25/10/15

Στρατηγικές προς την εξουσία

Οι περιπτώσεις των κομμουνιστικών κομμάτων Ελλάδας και Γαλλίας



ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΛΙΔΑΚΗ

Το ζήτημα της ημερήσιας διάταξης όλο το 1944 ήταν οι μεταπολεμικές διευθετήσεις, ποια δηλαδή θα ήταν τα σχήματα που θα αντικαθιστούσαν τη ναζιστική «Νέα Ευρώπη» που κυριάρχησε σε όλη σχεδόν την ευρωπαϊκή ήπειρο. Η πρόσδεση της ευρωπαϊκής οικονομίας στο ναζιστικό άρμα, στο πλαίσιο του ολοκληρωτικού πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία στενών δεσμών των ανώτερων κοινωνικών τάξεων των κατακτημένων χωρών με τους κατακτητές τους. Οι ανάγκες της πολεμικής οικονομίας οδηγούσαν σε ραγδαία απαξίωση της εργατικής δύναμης –σε σημείο φυσικής εξόντωσης- ενώ παράλληλα αποκόμιζαν κέρδη στους πρόθυμους επιχειρηματίες. Με τον τρόπο αυτό εμπεδωνόταν ένα ναζιστικό κοινωνικό σύστημα στις κατεχόμενες χώρες, και κατά κάποιο τρόπο, αποκτούσε σε κάθε χώρα τα ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά του.
Οι δεσμοί αυτοί επενδύονταν πολιτικά στο σχήμα της αντικομμουνιστικής σταυροφορίας, στην υπεράσπιση της πολιτισμένης Δύσης από τις ορδές εξ Ανατολών και οι Γερμανοί ναζί αναδεικνύονταν σε κοινούς υπερασπιστές των τότε ευρωπαϊκών αξιών. Η δε κοινωνική άβυσσος της «Νέας Ευρώπης» θεωρούνταν ως επίγειος παράδεισος -ή έστω μονόδρομος- απέναντι στην απειλή του μπολσεβικισμού.
Όλα αυτά όμως έμελλε να τελειώσουν σύντομα. Ο πόλεμος είχε χαθεί και οι απαιτήσεις για το σχεδιασμό της μεταπολεμικής Ευρώπης βρίσκονταν μπροστά στις δυνάμεις που θα έβγαιναν νικήτριες. Η ήττα της Γερμανίας θα συμπαρέσυρε την ιδεολογία του καθεστώτος της αλλά και τις πολιτικές δυνάμεις που συνεργάστηκαν μαζί της. Καθώς οι τελευταίες αποτελούσαν σεβαστό τμήμα του προπολεμικού πολιτικού δυναμικού, η επιστροφή στα μεσοπολεμικά σχήματα, ως να μην είχε συμβεί και τίποτα σπουδαίο, αποδεικνυόταν ανέφικτη, όπως το αντιλήφθηκε η Βρετανία που το προσπάθησε.

Η συνεργασία των νικητών με το δοσίλογο στελεχικό δυναμικό ήταν κάτι το ασύμβατο με τις δεσμεύσεις του Χάρτη του Ατλαντικού και το όραμα των Ηνωμένων Εθνών ενάντια στο φασισμό. Στο πλαίσιο αυτό αναδυόταν και η σημαντική πολιτική παρακαταθήκη της Αντίστασης. Οι νέες πολιτικές δυνάμεις ήταν παρούσες και διεκδικούσαν πρωταγωνιστική θέση στο μεταπολεμικό σκηνικό, αντλώντας το κύρος τους από την πάλη κατά του φασισμού, την λαϊκή υποστήριξη και την ηθική τους υπεροχή όχι μόνο έναντι των δοσιλόγων αλλά και όσων ολιγώρησαν και καιροσκόπησαν (attentisme).
Αν εξετάσουμε την πολιτική δύο κομμουνιστικών κομμάτων, εκείνων της Ελλάδας και της Γαλλίας, θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες στη στρατηγική τους απέναντι στο ζήτημα της εξουσίας και ενδιαφέρουσες αποκλίσεις στην τακτική. Το γενικό σχέδιο ήταν η κατοχύρωση με όσο το δυνατόν καλύτερους όρους των κομμάτων στο πολιτικό σκηνικό, μέσα από τη συνεργασία με τους Συμμάχους και τη συμμετοχή στις κυβερνήσεις που αυτοί στήριζαν, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα τον ριζικό αποκλεισμό του δοσίλογου πολιτικού προσωπικού. Η συμμετοχή σε πανεθνικές κυβερνήσεις συνδυαζόταν με μια πυρετώδη προσπάθεια αλλαγής συσχετισμών και κατοχύρωση της ηγεμονίας στην οργανωμένη βάση της κοινωνίας, σε θεσμούς όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, τα συνδικάτα και οι συνεταιρισμοί, την προσέγγιση τμημάτων του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας. Αυτοί οι νέοι συσχετισμοί, με τη σειρά τους, θα μπορούσαν να νομιμοποιηθούν de facto μέσα από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Το πώς θα υλοποιούνταν η στρατηγική αυτή διέφερε φυσικά με βάση τις συνθήκες της κάθε χώρας, την πολιτική της ιστορία και την πραγματικότητα που διαμορφώθηκε μέσα στην Κατοχή. Το ΕΑΜ προέβαλε εξαρχής και ως το τέλος το σύνθημα της «εθνικής ενότητας».
Είχε προηγηθεί μια μεγάλη πρωτοβουλία του ΕΑΜ που φάνταζε να αποκλείει το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας: η ίδρυση μιας ξεχωριστής κυβέρνησης, της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) στην περιοχή της Ελεύθερης Ελλάδας την άνοιξη του 1944. Η Ελεύθερη Ελλάδα κάλυπτε μια έκταση μεγαλύτερη της Ελβετίας με ίσως δύο εκατομμύρια κατοίκους. Αυτή ήταν και η μεγάλη διαφορά της ελληνικής Αντίστασης, ότι είχε την εξουσία σε ένα μεγάλο τμήμα της χώρας πριν την οριστική απελευθέρωση.
Αυτή η θεσμική συγκρότηση με το Εθνικό Συμβούλιο βγαλμένο μέσα από τις πρώτες εκλογές από το 1936 και τα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης, δεν ήταν με τη σειρά της ουδέτερη αλλά προεικόνιζε την ιδέα της διακηρυσσόμενης «λαοκρατίας». Από την άλλη, ήταν δεδομένο για το ΕΑΜ πως η συνεργασία με τους Συμμάχους –και άρα με τους Βρετανούς- ήταν αναγκαία για την αποφυγή οικονομικής κατάρρευσης στην απελευθέρωση και μετέπειτα για την ανασυγκρότηση της χώρας.
Στην άλλη άκρη της Μεσογείου, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το εκεί Εθνικό Μέτωπο συμμετείχαν επίσης εντέλει στη Γαλλική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης και μετέπειτα στην Προσωρινή Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, υπό τον στρατηγό Ντε Γκολ. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα στόχευε στην αυτονομία της Αντίστασης εντός γαλλικού έδαφους σε σχέση με τους Συμμάχους αλλά και την Αντίσταση του εξωτερικού, στο Αλγέρι ή στο Λονδίνο. Εδώ δεν υπήρχε άξιου λόγου ελεύθερο έδαφος, όπως στην ελληνική περίπτωση, και ο σχεδιασμός ήταν να εγκατασταθούν νέα όργανα διοίκησης από την Αντίσταση κατά τη διάρκεια της απελευθέρωσης και της «πανεθνικής εξέγερσης» που θα την συνόδευε. Αυτά τα όργανα, όπως και στην Ελλάδα, θα αναγκαζόταν να τα αναγνωρίσει η κυβέρνηση εθνικής ενότητας στην οποία συμμετείχε το ΓΚΚ – το δε κύρος και τη νομιμοποίησή τους την αντλούσαν από την υπέρτατη πηγή μεταπολεμικής νομιμότητας, την ίδια την Αντίσταση.
Οι δυνάμεις της Αντίστασης προσπαθούσαν μέσω της εισαγωγής νέων πολιτικών όρων όχι μόνο να περιγράψουν αλλά με έναν επιτελεστικό τρόπο να διαμορφώσουν τη νέα πολιτική πραγματικότητα και τη σφαίρα του πολιτικά δυνατού. Το ΚΚΕ διακήρυσσε ότι «θ’ αγωνιστεί να κατακτήσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού στις εκλογές της συντακτικής εθνοσυνέλευσης» και παράλληλα θεωρούσε «μοναδικό κατάλληλο πολίτευμα για τη μεταπολεμική αναδημιουργία της Ελλάδας, τη λαϊκή δημοκρατία». Η «Λαοκρατία» όπως κατοχυρώθηκε εμβληματικά υπήρξε ταυτόχρονα ο σκοπός του ΕΑΜ και ταυτόχρονα μια διαδικασία που ιδανικά προοιωνιζόταν στους θεσμούς της Ελεύθερης Ελλάδας. Στη Γαλλία ξανά, η κατοχύρωση των δυνάμεων της Αντίστασης μέσω της λαϊκής θέλησης, περιγραφόταν και νομιμοποιούνταν με τους όρους «δρώσα δημοκρατία» "democracie agissante" και «πραγματική δημοκρατία» "democracie reelle" σε αντιδιαστολή με την παλιά κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Έχει ενδιαφέρον η ρητορική της πολιτικής αντιπαράθεσης στις δύο περιπτώσεις. Στην Ελλάδα, το ΕΑΜ και τα συνασπισμένα εναντίον του αστικά πολιτικά κόμματα διεκδικούσαν εξίσου την εκπροσώπηση του Έθνους και οικοδομούσαν τη δική τους εκδοχή Εθνικής Ενότητας προσπαθώντας οριακά να αποκλείσουν το άλλο μέρος. Ας μη ξεχνάμε πως το ΕΑΜ δεν έκανε λόγο για «Αντίσταση» αλλά για «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα». Στη δε Γαλλία, έχοντας μάλλον λύσει το εθνικό ζήτημα, η πάλη διεξαγόταν μεταξύ της έννοιας της «Αντίστασης» ως θεμέλιου λίθου μιας νέας πολιτικής νομιμότητας, σύμφωνα με τον πολιτικό λόγο του ΓΚΚ και της έννοιας της συνέχειας του Κράτους (της αιώνιας Γαλλίας) σύμφωνα με τον Ντεγκόλ.
Παρατηρούμε ορισμένες φορές το φαινόμενο να αποδίδονται στην αριστερή Αντίσταση, που είχε ως ραχοκοκαλιά της τα κομμουνιστικά κόμματα, επιπρόσθετες πολιτικές βλέψεις, ότι συνδύαζε τον εθνικό αγώνα με τα αιτήματα κοινωνικής αλλαγής, την κοινωνική επανάσταση κ.λπ. Και αυτό σε αντιδιαστολή με άλλες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που υποτίθεται πως είχαν μόνο εθνικό ή πατριωτικό προσανατολισμό. Γνωρίζουμε όμως, πως ειδικά το 1944, κανείς δεν ήταν ανυποψίαστος για την επόμενη μέρα και όλοι είχαν πολιτικές βλέψεις, ακόμα κι αν αυτές περιορίζονταν στην επιστροφή στο παρελθόν ή στην παρεμπόδιση πραγματοποίησης των αιτημάτων του αντιπάλου. Στην Ελλάδα είναι χαρακτηριστική η συχνή αναφορά σε αντιεαμικές δυνάμεις ή αντιεαμικό στρατόπεδο, για οργανώσεις που αυτοπροσδιορίζονταν ως εθνικές ή εθνικιστικές, όπως επίσης η αναβίωση μεγαλοϊδεατικών συνθημάτων –ιμπεριαλιστικά τα χαρακτηρίζει ο Θεοτοκάς- τις ημέρες της Απελευθέρωσης ως απάντηση στο πρόταγμα του ΕΑΜ για λαοκρατία.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως τα κομμουνιστικά κόμματα, ακολουθώντας τη μετωπική λογική του μεσοπολέμου, ακολουθούσαν με συνέπεια και επιτυχία μια πολιτική γραμμή που θα είχε ως αποτέλεσμα την κατοχύρωσή τους ως βασικό πυλώνα του πολιτικού σκηνικού στις χώρες τους, ιδιαίτερα στη νότια Ευρώπη. Στις πρώτες εκλογές του 1945 στη Γαλλία το ΓΚΚ αναδείχτηκε πρώτο με 5 εκατομμύρια ψήφους και 26%, ενώ μια σύγκριση μεγεθών δείχνει ότι το ελληνικό κόμμα ήταν πολύ ισχυρότερο. Το αν αυτές οι κατακλυσμιαίες αλλαγές τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο θα αποτυπώνονταν ή όχι σε μια νέα πολιτική πραγματικότητα ήταν το διακύβευμα της στιγμής της Απελευθέρωσης. Και στο σημείο αυτό επεισήλθε αποφασιστικά το σύστημα επιρροής των νέων -και παλαιών- παγκόσμιων δυνάμεων. Οι εξελίξεις στην Ελλάδα, που συνδύαζαν ένα από τα ισχυρότερα κινήματα Αντίστασης από τη μια και μια ισχυρή βούληση των Βρετανών και του παλιού πολιτικού κόσμου να συντριβεί αυτό το κίνημα από την άλλη, εξηγεί μεταξύ άλλων και το γιατί καμία πλευρά δεν ανέδειξε ποτέ τη στιγμή της Απελευθέρωσης.

Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι ιστορικός

Δεν υπάρχουν σχόλια: