17/4/16

Μια ανατρεπτική προσέγγιση της βίας

ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ

Στο Μορφές Βίας (Αθήνα: Εκδόσεις Σαββάλας, Προλεγόμενα, Βασίλης Χ. Καρύδης, 2003) αφετηρία της προσέγγισης του Σωτήρη Δημητρίου είναι η επίγνωση ότι η έννοια της βίας επιδέχεται πολλαπλούς ορισμούς, στους οποίους αντιστοιχούν εξίσου πολλαπλές εξηγήσεις, σε ό,τι αφορά τα αίτια και τις διαδικασίες αναπαραγωγής του φαινομένου. Ο κάθε ορισμός αναδεικνύει ορισμένες από τις επιμέρους μορφές και συνιστώσες της βίας, ενώ οι κυρίαρχες εξηγήσεις ανάγουν τη βία στην ανθρώπινη φύση. Για τον Δημητρίου, η βία δεν ασκείται μόνο στο σώμα, δεν ασκείται μόνο παρά τη θέληση του θύματος, δεν ασκείται πάντοτε σε έκτακτες περιστάσεις, δεν είναι πάντοτε παράνομη, αλλά ούτε αμυντική, και, κυρίως, δεν έχει παντού τα ίδια γνωρίσματα. Συνεπώς, το περιεχόμενο της έννοιας εξαρτάται από τα συμφραζόμενα ή τις περιστάσεις, δηλαδή ποικίλει τόσο ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνίες και ιστορικές περιόδους όσο και στο εσωτερικό συγκεκριμένων κοινωνικών πλαισίων. Η ανθρωπολογική προσέγγιση της βίας που επιχειρεί το βιβλίο θεμελιώνεται στην επίγνωση ότι οι διαφορές έχουν σημασία. Ωστόσο, ο Δημητρίου απορρίπτει τον πολιτισμικό σχετικισμό, τον οποίο ταυτίζει με τη μελέτη της ετερότητας ως αυτοσκοπό, και εξετάζει τη βία μέσα από μια «κριτική ανθρωπολογία [η οποία] ερευνά τις σχέσεις εξουσίας, οικονομικής και πολιτικής, που προσδιορίζουν τους όρους του λόγου, της ιερότητας και της αλήθειας με τους οποίους συγκαλύπτεται η ανισότητα» (σελ. 38).
Η ανθρωπολογία την οποία υπηρετεί ο Δημητρίου είναι συγκριτική: η σύγκριση ανάμεσα σε επιμέρους πληθυσμούς αποσκοπεί στη διατύπωση γενικεύσεων, οι οποίες αφορούν τους παράγοντες που επηρεάζουν την εμφάνιση και τη μορφή συγκεκριμένων μορφών κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων. Επίσης, υιοθετεί σε μεγάλο βαθμό τη μαρξιστική θεωρία για την εξέλιξη των τρόπων παραγωγής. Παρότι το συγκεκριμένο βιβλίο αναφέρεται κυρίως σε έρευνες και θεωρίες που προέρχονται από το χώρο της πολιτισμικής/κοινωνικής ανθρωπολογίας, σε ό,τι αφορά πολλά επιμέρους ζητήματα, ο συγγραφέας λαμβάνει υπόψη μελέτες καταλοίπων του παρελθόντος, που έγιναν από αρχαιολόγους και φυσικούς ανθρωπολόγους. Με άλλα λόγια, η εξωστρεφής, δηλαδή ανοιχτή σε διάλογο με άλλους κλάδους ανθρωπολογία του Δημητρίου, είναι αυτή καθαυτή διεπιστημονική ως προς τη συγκρότησή της. Για τον λόγο αυτόν στην Ελλάδα είναι μοναδική στο είδος της. Ταυτόχρονα, η ανθρωπολογία του Δημητρίου (και σε ό,τι αφορά την προσέγγιση της βίας) είναι ανατρεπτική, θερμή, αγωνιστική, αριστερή και αισιόδοξη – αφετηρία και ζητούμενό της είναι ο συνδυασμός της αναζήτησης της αλήθειας με την αναζήτηση της ισότητας και της δικαιοσύνης.

Η βία μπορεί να έχει πολλούς ορισμούς, σημασίες και μορφές, ωστόσο βία δεν υπάρχει χωρίς εξουσία. Ο Δημητρίου ορίζει την εξουσία ως «μονομερή άσκηση της δύναμης που έχει θεσμοθετηθεί και εκφράζεται με την κυριαρχία του ενός μέρους και την υποτέλεια του άλλου» (σελ. 45). Χωρίς μηχανισμούς καταναγκασμού, δηλαδή χωρίς βία, η κυρίαρχη μειοψηφία δεν μπορεί να αποσπά την εργασία, τις υπηρεσίες και τα αγαθά της πλειοψηφίας. Η άσκηση άμεσης βίας είναι λοιπόν μέσο και συστατικό της πολιτικής εξουσίας. Έμμεση βία είναι εκείνη που ασκείται ως άμυνα ή αντίσταση στη βία της εξουσίας και, συνεπώς, δεν υφίσταται παρά μόνο ως προς εκείνη. Επισημαίνω εδώ ότι ο Δημητρίου διαφοροποιείται ρητά από την προσέγγιση του Michel Foucault, σύμφωνα με τον οποίο η εξουσία δεν είναι κάτι που κατέχεται και δεν ασκείται μόνον από κυρίαρχες μειοψηφίες, αλλά διαχέεται συγκροτούμενη από, αλλά και συγκροτώντας λόγους, γνώσεις και καθεστώτα αλήθειας. Κατά τη γνώμη μου, το βιβλίο θα μπορούσε να τροφοδοτήσει μια κριτική επανεξέταση της φουκωικής έμφασης στην παραγωγική διάσταση της εξουσίας – δηλαδή, της ιδέας ότι τα υποκείμενα, οι επιθυμίες τους, ακόμα και οι αντιστάσεις τους σε διάφορες μορφές καταπίεσης συγκροτούνται μέσω της εμπλοκής τους σε σχέσεις εξουσίας. Ωστόσο, η αξία και η επικαιρότητα των Μορφών Βίας δεν έγκειται κυρίως στη δυνατότητα του βιβλίου να αποτελέσει αφορμή τέτοιων συζητήσεων, αλλά, μάλλον, στη σημασία που έχει στις μέρες μας η επίγνωση πως ο κοινός τόπος, σύμφωνα με τον οποίο η βία είναι εγγεγραμμένη στην ανθρώπινη φύση, είναι εθνοκεντρικός. Ο κοινός αυτός τόπος καταρρέει, αν παραιτηθούμε από συνήθεια να κόβουμε και να ράβουμε την έννοια της ανθρωπότητας στα μέτρα του οικείου εδώ και τώρα και των δικών μας στερεότυπων για το παρελθόν.
Το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, «Οι κυνηγο-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες», αποτελείται από εκτενείς αναφορές σε εθνογραφικές έρευνες, οι οποίες καταρρίπτουν το στερεότυπο του άγριου και βίαιου «πρωτόγονου» ανθρώπου, η ζωή του οποίου είναι ένας διαρκής και σκληρός αγώνας επιβίωσης. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία την οποία παραθέτει ο Δημητρίου, οι κυνηγοί-συλλέκτες ζούσαν σε συνθήκες αφθονίας σε ό,τι αφορά τη διατροφή, ενώ χαρακτηριστική ήταν η προσήλωσή τους στη διαφύλαξη των εξισωτικών σχέσεων ανάμεσα στα μέλη –άντρες και γυναίκες– των ομάδων τους και στην καλλιέργεια αντίστοιχων σχέσεων με άλλες ομάδες. Η έννοια του εξισωτισμού δεν είναι ταυτόσημη με την ισότητα ή την ισονομία, καθώς αναφέρεται στη διαρκή και ενεργή προσπάθεια για την πρόληψη και την αναχαίτιση αρχηγικών τάσεων, και διεκδικήσεων ιδιοκτησίας και συσσώρευσης αγαθών. Ενίοτε, η διαρκής αυτή προσπάθεια περιλαμβάνει και την άσκηση έμμεσης βίας εναντίον προσώπων, οι ατομικές φιλοδοξίες των οποίων απειλούν τη συλλογικότητα. Ο Δημητρίου, όμως, είναι κατηγορηματικός: από τις κυνηγο-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες, δηλαδή από τις κοινωνίες που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους της ιστορίας της ανθρωπότητας, η άμεση βία απουσιάζει γιατί απουσιάζει η εξουσία.
Σύμφωνα με το μαρξιστικό εξελικτικό σχήμα που ακολουθεί ο συγγραφέας, οι «ακέφαλες κοινωνίες», στις οποίες αφιερώνει το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου και στις οποίες αναδύονται πρωτόγνωρες μορφές εξουσίας, βρίσκονται σε μια ενδιάμεση θέση, ανάμεσα στις κυνηγο-τροφοσυλλεκτικές και σ’ αυτές που υπόκεινται σε μια συγκεντρωτική εξουσία. Πρόκειται για νεολιθικές κοινωνίες στις οποίες η παραγωγή τροφής επιτρέπει τη μόνιμη εγκατάσταση, καθώς και τη συγκέντρωση αποθηκεύσιμου πλεονάσματος. Παρότι η θεσμοθετημένη αρχηγία απουσιάζει (και σε ορισμένες περιπτώσεις το ενδεχόμενο της ανάδυσής της απομακρύνεται μέσω της άσκησης έμμεσης και κυρίως συμβολικής βίας) η δυνατότητα συσσώρευσης πολιτικού γοήτρου από την πλευρά των ανδρών είναι εφικτή μέσω του ελέγχου της εργασίας των παιδιών και των γυναικών, καθώς και της σεξουαλικότητας των τελευταίων. Ο έλεγχος αυτός επιτρέπει τη συγκέντρωση πλεονάσματος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επίδειξη γενναιοδωρίας ή τη δημιουργίας χρεών σε τρίτους. Συσσώρευση γοήτρου επιδιώκουν επίσης οι άντρες, μέσω της δημιουργίας συρράξεων με γειτονικούς πληθυσμούς που θα τους αναδείξουν σε γενναίους πολεμιστές. Ο Δημητρίου, ωστόσο, τονίζει ότι η βία στις «απλές» κοινωνίες δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί χωρίς αναφορά στο ρόλο της αποικιοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας οι περισσότερες από τις κοινωνίες αυτές μετατράπηκαν σε τόπους άμεσης και έμμεσης έξωθεν βίας.
Οι «κοινωνίες με συγκεντρωτική εξουσία» στις οποίες αναφέρεται το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου περιλαμβάνουν βασίλεια και αυτοκρατορίες που βρίσκονται διαρκώς σε πολέμους, διακυβεύματα των οποίων είναι η επέκταση και η προστασία των συνόρων και η εξασφάλιση αιχμαλώτων που θα γίνουν σκλάβοι και δούλοι. Στο εσωτερικό των κοινωνιών αυτών, οι συγκρούσεις επικεντρώνονται στην πρόσβαση επιμέρους συγγενικών και τοπικών ομάδων σε πηγές πλούτου και εστίες εξουσίας, καθώς και στον ανταγωνισμό μέσω του οποίου οι άνδρες διεκδικούν κοινωνική αναγνώριση. Ως γνωστόν, η διεκδίκηση της τιμής των ανδρών περνάει μέσα από τον έλεγχο των γυναικών, που πολύ συχνά είναι βίαιος. Στο κεφάλαιο αυτό οι αναγνώστ(ρι)ες θα βρουν αναφορές σε πολλά εθνογραφικά και ιστορικά κείμενα, που επικεντρώνονται στην τιμή, τη γυναικεία ντροπή, τη βεντέτα και την κοινωνική ληστεία, στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο.
Το πέμπτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στο σύγχρονο κράτος, δηλαδή στους πολλαπλούς κρατικούς μηχανισμούς και θεσμούς, μέσω των οποίων ασκείται και νομιμοποιείται η κρατική βία, στις συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων η βία εξιδανικεύεται και επενδύεται με ερωτικές συνδηλώσεις, και στις περιστάσεις όπου η προσφυγή στην αυτοκαταστροφική βία εμφανίζεται ως η μόνη διέξοδος. Το τελευταίο κεφάλαιο επιχειρεί μια αναφορά σε μορφές έμμεσης βίας, που συμπεριλαμβάνουν την αυτοτιμωρία και τον έλεγχο της σεξουαλικότητας, της αναπαραγωγής και της θνησιμότητας σε διάφορες κοινωνίες, καθώς και στη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην κατασταλτική βία που ασκείται από την κυρίαρχη τάξη και σε εκείνη που οφείλεται στην οργή υποταγμένων στρωμάτων και λαών.
Στο σύγχρονο κόσμο η βία είναι πανταχού παρούσα, με αποτέλεσμα συχνά να εμφανίζεται ως αναπόφευκτο στοιχείο του ανθρώπινου πεπρωμένου. Το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου είναι επίκαιρο, γιατί συμβάλλει στην επίγνωση ότι τα πράγματα δεν ήταν παντού και πάντοτε έτσι, και, συνεπώς, στη δυνατότητά μας να διανοηθούμε ότι θα μπορούσαν να αλλάξουν. Αυτό οφείλεται στην εντυπωσιακή πολυμάθεια του συγγραφέα, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, επίσης, στη δυνατότητά του να γράφει για εξαιρετικά σύνθετα ζητήματα με κατανοητό τρόπο, δηλαδή στην ηθική και πολιτική στάση του απέναντι στη γραφή. Για να το πω αλλιώς, και αυτό το βιβλίο του Δημητρίου αποτελεί έμπρακτη απόδειξη της πίστης του στην ιδέα ότι όσο περισσότερο προσιτή είναι η γνώση, τόσο περισσότερο μπορούμε να ελπίζουμε στη δύναμή της να κάνει τον κόσμο καλύτερο.

Η Αλεξάνδρα Μπακαλάκη διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: