ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Κώστας Χριστόπουλος, Πανεπιστήμιο, 2015, χαρτί και μελάνι σε καμβά, 190 x 260 εκ. |
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Εγώ το
μαύρο θα κρατάω έως θανάτου, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 54
Όταν ένας ποιητής έχει κατακτήσει προ πολλού την προσωπική του
ποιητική γλώσσα, και βρίσκεται στην πλήρη ωριμότητά του, το ερώτημα, και αν
θέλετε το στοίχημα, σε κάθε νέο του βιβλίο, δεν είναι απλώς η επανάληψη και η
πρόσθεση εξίσου καλών ποιημάτων, αφού από την πράξη της πρόσθεσης, εύκολα, και
εύλογα, οδηγούμαστε στην πράξη της αφαίρεσης, κατά τη στιγμή της τελικής
αξιολόγησης. Το κριτήριο λοιπόν δεν είναι μόνο αν ο ποιητής κάνει ποίηση, αλλά
και τι κάνει στην ποίηση. Άλλωστε, όπως κάθε αισθητικό γεγονός, έτσι και το
ποίημα, αναπαραγόμενο, δεν είναι πλέον αισθητικό γεγονός. Απόκειται στη σφαίρα
του πολιτισμού, δίπλα στα βιοτεχνικής ή βιομηχανικής παραγωγής αντίτυπα ενός
πρώτου έργου.
Με τα παραπάνω δεν κομίζω γλαύκαν, όμως θεωρώ πως είναι απαραίτητο να
τα υπενθυμίσω, γιατί το βόλεμα και η συνήθεια έχουν γίνει ο κανόνας σήμερα, με
αποτέλεσμα να πλημμυρίζουμε από όντως καλά ποιήματα, τα οποία όμως δεν έχουν να
εισφέρουν τίποτα στην τέχνη της ποιήσεως, και άρα δεν χωράνε στο πεδίο της. Για
του λόγου το αληθές, μπορεί κανείς να διατρέξει το σώμα της σχετικά πρόσφατης ποίησης
του Μεταπολέμου, βλέποντας εκεί τι μπορεί να διασωθεί μέσα στο χρόνο, δηλαδή τι
μπορεί πλέον να κρατήσει ένας σημερινός αναγνώστης, από μια πληθώρα όντως καλών
ποιημάτων.
Ο λόγος που επιλέγω να πω τα προηγούμενα, σε ένα κείμενο για το βιβλίο
του Παπαγεωργίου, είναι το ίδιο το ύφος του. Πάντα χαμηλόφωνο, και πάντα
διακριτικό, σχεδόν μινιμαλιστικά ατονικό, δεν ενδίδει στη γνωστή, και εύκολη
διέξοδο από τις παραπάνω αιτιάσεις, μέσα από φωνασκούσες στιχουργικές ή
θεματολογικές εξάρσεις, που θα διαδήλωναν ότι τέλος πάντων κάτι κάνει και για
την ποίηση. Το αντίθετο: οι αισθητικές μετατοπίσεις του Παπαγεωργίου, που είναι
εξαιρετικά μεγάλες και σημαίνουσες, πραγματώνονται σχεδόν αθόρυβα.
Ποιο είναι λοιπόν το ιδιαίτερο στοιχείο του ύφους και της αισθητικής αυτής
της συλλογής του Παπαγεωργίου; Από άποψη τεχνικής, κυριαρχεί ο παράλληλος,
πολυφωνικός λόγος. Ενώ απουσιάζουν τα κόμματα και άλλα σημεία στίξης, και η ροή
είναι ένα συνεχές, η κάθε περίοδος διαβάζεται, συγχρόνως, είτε ολόκληρη είτε
χωρίς τις παρένθετες λέξεις. Αντιγράφω την αρχή του πρώτου ποιήματος της
συλλογής, με τον τίτλο «Της χλόης», υπογραμμίζοντας με πλάγια τη δεύτερη εκδοχή:
Η χλόη αν ήταν κείμενο με
των πελμάτων μόλις το άγγιγμα θα ηχούσαν
νοήματα. Οι πατημασιές από τον
φόβο διαρροής των μυστικών τους ασυνταίριαστα
θα σκόρπιζαν.
Η ίδια τεχνική εφαρμόζεται σε ένα επόμενο ποίημα, το οποίο αποτελείται
από τρεις κύριες προτάσεις, αλλά θα είχαμε ένα πλήρες ποίημα και χωρίς τη
δεύτερη πρόταση, η οποία, με τη σειρά της, θα μπορούσε να αποτελεί αυτή το
ποίημα, δηλαδή ένα άλλο ποίημα, στο οποίο όμως θα κυριαρχούσε/κυριαρχεί μια
ακραία αφαιρετικότητα.
Ο τελώνης της γραφής
Δεν ήταν πρωί αλλά νύχτα με απλώς αραιωμένο το μελάνι των φύλλων της. Στο θρόισμα των αποχρώσεων έτρεμε το φως
όσο σκαρφάλωναν ξεθεωμένες οι ώρες κάτι επίγειες με βάρος σαλεμένο από το βάθρο
τους. Παράπλευρες απώλειες καταμετρά ο τελώνης της γραφής.
Μια τρίτη, και πιο εμφανής μορφή αυτής της παράλληλης οργάνωσης του
λόγου εφαρμόζεται σε αρκετά από τα ποιήματα του βιβλίου, και μάλιστα
ανατρέποντας τη γνωστή τεχνική των «σκηνοθετικών οδηγιών» κάτω από τον τίτλο,
που προκαθορίζουν την ανάγνωση του κύριου σώματος του ποιήματος. Αντίθετα, εδώ, στο τέλος του τίτλου βρίσκεται
ένας αστερίσκος, που παραπέμπει στο κάτω μέρος της σελίδας, όπου υπάρχει ένα
δεύτερο ποίημα, παράλληλο με εκείνο που επέχει τη θέση του κυρίως ποιήματος.
Σκηνοθεσία*
Γουργούρισμα περιστεριών και ήχος καμπάνας μακρινής αλλά όμως σαν συνθέτουν
τοπίο νεκροταφείο. Πρόσθεσε ο ήλιος ως της μέρας τα μισά συν οι ντροπαλές από
πένθος φωνές των παιδιών και θα δεις ότι όλα συμβάλλουν σ’ ενός δέντρου την
άξαφνη ανάληψη με συθέμελα οι ρίζες να υψώνονται χωρίς μνήμη σκιάς ούτε χώματος
πλην με ήχους αναπάντεχα πρωινούς νεκρής μητέρας.
*Διάτρητη αρμονία παράγουν των θορύβων οι αιχμές και με ήχους οξείς
σφυρηλατείται η νωχέλεια.
Τέλος, το βιβλίο καταλήγει σε ένα ποίημα με τον τίτλο «Αστερίσκοι»,
όπου τώρα τα δίκην σημειώσεων δεύτερα ποιήματα επαναλαμβάνονται ανά ζεύγη,
διαταγμένα το ένα στο πάνω και το άλλο στο κάτω μέρος της σελίδας, κάποια μάλιστα
είναι, ανεπαίσθητα αλλά κρίσιμα, τροποποιημένα. Το ποίημα «Αστερίσκοι» είναι
έτσι ένας ακόμα παράλληλος λόγος, σε σχέση με το κυρίως σώμα του βιβλίου.
Και με τις τέσσερις αυτές κινήσεις του Παπαγεωργίου, έχουμε μια
οργάνωση του λόγου τουλάχιστον πρωτότυπη, και οπωσδήποτε προεξάρχουσα στην όλη
δομή του ποιήματος και του βιβλίου. Το ερώτημα είναι τι εξυπηρετεί αυτή η δομή,
σε ποιο αισθητικό αποτέλεσμα στοχεύει.
Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για μια υπέρβαση της εμπεδωμένης από
χρόνια στην ποίηση του Κ. Γ. Παπαγεωργίου σουρεαλιστικής τεχνικής της
συνειρμικής γραφής, η οποία τώρα υποχωρεί στο ρόλο της αλυσιδωτής διαδοχής των
λέξεων κάθε πρότασης. Η υπέρβαση γίνεται με έναν τρόπο που μετατοπίζει το
ενδιαφέρον και τα ζητούμενα, από το πεδίο της έκφρασης των συναισθημάτων και
της υπονόμευσης της ορθολογικής σκέψης, σε εκείνο της πολυφωνικότητας και της
διαλογικότητας του κειμένου. Είναι η μετάβαση από τον θρυμματισμένο αλλά πάντως
ομοιογενή λόγο, στον μη ολοποιητικό λόγο, αφού τώρα τα μέρη του υφίστανται
αυτόνομα, συλλειτουργούν παράλληλα, το καθένα με τη δικιά του φωνή και το δικό
του νοηματικό φορτίο, πλην όμως κανένα τους δεν διαθέτει εκείνη την αυτάρκεια,
που θα το καθιστούσε ανεξάρτητη νησίδα, εν τέλει ένα τυπικό, δηλαδή συμβατικό
ποίημα.
Αυτό που κομίζει εις ποίησιν το βιβλίο του Κ. Π. Παπαγεωργίου είναι
μια συστηματική υπέρβαση του ορίζοντα της πρωτοπορίας του μοντερνισμού. Το
ποίημα δεν οργανώνεται με κέντρο τον ποιητή και τη φωνή του, δεν εκπορεύεται ως
αλήθεια, ως νόημα, ως συναίσθημα, ως ολοκλήρωμα. Αποτελείται από μέρη
ανομοιογενή, ακόμα και ασύμβατα, που δεν συνθέτουν ένα αδιάσπαστο όλον, αλλά
συνυπάρχουν, με εντάσεις και εμφανείς μεταξύ τους διαφορές. Έτσι το ποίημα
παραμένει ανοιχτό, και επιτελεστικά λειτουργικό. Ένα από τα μέρη του λόγου του
ποιήματος είναι άλλωστε και ο ποιητής, τώρα ως ένας απλός, πάσχων άνθρωπος:
Αγάπης άσκηση: Διαιρώ το ένα διά του δύο και πηλίκον ακέφαλο
αισθάνομαι στις άδειες μου τσέπες. Ό,τι διαιρείται χάνεται λοιπόν όπως η αγάπη.
Η «επιτελεστική» φλυαρία, που πια διακοσμεί όλο και πιο συχνά δομές
του λόγου και μορφές του ποιήματος ξεπερασμένες, δεν έχει θέση εδώ. Το αίτημα
της καινούριας μορφής δεν έρχεται ως αχός να ανταποκριθεί ανυποψίαστα στη μόδα,
αλλά προκύπτει ως καλλιτεχνική πρακτική που μας προσφέρει νέες αισθητικές
εμπειρίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου