26/3/16

Οι λόγοι της έκρηξης της Επανάστασης

(κοινωνικο-οικονομικοί και ιδεολογικο-πολιτισμικοί)

ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

Ρήγας Φερραίος, σχέδιο του Γιάννη Κολιού
Σε μια εποχή «χρόνων αμνημοσύνης» –όπως ονοματίζει την περίοδο που ζούμε ο Max Friss– και «ιδεολογικών χρήσεων της ιστορίας» έχω την πικρή αίσθηση, ότι οι επετειακές αναφορές στα μεγάλα γεγονότα του ιστορικού χθες της πατρίδας μας, και οι επίσημες πανηγυρικές εκδηλώσεις που τα πλαισιώνουν, προσλαμβάνονται από την πλειονότητα των συμπολιτών μας ως εκ καθήκοντος τελετές αναμνησιολογίας, κενές ουσιαστικού περιεχομένου, οι οποίες το πολύ πολύ να επαναφέρουν στη μνήμη κάποιες χιλιοειπωμένες στερεοτυπικές ιστορικές γνώσεις, ενός παρελθόντος χωρίς συνέπειες και συνέχειες στο παρόν κοινωνικο-πολιτικό και ιδεολογικο-πολιτισμικό γίγνεσθαι.
Το γεγονός δεν είναι θαρρώ, δυσερμήνευτο σ’ ένα κοινωνικό σχηματισμό όπως ο νεοελληνικός, ο οποίος, όπως έγραφε πριν χρόνια ο Γιώργος Δερτιλής, «κλείνει ιδρύματα ιστορικής έρευνας, πολτοποιεί αρχεία, καίει φακέλους, πάσχει δηλαδή από ηθελημένη αμνησία». Η ηθελημένη όμως αμνησία οδηγεί τελικά σε κοινωνική και πολιτική ακρισία, που σακατεύει την δυνατότητα αυτογνωσίας μιας κοινωνίας, την πολιτική της πράξη, τα συλλογικά της οράματα. Καταλήγει σ’ αυτό που οι ψυχολόγοι, προσδιορίζουν ως απώθηση. Η απώθηση δε της γνώσης του ιστορικού χθες, συντελείται την ίδια ώρα –και εδώ μπορούμε να ανιχνεύσουμε το σχιζοφρενικό του πράγματος– που μόνο ίσως στην Ελλάδα, και κάποιες ακόμα χώρες της Βαλκανικής, η εθνική ιστορία προσλαμβάνεται ως ένα διαρκές ανοικτό διακύβευμα.
Ο ελληνοχριστιανικός, εθνικιστικός λόγος, ιδεολογικής και επιλεκτικής χρήσης του ιστορικού γεγονότος, έρχεται, ως ηγεμονεύουσα ιδέα, να καλύψει, με τη συγκολλητική ουσία της άχρονης και σε μεγάλο βαθμό άλογης ιδεοληψίας του, τις πρόδηλες πολιτικές και λογικές αντιφάσεις του σχιζοφρενικού αυτού παράδοξου. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο η ρήση του εθνικού ποιητή, «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί πατριωτικό ότι είναι αληθινό», να παραμένει ακόμη ζητούμενο.  Πολύ περισσότερο βέβαια η κραυγή εκείνου του πρωτομάστορα του ξεσηκωμού, Ρήγα Βελεστινλή, «συλλογάται καλά, όποιος ελεύθερα συλλογάται», να μην βρίσκει ακόμη το υλικό της αντίκρισμα σ’ έναν κοινωνικό σχηματισμό που συνεχίζει σχεδόν αβίαστα να αντιλαμβάνεται την ιστορική του πορεία ως μια αέναη κυκλική κίνηση, γεγονός που παραπέμπει προφανώς σε παραδοσιακές προνεωτερικές μορφές πρόσληψης της κοινωνικής εξέλιξης και δυναμικής.
Κι όμως, 195 χρόνια από τις επαναστατικές διεργασίες που αποτέλεσαν τη γενεσιουργό πράξη η οποία οδήγησε, μετά από ένα δεκαετή εξωτερικό και εσωτερικό αγώνα, στη δημιουργία της κρατικής μας υπόστασης στα 1830, και μετά από μια, για πρώτη φορά 42χρονη ομαλή πολιτική ζωή αυτού του κράτους, θα έπρεπε να είμαστε σε θέση ως κοινωνία πολιτών, να προσλαμβάνουμε τις ιστορικές μας επετείους ως δημιουργικές ευκαιρίες ατομικού και συλλογικού αναστοχασμού, αντλώντας από αυτές διδάγματα και αναλογίες για το σήμερα. Μια που τελικά κάθε επέτειος αποτελεί εισβολή του χθες χρόνου στον παρόντα, μέσα από το πρίσμα του οποίου, και τις ανάγκες που δημιουργεί, προσλαμβάνεται. Γι’ αυτό και κάθε εποχή ξαναγράφει την ιστορία. Χωρίς όμως η έρευνα να ανακόπτεται από τις όποιες –θρησκευτικές, εθνικές, κρατικές, κομματικές ή άλλες σκοπιμότητες της συγκυρίας. Σκοπιμότητες που αναδεικνύονται ήδη από το περιεχόμενο του Βασιλικού εκείνου Διατάγματος του πρώτου, …ελέω Θεού μάλιστα Βασιλέως της Ελλάδος, Όττο Βίτελσμπάχ, που πριν 178 χρόνια στις 15 Μαρτίου 1838, ανακάλυπτε και καθιέρωνε την 25η Μαρτίου, καθόλου τυχαία, αν και τελείως ανιστόρητα, ως ημέρα έναρξης του εθνικό-απελευθερωτικού αγώνα.
Επί τη προτάσει της Ημετέρας επί των Εκκλησιαστικών κ.λ.π. Γραμματείας θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου , λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα δια την εν αυτήν τελούμενην εορτήν του  Ε υ α γ γ ε λ ι σ μ ο ύ  της  Υ π ε ρ α γ ί α ς  Θ ε ο τ ό κ ο υ,  είναι προσέτι  λ α μ π ρ ά  και  χ α ρ μ ό σ υ ν ο ς  διά την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της  α ν ε ξ α ρ τ η σ ί α ς  α γ ώ ν ος  του Ελληνικού Έθνους δια τούτο
ΚΑΘΙΕΡΟΥΜΕΝ
την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν  Ε θ ν ι κ ή ς  ε ο ρ τ ή ς  και διατάττομεν την διαληφθείσαν Ημετέραν Γραμματείαν να δημοσιεύση και ενεργήση το παρόν Διάταγμα
Εν Αθήναις τη 15η Μαρτίου 1838
ΟΘΩΝ
Ο επί των Εκκλησιαστικών κ.λ.π.
Γραμματεύς της Επικρατείας
Γ. ΓΛΑΡΑΚΗΣ
Η ιδεολογική σύζευξη Ορθοδοξίας και Αγώνα Ανεξαρτησίας έχει ήδη πλεχτεί, η ληξιαρχική πράξη γένεσης του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος έχει βρει την τυπική απαρχή της. Οι σχέσεις εκκλησιαστικού θεσμού και αυταρχικού κρατικού οικοδομήματος, που, από κοινού συμφέροντος ορμώμενες, ήθελαν να υπερβούν όλες εκείνες τις διαφωτιστικές, ορθολογικές, φιλελεύθερα ριζοσπαστικές ιδέες και πράξεις μιας ασεβούς αντίληψης προς την κρατούσα την εποχή εκείνη διεθνή «τάξη πραγμάτων», επιχειρούν με το Οθωνικό «διατάττομεν» να ξεπεράσουν την ιστορία. Να υπερβούν τις «κινητήριες δυνάμεις» και ιδέες που οδήγησαν στην πολιτική αναγέννηση της Ελλάδος, όπως από τότε ανέλυε με περίσσια διορατικότητα ο τόσο μέχρι τις μέρες μας πολεμούμενος από τις νεορθόδοξες δοξασίες –όπως και τότε άλλωστε από τις πατριαρχικές εξουσίες– Αδαμάντιος Κοραής. Να ρίξουν στον Καιάδα της λήθης το κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα-όραμα που φλόγιζε τους φορείς αυτής της επαναστατικής έκρηξης νεανικού θράσους και φαντασίας, η οποία έγινε σύμφωνα με τον Hobsbawm «ο εμπνευστής του διεθνούς φιλελευθερισμού» και έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην «ανασυγκρότηση της Ευρωπαϊκής αριστεράς των ετών του 1820, ένα ρόλο ανάλογο με εκείνον που επρόκειτο να παίξει προς το τέλος των ετών του 1930 η υποστήριξη στην Ισπανική Επανάσταση».
Στον Καιάδα της λήθης λοιπόν θέλει η κυρίαρχη εξουσιαστική δομή μιας απόλυτης εξωγενούς μοναρχίας και μιας σύνθετης, ετερογενούς, άμορφης και γεμάτης εσωτερικές αντιθέσεις αλλά και κοινά συμφέροντα εσωγενούς «ιθύνουσας τάξης», όλα εκείνα που δημιουργούν τους όρους και τις προϋποθέσεις της Επανάστασης του ’21 και των οποίων η κατανόηση της δυναμικής που περικλείουν μας αναγκάζει να στραφούμε ακόμα πιο πίσω, στις απαρχές του 18ου αιώνα και την «αποφασιστική στροφή στην εξέλιξη του Ελληνικού Έθνους» που αυτός συνεπάγεται. Μια που με την κατάληψη της Πελοποννήσου, το 1715, συμπληρώνεται η πολιτική ενότητα του μέγιστου τμήματος του Ελληνισμού κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία. Ενώ ταυτόχρονα παρέρχεται η εποχή των συνεχών πολέμων στα Βαλκάνια και αρχίζει μια περίοδος ενός αιώνα σχετικής ειρήνης, ο οποίος ευνοεί τη σταθερή διείσδυση, εγκατάσταση και ανάπτυξη του ευρωπαϊκού εμπορίου στην Ανατολή. Την ίδια περίοδο, η παράλληλη μετατόπιση του βασικού εμπορικού άξονα Ασίας-Ευρώπης, από τις νότιες και νοτιοανατολικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς τις βόρειες και βορειοδυτικές –Μικρά Ασία, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Βαλκάνια λόγω της φθίνουσας κεντρικής εξουσίας, της αναρχίας και των εξεγέρσεων ισχυρών περιφερειακών κυβερνητών–ευνοεί ιδιαίτερα το ελληνικό στοιχείο που βρίσκεται κατά τη μεγάλη του πλειοψηφία εγκατεστημένο ακριβώς σ’ αυτές τις περιοχές. Η ανάπτυξη του δυτικού εξωτερικού εμπορίου στο νέο αυτό άξονα προκαλεί γρήγορα και το ομόλογό της, δηλαδή την ανάπτυξη και ενός εσωτερικού εμπορίου στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Εμπορίου που βρίσκεται σχεδόν καθ’ ολοκληρία κάτω από την ηγεμονία των Ελλήνων και εξελληνισμένων ή των αναγκαστικά ελληνόφωνων –μια που η κυρίαρχη γλώσσα αυτού του εμπορίου είναι η Ελληνική– Βλάχων, Σλάβων, Αλβανών, με μερικό ανταγωνισμό από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης στο βαλκανικό χώρο και τους Αρμένιους στην Ανατολή.
Την ίδια εποχή, και ιδιαίτερα μετά μια σειρά συνθήκες που ακολούθησαν τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και τα προνόμια που περιείχαν για τους ορθόδοξους εμπόρους και ναυτικούς της Αυτοκρατορίας, αυξάνει θεαματικά και ο ελληνο-αλβανικός εμπορικός στόλος, τόσο σε όγκο όσο και σε χωρητικότητα, κι από την περιορισμένη στην ακτοπλοΐα λειτουργία του, των αρχών του αιώνα, απλώνεται σ’ όλη τη Μεσογειακή λεκάνη. Προς το τέλος δε του 18ου αιώνα, οι Έλληνες παραγκωνίζουν τους Γάλλους και συναγωνίζονται τους Εγγλέζους στο διαμετακομιστικό εμπόριο όλης της Ανατολικής Μεσογείου και στο σύνολο του ευρύτερου βαλκανικού χώρου. Σ’ αυτή την εξέλιξη συμβάλλουν αποφασιστικά και διττά οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι και ο συνακόλουθος ηπειρωτικός αποκλεισμός που επιβάλλει η Μεγάλη Βρετανία.
Από τη μια, ως προς το ναυτιλιακό κεφάλαιο, το οποίο αυξάνει θεαματικά, ειδικευόμενο στη διάσπαση του αποκλεισμού και την τροφοδοσία της Γαλλίας και των υπό γαλλική κυριαρχία λοιπών ευρωπαϊκών περιοχών, με το αζημίωτο βέβαια. Ειδίκευση που ακολουθεί το εφοπλιστικό μας κεφάλαιο μέχρι και τις μέρες μας, όχι πάντα προφανώς ιδιαίτερα καθαρή από άποψη Διεθνούς Νομιμότητας, αλλά πάντα ιδιαίτερα προσοδοφόρα από άποψη καθαρά οικονομική. Από την άλλη, με τη διατήρηση της Θεσσαλονίκης, ως του μοναδικού ελεύθερου λιμανιού της Μεσογείου, γεγονός που την μετατρέπει στην εμπορική σκάλα και αποθήκη όλης της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Όλα τα παραπάνω έχουν ως φυσική συνέπεια και την αύξηση της παραγωγής, τόσο της αγροτο-κτηνοτροφικής όσο και της βιοτεχνικής, η οποία «τείνει να αποσπαστεί από την οικιακή οικονομία, δημιουργώντας βιοτεχνικές και εμπορικές συντροφίες, αληθινές μετοχικές εταιρίες, που ανάμεσα στις πρώτες στην ευρωπαϊκή οικονομία εφαρμόζουν την αρχή της συνεργασίας του κεφαλαίου και της εργασίας, για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη μεγάλων κεφαλαίων (συντροφίες ναυσιπλοΐας των νησιών του Αιγαίου) και δημιουργούν συνεργατικές μορφές, όπως εμφανίζονται στις συντροφίες των Μαδεμοχωρίων και των Αμπελακίων που προκάλεσαν τον θαυμασμό των συγχρόνων».
Άμεσες συνέπειες της ραγδαίας αυτής οικονομικής ανόδου είναι η τελειοποίηση και εν πολλοίς παγίωση της πολιτικής δομής του κατακτημένου ελληνισμού, μέσα από την οργάνωση ενός ανεπτυγμένου βαθμού αυτοδιοίκησης, και ο σχηματισμός μιας κάποιας αστικής τάξης, εμπορομεσιτικών κυρίως λειτουργιών, οργανικά συνδεδεμένης από τη γένεσή της με τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, η οποία αρχίζει να μετέχει άμεσα στη διοίκηση του Έθνους. Μαζί με τις άλλες ηγετικές ομάδες του υπόδουλου ελληνισμού: ανώτερο κλήρο, φαναριώτες, προκρίτους, στρατιωτικούς αρχηγούς αρματολικιών και κλέφτικων σωμάτων, οι επικεφαλής των συντεχνιών, οι πλούσιοι έμποροι, οι καραβοκυραίοι και οι τραπεζίτες συγκροτούν από τα τέλη του 18ου και για όλο το 19ο αιώνα την «ιθύνουσα τάξη» του Έθνους. «Είναι η τάξη που αργότερα θα της δώσει ο Ελληνικός λαός το όνομα τζάκια». Στα κέντρα των λειτουργιών αυτής της νέας υπό διαμόρφωση τάξης, όπως είναι φυσικό θα αναπτυχθεί παράλληλα με την οικονομική άνοδο και η πολιτιστική «αναγέννηση», που θα φέρει, όχι χωρίς προσκόμματα και αντιδράσεις, σε επαφή τον ευρύτερο νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό με τις επιστημονικές, πολιτισμικές και πολιτικές διεργασίες που συντελούνταν την ίδια ώρα στη Δυτική Ευρώπη.
Τα προβλήματα αυτής της ευρύτερης πολιτισμικής «αναγέννησης» αναμιγνύονται απ’ αρχής και με τον πόθο-αίτημα της εθνικής ανεξάρτητης υπόστασης. Το αντιστασιακό πνεύμα αυτού του κυριαρχούμενου λαού, που, σύμφωνα με τον Νίκο Σβορώνο, ποτέ δεν έσβησε μέσα στις πολυεθνικές αυτοκρατορίες που ζούσε, λειτουργεί καταλυτικά στο σύνολο των βαλκανικών λαών. «Η εθνική ιδέα αποδεσμεύεται από την αυτοκρατορική βυζαντινή ιδέα, στη συνέχεια τον 18ο αιώνα από την ιδέα της Ορθοδοξίας, για να φτάσει στη συνέχεια, γύρω στα τέλη του αιώνα, σε πλήρη ωριμότητα και καθαρότητα». Ο ελληνισμός όχι μόνο διαφύλαξε την ιδιαίτερη ύπαρξή του αλλά κατόρθωσε –και εδώ βρίσκεται σύμφωνα πάντα με τον Σβορώνο και το ιστορικό νόημα της περιόδου– να ξανασυγκεντρώσει τα συστατικά του στοιχεία, τα διασκορπισμένα μέσα στο χώρο και τον χρόνο, ν’ αφομοιώσει την πολιτική εισφορά της Δύσης, να αρχίσει μια δυναμική πορεία ενσωμάτωσης Σλαβικών, Βλάχικων, Αλβανικών στοιχείων, συνεισφέροντας ταυτόχρονα και στην ανάπτυξη της δικής τους εθνικής συνείδησης.
Το γεγονός δεν είναι διόλου αντιφατικό, αν αναλογιστούμε ότι η ανάπτυξη της ελληνικής Εθνικής Ιδέας συμβαδίζει παράλληλα με τη δημιουργία μιας διαβαλκανικής απελευθερωτικής συνείδησης, «Χωρίς να προσκρούει σοβαρά στον εκκολαπτόμενο εθνικισμό του καθενός από τους βαλκανικούς λαούς ως τον ΙΘ΄ αιώνα. Όλα τα εθνικά κινήματα των Βαλκανίων ως την Ελληνική Επανάσταση, ακόμη και μέχρι τα 1860, δείχνουν αξιοσημείωτη αλληλεγγύη. Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, Ρουμάνοι μετέχουν αμοιβαία σ’ αυτά». Συνειδητή λοιπόν προσπάθεια, από την αρχή, αποκάθαρσης του απελευθερωτικού αγώνα από κάθε κοινωνικό περιεχόμενο, ή ιδεολογικής αναγωγής του στα κηρύγματα-προτάγματα της Γαλλικής Επανάστασης, που εγκαίρως ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ είχε δώσει το αληθές της στίγμα, όταν έγραφε τον καιρό της έκρηξής της στην περίφημη Πατρική του Διδασκαλία: «Ο πονηρός και αρχέκακος όφις, αφού δολίως επλάνεσε την ανθρωπότητα, επινοήσας το γένος των Γάλλων, δεκτικότερον της πονηρίας, έχυσε δαψιλώς εις τας ψυχάς αυτών τον ιόν της αποστασίας. Βασιλοκτονία, αθεΐα, αναρχία, με το δέλεαρ της Ελευθερίας και της Ισότητος, καταπάτησις θεσμών, αθέτισις φιλίας… [ανέδειξαν τους Γάλλους] ολετήρας της ανθρωπότητος, αντάρτας του Θεού και λυμεώνας της ευταξίας και ειρήνης»
Χάρη βέβαια σε αυτές τις …νεοφανείς ιδέες του διαβόλου, έγινε ο ξεσηκωμός. Ο λόγος του γερο-Κολοκοτρώνη είναι θαρρώ πάνω σ’ αυτό το θέμα καταλυτικός: «Η Γαλλική Επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμη μου να ανοίξουν τα μάτια του κόσμου. Πρωτύτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενόμιζον ως θεούς της γης και ό,τι και αν έκαμναν το έλεγαν καλά καμωμένο. Δι’ αυτό και είναι δυσκολότερον να διοικήσεις τώρα λαόν… Η κοινωνία του ανθρώπου ήταν μικρή∙ δεν είναι παρά η επανάστασίς μας, όπου εσχέτισε όλους τους Έλληνας. Ευρίσκοντο άνθρωποι που δεν εγνώριζον άλλο χωριό μακριά μιαν ώρα από το εδικό τους».
Όπως επίσης λησμονείται ο διεθνής αντίκτυπος αυτής της επαναστατικής διεργασίες, πέραν ίσως της συμμετοχής του Μπάυρον σε αυτήν και το τεράστιο κύμα φιλελληνισμού που γέννησε. Αυτό το ανεπανάληπτο διεθνές κίνημα, που όλες οι εξουσίες, τού τότε αλλά και τού τώρα, επιχειρούν να ρίξουν στη λήθη ή να το αποδώσουν μονοδιάστατα στον τότε ρομαντισμό κάποιων προσωπικών ευαισθησιών ή αδιεξόδων, την αρχαιολατρία ή τον τυχοδιωκτισμό κάποιων άλλων. Αντίθετα, πρόκειται για κάτι το πολύ πολιτισμικά βαθύτερο, ευρύτερο και πολιτικότερο, ενός αλλού διεθνούς κλίματος, ριζικά διάφορων συνθηκών, προσδοκιών και οραμάτων Ελευθερίας και Δημοκρατίας. Κατά το οποίο ο κλασικισμός, ο ρομαντισμός, ο οριενταλισμός και τα προτάγματα της Γαλλικής Επανάστασης, δημιούργησαν ένα ανεπανάληπτο κράμα, χωρίς προηγούμενο «αναζήτησης ολόψυχα της χώρας των Ελλήνων…», όπως τελειώνει ο Γκαίτε την δική του εκδοχή της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι».
Το κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα-όραμα που πρόβαλαν οι φορείς εκείνης της επαναστατικής έκρηξης νεανικού θράσους και φαντασίας, απέναντι στην γεροντοκρατία της παλινόρθωσης του παλιού και ανελεύθερου, που συμβόλιζε η Ιερή Συμμαχία, και μάλιστα μετά τις επαναστατικές αποτυχίες στην Ισπανία και την Νάπολη, λειτούργησε ως συνειδησιακός καταλύτης ανάμεσα σε χιλιάδες άνδρες και γυναίκες όλων των τάξεων, παντού του κόσμου: από την Καλκούτα, όπου Ινδοί, Άγγλοι και Κινέζοι συγκροτούν φιλελληνικό Κομιτάτο, μέχρι την επαναστατημένη Λατινική Αμερική, όπου «εις την εν Παναμά συγκροτηθείσσαν δημοκρατικήν σύνοδον, την προκληθείσαν δια του Βολιβάρ … παρά των δημοκρατιών Περουίας, Χιλίας και Κολομβίας … Έκαμαν ομοφώνως την απόφασιν να θεωρήσωσιν τον ιερόν των Ελλήνων πόλεμον ως ίδιον εαυτών…», όπως μας πληροφορεί η Γενική Εφημερίς των Ελλήνων από το Ναύπλιο στις 26ης Νοεμβρίου 1825. Και αυτό είναι το βαθύτερο διεθνές νόημα που η παγκόσμια ιστορία καταγράφει για εκείνη την Επανάσταση και το Φιλελληνικό Κίνημα που δημιουργήθηκε για την υπεράσπιση της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: