6/3/16

Εκπαίδευση και λογοτεχνία

ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΖΕΡΒΑ

Η ενασχόληση των εκπαιδευτικών με τα γράμματα παράγει το εξής παράδοξο. Ενώ πρόκειται για την τάξη των ανθρώπων που συντηρεί και μετακενώνει τη γραμματική παράδοση, χαρακτηρίζεται ταυτοχρόνως από ένα είδος ακαμψίας που εμποδίζει την προσωπική αναζήτηση, διότι η αναζήτηση απαιτεί κινήσεις που δεν είναι πάντοτε καθώς πρέπει και άρα δεν ενδείκνυνται για τη διαπαιδαγώγηση. Υπάρχει μια σοβαρή αντινομία μεταξύ διδασκαλίας και προσωπικής αναζήτησης. Ο κανόνας της ορθοέπειας παραλύει, οι πιο ευαίσθητοι νοιώθουν ντροπή, και όσοι μολαταύτα δεν το βάζουν κάτω, είναι υποχρεωμένοι να αγοράζουν συνεχώς νέα συρτάρια.
Από την άλλη πλευρά πάλι, η εκπαίδευση φαίνεται να έχει λησμονήσει ότι αρμοδιότητά της δεν είναι τα έργα του παρόντος, αλλά η στοιχείωση, δηλ. η εμπέδωση στις συνειδήσεις των έργων του παρελθόντος. Οι δάσκαλοι διδάσκουν το γνωστό και το αναγνωρισμένο. Χωρίς αυτούς δεν υπάρχει παιδεία. Πλην όμως η λογοτεχνία είναι πάντα διεύρυνση της παιδείας, όχι εγκλεισμός. Ανέκαθεν άλλωστε οι σχέσεις εκπαίδευσης και λογοτεχνίας ήταν αμφίσημες, διότι το γνωστό δεν είναι ποτέ όσο γνωστό νομίζουμε. Το γνωστό αντιδρά κάθε φορά αναλόγως των ερωτημάτων που του απευθύνει το παρόν. Μόνο που αυτό δεν είναι δουλειά της εκπαίδευσης.
Ο εκπαιδευτικός μπορεί ασφαλώς να είναι συγγραφέας και μάλιστα αξιόλογος, εφόσον διαχωρίζει τη συγγραφή από τη διδασκαλία. Και γι’ αυτó χαριτολογώντας θα έλεγα ότι αξιόπιστη μαρτυρία της συγγραφικής ανιδιοτέλειας του εκπαιδευτικού είναι το ψευδώνυμο. Άλλοτε ήταν επιλήψιμο για ένα συγγραφέα να εκμεταλλεύεται τη θεσμική του θέση για την προώθηση των έργων του, όπως γίνεται πλέον κατά κόρον. Η λογοτεχνία και η τέχνη γενικότερα πρέπει να εναντιώνονται προς, ή τουλάχιστον να κρατούν απόσταση από, τα ήθη του εκάστοτε πολιτιστικού περιβάλλοντος. Ως προς την καθαυτό δημιουργία πάντως, αυθεντικότης και βιωσιμότητα είναι μάλλον όροι ασυμβίβαστοι.

Στα γυμνασιακά μου χρόνια, οι φιλόλογοι κατά το πλείστον ήταν παλαμιστές. Αργότερα, μεταβλήθηκαν σε σεφεριστές, έπειτα σε ελυτικούς∙ σήμερα φαίνεται να αποδέχονται τα πάντα, διότι η αξιολόγηση είναι επιστημονικώς δηλ. ιδεολογικώς, απαράδεκτη. Κι έτσι από τους ζωοποιούς αποκλεισμούς φθάσαμε στην περιγραφική σύνεση και φιλολογική ανοχή. Οι ακραίες πεποιθήσεις ενός Αποστολάκη όμως κρατούσαν ζωντανή τη φλόγα της ανάγνωσης και της κονταρομαχίας, χωρίς την οποία ό,τι και να λέμε, η λογοτεχνία δεν ζει.
Τί λαμβάνει σήμερα την τιμή της ανάγνωσης και γιατί; Ιδού ένα κρίσιμο ερώτημα που αποφεύγεται μεθοδικά, ιδίως από τους επαγγελματίες αναγνώστες, δηλ. από την κριτική, η οποία βεβαίως κάνει ό,τι μπορεί για να υπάρξει. Άρα θα πρέπει και να στοχαστεί με ποιόν τρόπο υπάρχει. Το βαθύτερο θεμέλιο κάθε σοβαρού κριτικού εγχειρήματος είναι η αυτοκριτική. Και αυτοκριτική σημαίνει σύγκρουση με τις ίδιες τις προϋποθέσεις της σκέψης και των αρεσκειών μου.
Η σύγχρονη υπερπαραγωγὴ μας κάνει συχνά να παραθεωρούμε το γεγονός ότι το λογοτεχνικό έργο είναι πριν απ’ όλα ειδική διάρθρωση και οικονομία λέξεων. Το ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία ως λογοτεχνία, για τις λέξεις και τη σύνταξη δηλαδή, αμβλύνεται πολύ επικίνδυνα κάτω από τις λογής λογής ιδεολογικές, εκδοτικές και τεχνολογικές δίαιτες. Προβάλλονται χίλιοι δυό παράγοντες, οι οποίοι θα ἔχουν πάντα δευτερεύουσα σημασία. Όταν όμως το δευτερογενές κυριαρχήσει, τότε επικρατεί σύγχυση.
 Η λογοτεχνία μεταξύ άλλων είναι και σιωπηρή μέριμνα διακρίσεων. Πρωταρχική διάκριση συνιστά η αυτοαναφορικότητα του λόγου της, ήγουν, ότι δεν πρέπει να συγκρίνεται η να αντιπαραβάλλεται με την έξωθεν πραγματικότητα. Οι λέξεις της παίρνουν διαζύγιο από τις λέξεις της καθημερινής χρήσεως και γι’ αυτό σημαίνουν περισσότερα από τα όσα εκφέρονται στη φράση. Από την άποψη αυτή, η λογοτεχνία, όπως και η Τέχνη εν γένει, είναι τα πνευματικά τεκμήρια της παραμόνιμης αλήθειας ότι η πραγματική ζωή δεν αρκεί για τη ζωή. Αλήθεια που γεννάει και τον συγγραφέα και τον αναγνώστη.
Ασφαλώς, η σφαίρα της λογοτεχνίας και η σφαίρα του πραγματικού τέμνονται, αλλά κατά τρόπο παράδοξο. Κανένα έργο μεν δεν επαληθεύεται εν αναφορά προς την πραγματικότητα αλλά και κανένα έργο δεν μπορεί να κατανοηθεί, χωρίς την πείρα και την εμπειρία του πραγματικού. Αλλά το έργο υπάρχει από τον κόσμο αλήθειας που πλάθει και όχι βάσει της εκάστοτε κοινωνικής πραγματικότητας.
Μία παράδοση μένει ζωντανή, όταν έχει τη δύναμη να γεννάει το διαφορετικό, να παροντοποιεί. Οι σχετικές διεργασίες αφομοίωσης είναι αργές και δύστροπες. Χρειάζεται μεγάλη υπομονή αλλά και σοβαροί, ανιδιοτελείς αναγνώστες για να δικαιωθεί ή έστω για να βρει τη θέση του αυτό που δεν μοιάζει, το διαφορετικό. Σε γενικές γραμμές, η δική μας λογοτεχνική παράδοση σε τραβάει προς τα πίσω, σε κλειδώνει μέσα σε κλειστούς ορίζοντες. Σπανίως καταφέρνει να μιλήσει πέραν των ιστορικών πειθαναγκασμών που γέννησαν ένα έργο και τούτο γιατί σπανίως τα έργα της Νεοελληνικής μπορούν να ακουστούν εκτός του ιστορικού παρόντος τους. Ό,τι σημαντικό διαθέτουμε στη νεώτερη γραμματεία μας είναι ακριβώς αυτό που εξακολουθεί να μας αφορά ανεξαρτήτως βιογραφίας και ιστορικού χρόνου. Δεν μιλώ για την περίφημη διαχρονικότητα, διότι αν όλα είναι διαχρονικά, τότε τίποτε δεν είναι διαχρονικό. Οι μορφές π.χ. δεν είναι και δεν μπορεί να είναι διαχρονικές. Διαχρονική είναι η μάνα ή μήτρα του νοήματος που μένει κρυφή και κρυμμένη.
Τα τελευταία χρόνια, η ευκολία του ιδεολογικώς άμεσου και παραδεδομένου μετέτρεψε την ποίηση σε τραγουδιστικούς στίχους και την πρόζα σε ακατάσχετη έκθεση πρωτοβάθμιων βιωμάτων. Αν η λογοτεχνία, στίχος και πεζό, μέλει να αποκτήσει και πάλι υπόληψη, θα πρέπει να υποβληθεί σε αυστηρές αγωγές τοπικής διερώτησης.

Μ’ ενδιαφέρουν τα βιβλία που πασκίζουν να διασχηματίσουν την αλήθεια του παρόντος και όχι τα βιβλία που γνωρίζουν πώς καλλιγραφείται η αλήθεια για να είναι αρεστή. Μ’ ενδιαφέρει η διαίσθηση που υποβάλλεται στις δοκιμασίες της επεξεργασίας και όχι οι άμεσες εντυπώσεις που μένουν εντυπώσεις, όσο γλαφυρές κι αν είναι. Αν η λογοτεχνία δεν χτυπήσει εκεί που πονάει, είτε δεν είναι λογοτεχνία, είτε δεν είσαι αναγνώστης, γιατί τα χτυπήματα της λογοτεχνίας απαιτούν τέχνη και δεν γίνονται αισθητά με την πρώτη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: