δηλαδή δίνει κάθε μία την υψηλότερη βαθμολογία, το δωδεκάρι της, καθώς απαγορεύεται να ψηφίσει τον εαυτό της. Παραδείγματα τέτοιων συμμαχιών είναι οι σκανδιναβικές χώρες, οι δημοκρατίες της Βαλτικής, η  Ελλάδα με την Κύπρο, αλλά και άλλες «εκλεκτικές συγγένειες».
Συμμετέχοντας μια χώρα σε αυτό τον διαγωνισμό αποδέχεται προφανώς όλη τη συνθήκη του, από την ανεκδιήγητα κιτς αισθητική του, και βέβαια την ούτως ή άλλως ιδεολογική διάστασή του. Άλλωστε, η Ελλάδα, όσες φορές έπαιξε με «έξυπνο» τρόπο το χαρτί του φολκλόρ (με αποκορύφωμα το γεννημένο στην Σουηδία ντουέτο των Antique to 2001) βγήκε κερδισμένη, κατακτώντας μια υψηλή θέση στην κατάταξη. Στην τωρινή συγκυρία, με το προσφυγικό ζήτημα να βρίσκεται, σε κάθε επίπεδο και σε όλες τις εκφάνσεις του, στο αποκορύφωμά του, δοκιμάζοντας τόσο τη συνοχή της ΕΕ όσο και της ίδιας της Ευρώπης ως κοινού πολιτιστικού τόπου, το εθνικιστικό υπόβαθρο του διαγωνισμού εύλογα ισχυροποιείται.
Στην εφετινή διοργάνωση λοιπόν η χώρα μας συμμετέχει με ένα τραγούδι που δεν μπορεί παρά να εγείρει προβληματισμούς. Και δεν εννοώ το πώς ανατέθηκε στο συγκρότημα Argo να εκπροσωπήσει την Ελλάδα. Τους προβληματισμούς προκαλεί το ίδιο το τραγούδι με το οποίο θα συμμετάσχουμε, το «Utopian Land».
Με τους κάθε λογής εθνικισμούς να εντείνονται και να αντιμάχονται μεταξύ τους περισσότερο από ποτέ, εμείς πηγαίνουμε με ένα τραγούδι θετικά, φιλικά διακείμενο και υπέρ των διαχρονικά και απανταχού προσφύγων. Είναι όμως ακριβώς έτσι, ή μήπως τα φαινόμενα απατούν; Ας δούμε το στιχουργικό σκέλος του τραγουδιού, προσπερνώντας την κακόγουστη, ακόμα και βαρβαρική μεικτή γλώσσα του, ελληνική και αγγλική, την οποία έχουμε συνηθίσει από τις συμμετοχές μας τα τελευταία χρόνια. Η προσφυγιά παρουσιάζεται ως μια ανώδυνη, ίσως και λίγο διασκεδαστική εμπειρία, με βότκες στο αεροδρόμιο και γιαγιάδες που «ζαχαρώνουν» τους νεαρούς και εύμορφους, υποθέτω, πρόσφυγες, επιβεβαιώνοντας, έστω κι αν δεν ήταν στις προθέσεις του, το κλισέ του επιβήτορα μετανάστη αλλά και την απάνθρωπη πραγματικότητα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των μεταναστών και προσφύγων, υπαρκτή δυστυχώς στην Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια. Παράλληλα, με «κλείσιμο του ματιού» στον διεθνισμό της hip-hop κουλτούρας, και όλα αυτά στην πορεία προς μια Utopian Land στην οποία θα καταλήξει η «ανατολή του ανατέλλοντος ηλίου», όπως αυτοαποκαλούντται αγγλιστί οι πρωταγωνιστές του τραγουδιού.
Όμως άλλο Utopian Land  και άλλο Promised Land… Οι εξαθλιωμένοι της κάθε Ειδομένης γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν υπάρχει καμία Γη της επαγγελίας. Γιαυτό, δεν έχουν την ανάγκη της φενάκης οποιασδήποτε Γη Της Ουτοπίας, έναν ανύπαρκτο δηλαδή τόπο. Αυτό που χρειάζονται είναι έναν τόπο που να τους εξασφαλίζει μια στοιχειώδη ευζωία και την ελάχιστη ευτυχία που δικαιούται κάθε άνθρωπος. Αυτή είναι και η πλέον κομβική πτυχή του ζητήματος των προσφύγων, στους οποίους είναι αφιερωμένο το τραγούδι.

Ο Θάνος Μαντζάνας είναι κριτικός μουσικής στην Αυγή, την Κόκκινη Καρφίτσα και αλλαχού   

Δεν υπάρχουν σχόλια: