Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος. Δέκα χρόνια από τον θάνατό
του (αφιέρωμα)
Γιάννης
Θεοδωρόπουλος, Δύτης, 2015, εκτύπωση Inkjet σε
χαρτί Fine
Art, 100 X 82 εκ.
|
ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
Η πολυτροπία και πολυμορφία της
ποίησης του Ηλία Λάγιου είναι κάτι το αυτονόητο, για όποιον διατρέξει έστω ένα
μέρος των συγκεντρωμένων από το 2009 ποιημάτων του. Από τις αρχές του ’80 ακόμα
δέχτηκε ετούτο, το για μας εκ των υστέρων αυτονόητο, ανοίγοντας έκτοτε δρόμο με
συλλογές οι οποίες ουδέποτε έμοιαζαν η μία με την άλλη, αποτελώντας ίσως μια
ακολουθία μεταστάσεων που περιέπαιζαν και πρόδιδαν ό,τι για το πλειοψηφικό
ρεύμα των ποιητών είναι ο μνημειακός τους ορίζοντας: το συνεκτικό έργο, η
ορισμένη και επαναλαμβανόμενη έως την οικειότητα γλωσσική του ταυτότητα, η
προγραμματική του φιλολογική εξάρτηση από συμβατικές εν τέλει παραδόσεις - γιατί
τι άλλο είναι ο ομογενοποιητικός σιδηρούς κανόνας, άλλοτε της έμμετρης και
άλλοτε της ελευθερόστιχης ποίησης;
Το έργο του, επειδή ακριβώς
αντιστέκεται στις επιταγές των δεσμεύσεων που απορρέουν από τις κατά εποχές
μορφικές τάσεις, ακόμα κι όταν δείχνει ότι τις σέβεται στην ουσία παίζει μαζί
τους, αντιφάσκει διαρκώς στον ίδιο του τον εαυτό, στον λόγο της ευσταθούς
υπάρξεώς του. Κάτι που προέρχεται όχι από κάποια συνειδητή επιλογή ανατροπής,
αλλά από την ίδια τη φύση ενός είναι ρομαντικού, δηλαδή βαθύτατα ηθικού, δηλαδή
βαθύτατα διψασμένου για μια αίσθηση δικαίου, που βγαίνει από την ίδια τη φύση
των πραγμάτων, όπως το νερό από το αρτεσιανό φρέαρ ενός είναι βαθύτατα
απελπισμένου για την εξορία του έρωτα, όπως στο ποίημα «Χωρισμούλης»[1],
ένα σωστό καβαφικό επιτύμβιο που αναμνημονεύει την ομορφιά όταν πλέον αυτή
απουσιάζει και είναι ένα όνειρο.
Για όλα αυτά λοιπόν, η ποίησή
του έρχεται από τα κάτω, από τις ρίζες, από ένα ατίθασο και εν πολλοίς
αυτοκαταστροφικό είναι, για να θυμηθούμε τη μοίρα κάποιων από τους διαχρονικούς
γενάρχες τού Λάγιου, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Ανδρέα Κάλβο, τον Κ. Γ.
Καρυωτάκη, τον Νίκο Καρούζο, οι οποίοι συγκλίνουν σε τούτο: με τον ένα ή τον
άλλο τρόπο, πήγαν αντίθετα στον καιρό τους.
Η αντισυμβατικότητα που διαπέρασε και διαπόρευσε όχι μόνο τη γραμμή της
ζωής του Λάγιου, αλλά και την τεθλασμένη γραμμή τής ποίησής του, εννοώ τη
διαρκή της εξαλλαγή, και ανησυχία, κάνει
αυτή την τελευταία να κινείται διαρκώς σαν παλίρροια και άμπωτη.
Καθώς εκείνον δεν δείχνει από πουθενά ότι τον ενδιέφερε η
άψογη, χωρίς ραγισματιές και λάθη τελική όψη της επιτέλεσης (το ποθούμενο για
τους περισσότερους μαυσωλείο), όσο τον ένοιαζε να μεταφέρει η ροή τού
πρωτογενούς ενδιάθετου λόγου του το ταραγμένο βίωμα των εγκάτων, την προλογική,
εκ φύσεως και εξ υπαρχής ταραχή. Αυτό ακριβώς εξυψώνει στη «Φωνή από τα υπόγεια
δώματα»,[2]
που κατά κάποιο τρόπο προεκτείνει και ανανεώνει τη αίσθηση της μαγείας του
Καρυωτάκη απέναντι στον θάνατο, και όχι τη μεταφυσική μεταρσίωση του Κωστή Παλαμά
στη «Φοινικιά». Γιατί εδώ αίρονται οι παλαμικές αναλογίες του χοϊκού με το
ουράνιο, και ο Λάγιος μεταβάλλει, ή μάλλον ανατρέπει πιο σωστά, εν είδει ενός θαύματος
που μόνο η ποιητική συναίρεση των λογικά αντιθέτων μπορεί να καταφέρει, τη
σκοτεινιά του Άδη σε τόπο ανήκουστης ευφορίας και παραδείσιας ευδίας. Αν
ακολουθήσουμε την ενορατική ματιά τού ποιητή, δεν χρειάζεται καν η γνωστή διάκριση
τού πάνω και του κάτω, η τιμωρία και η επιβράβευση, η ηθική με άλλα λόγια της
πολιτικής ή της εκκλησιαστικής διαμεσολάβησης, αφού ο ουρανός ως δώρο ασημένιο
προσφέρεται παντού:
Αίφνης, εδώ θα ψάλλουν δέντρα ελάτια, πεύκα/κι εν
τέλει εδώ θ΄ ανθίσει ρόδο η
δικαιοσύνη/θα ’ρθεί ο Θεός, κανέναν πλέον να μην κρίνει/και θα υψωθεί
στο φως, μια φουντωμένη λεύκα. // Ουράνια λεύκα που εν τω βίω ποτέ δεν είδα,/
να με φέρει σ’ εσέ τερπνή, αληθής πατρίδα.
[Με το κείμενο αυτό,
ολοκληρώνεται το αφιέρωμα. Εντός του ερχόμενου Νοεμβρίου, τα κείμενα θα
εκδοθούν σε τόμο, από τις εκδόσεις Ερατώ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου