Το «βδέλυγμα» του Δημήτρη Δημητριάδη
Γιάννης
Θεοδωρόπουλος, Τα ομοιοπαθητικά,
2015, εκτύπωση Inkjet
σε
χαρτί Fine
Art, 50 X 30 εκ.
|
ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ
«Υιέ ανθρώπου
διαμάρτυραι τη Ιερουσαλήμ τας ανομίας αυτής»
«Τάδε
λέγει Κύριος τη γη του Ισραήλ … επί σε τον κατοικούντα την γην, ήκει ο καιρός,
ήγγικεν η ημέρα … νυν εγγύθεν εκχέω την οργήν επί σε και συντελέσω τον θυμόν
μου εν σοι και κρίνω σε εν ταις οδοίς σου και δώσω επί σε πάντα τα βδελύγματα σου∙ ου φείσεται ο οφθαλμός
μου, ουδέ μη ελεήσω, διότι τας οδούς στο επί σε δώσω, και τα βδελύγματα σου εν μέσω σου έσονται, και
επιγνώση διότι εγώ ειμί Κύριος ο τύπτων∙ νυν το πέρας προς σε, και αποστέλω εγώ
επί σε και εκδικήσω σε εν ταις οδοίς σου και δώσω επί σε πάντα τα βδελύγματά σου∙ … άρχων ενδύσεται
αφανισμόν, και αι χείρες του λαού της γης παραλυθήσονται˙ κατά τας οδούς αυτών
ποιήσω αυτοίς και εν τοις κρίμασιν αυτών εκδικήσω αυτούς∙ και γνώσονται ότι εγώ
Κύριος».[i]
Τον
λόγο, την ισχύ και δόξα του Παντεπόπτη, Τιμωρού Κυρίου πολλοί εζήλωσαν. Και
ιδού, στις μέρες μας, ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης, στο γραπτό του «Το
Βδέλυγμα», έρχεται ως τιμωρός Κύριος
να εκφράσει την απύθμενη οργή του και να καταδικάσει αμείλικτα τις ανομίες του
ελληνικού λαού οι οποίες, όμοια με εκείνες του εβραϊκού λαού, επιτάσσουν τον
πλήρη αφανισμό του:
«Ανήκω
σε ένα λαό τον οποίο βδελύσσομαι. Το
βδέλυγμα είναι αυτός ο λαός. Ο ελληνικός λαός. Ο ελληνικός λαός είναι ένα
βδέλυγμα … Βρίσκεται σε πλήρη διαθεσιμότητα για να γεννάει μόνο τέρατα. Η γονιμότητά
του, η μοναδική την οποία διαθέτει, είναι πλέον προγραμματισμένη γενετικώς και
καθηλωμένη αποκλειστικώς στην τερατογένεση. Ο ελληνικός λαός είναι ένα τέρας
προορισμένο να γεννάει μόνο τέρατα … οι αναδεικνυόμενοι και επιβραβευμένοι
είναι τέρατα τεράτων, βδελυροί ηγέτες βγαλμένοι μέσα από τα βδελυρά έγκατα των
βδελυρών οπαδών τους. Η απόλυτη σύμπνοια των βδελυγμάτων, τα αλληλοκαθρεφτιζόμενα
εμέσματα. Ο λαός αυτός πρέπει να
τιμωρηθεί».[ii]
Το
αποκαλυπτικό αυτό κείμενο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο από την άποψη του
ύφους όσο και από τις αντιφάσεις που σημαδεύουν τη θέση του ομιλητή. Σ’ ό,τι
αφορά το ύφος, είναι πρόδηλο ότι ο συγγραφέας μιμείται εκείνο της βιβλικής
προφητείας. Ωστόσο, σ’ αντίθεση με το κείμενο του προφήτη Ιεζεκιήλ που
παραθέσαμε πιο πάνω, ο ομιλητής δεν λειτουργεί ως διάμεσος για ν’ ακουστεί από τον αμαρτωλό λαό, μέσω αυτού, η οργισμένη
φωνή του Κυρίου. Εδώ, ο λόγος εκφέρεται απευθείας από τη σκοπιά ενός παντογνώστη
αφηγητή που καταλαμβάνει ο ίδιος τη
θέση του Κυρίου!
Ως εκ τούτου, προκύπτει η εξής αντίφαση: ο
προφήτης, καθώς μεταδίδει τη φωνή του Κυρίου, μεταδίδει ταυτόχρονα και το υπερβατικό,
θεϊκό σύστημα ηθικών αξιών, στη βάση του οποίου κρίνονται τα διεφθαρμένα ήθη
και οι άνομες πράξεις τού λαού τον οποίο ο Κύριος βδελύσσεται και τιμωρεί. Στην
περίπτωση, ωστόσο, όπου ο ομιλητής εκφέρει αυτοπροσώπως, ως Κύριος, τον οργισμένο, καταδικαστικό, προφητικό λόγο, τότε το απείκασμα του
«βδελύγματος», καθώς και το σύστημα αξιών στη βάση του οποίου κρίνεται και
τιμωρείται, εμπίπτουν αναγκαστικά στην κατηγορία της εμπάθειας και του
υποκειμενισμού.
Πράγματι,
ορισμένες ιδιομορφίες του ύφους εύκολα θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στο
παράδοξο συμπέρασμα ότι, πέραν της οργής, το «βδέλυγμα» εξασκεί και μια κρυφή γοητεία στον ομιλητή. Θα προσέξουμε, ότι
ο λόγος του ηδονίζεται σε τέτοιο βαθμό από την ακράτεια των λεγομένων του, ώστε
να χάνει κάθε έλεγχο καθώς οδηγείται προς την κορύφωσή του: η αδιάλειπτη χρήση
του υπερθετικού βαθμού, η ψυχαναγκαστική επανάληψη λέξεων και φράσεων,
προκειμένου να ενισχυθεί η εικόνα της πλήρους διαστροφής των βιολογικών,
ψυχικών και νοητικών λειτουργιών αυτού του ξεπεσμένου λαού, καθώς και οι σκανδαλωδώς
υποτιμητικές μεταφορές που επιλέγονται για να τον χαρακτηρίσουν, αποτελούν
μερικά μόνο δείγματα της υφολογικής σκευής, η οποία, αντί να δικαιώνει το εκδικητικό
μένος, υποσκάπτει την απεικόνιση και στρέφει την προσοχή μας από το βδέλυγμα στο πρόσωπο του ομιλητή. Έτσι, οι ακρότητες του ύφους, η υπερχείλιση
των σφοδρών συναισθημάτων και η αδιαλλαξία του ομιλητή ως προς το μισητό αντικείμενο
του λόγου του, τείνουν εντέλει να εκληφθούν ως παραληρηματικές φαντασιώσεις που
γεννά ο νους ενός μεγαλομανούς.
Η
«μεγαλομανία», σύμφωνα με την ψυχιατρική, χαρακτηρίζεται από παραισθητικές
φαντασιώσεις ισχύος, παντοδυναμίας και παθολογικής υπερτίμησης του εαυτού.
Είναι μια ναρκισσιστική διαταραχή της προσωπικότητας, η οποία λειτουργεί κατά
βάση ως αμυντικός μηχανισμός στη χαμηλή αυτοεκτίμηση του πάσχοντος. Στην
περίπτωση του «θεϊκού» συμπλέγματος, ο μεγαλομανής φαντασιώνεται εαυτόν ως Κριτή
των πάντων και ως ανελέητο αλλά δίκαιο Τιμωρό: «Και Κύριος έβρεξεν επί Σόδομα
και Γόμορρα θείον, και πυρ παρά Κυρίου εξ ουρανού και κατέστρεψε τας πόλεις
ταύτας και πάσαν την περίχωρον και πάντας τους κατοικούντας εν ταις πόλεσι».[iii]
Το
δίπολο υπερτίμηση/υποτίμηση του
εαυτού, που χαρακτηρίζει τον μεγαλομανή με το θεϊκό σύνδρομο, ελλοχεύει σε ορισμένες
αντιφάσεις που σημαδεύουν αυτό το κείμενο. Μία από αυτές, είναι η ακόλουθη: ο
ομιλητής διατείνεται ότι ο ελληνικός λαός είναι «αόμματος» και ότι,
«η
τύφλωση δεν έχει αφήσει απρόσβλητη καμία γενιά, κανένα φύλο, καμία τάξη, καμία
ηλικία – διεφθαρμένη ελληνική νεολαία, απερίσκεπτη, κούφια, επιπόλαιη, το
χείριστο του χειρίστου, ανακυκλώνει μόνο τα ζοφερά κουσούρια των σπορέων του,
αναδεικνύει μόνο την εφιαλτική ψυχική στενότητα εκείνων, ανανεώνει με τον πιο
πρωτόγονο, τον πιο κτηνώδη τρόπο –τον τρόπο μη-ανθρώπων των σπηλαίων– τα ενδημικά
τους χάλια, την επιδεικτική χυδαιότητα και την πρώιμη διαφθορά τους: με το ένα
χέρι κάνουν το σταυρό τους και με το άλλο, την ίδια στιγμή, σε κλέβουν ή σε δέρνουν». [τα πλάγια
δικά μου].
Εδώ,
η καταιγιστική καταγγελία από τον παντοδύναμο θύτη σύμπασας της κοινωνίας, με ιδιαίτερη έμφαση στη «νεολαία»,
καταλήγοντας με τη φράση: «σε κλέβουν ή σε δέρνουν», μοιάζει σαν να εκφέρει το προσωπικό πάθημα ενός φοβισμένου,
ανυπεράσπιστου θύματος. Συνήθως, το ρήμα
«δέρνω» φέρνει συνειρμικά στη σκέψη μας τις εξής πράξεις: «ένας πατέρας δέρνει ένα
παιδί», «ένας άνδρας δέρνει μια γυναίκα», «νεαροί δέρνουν έναν ηλικιωμένο». Έτσι,
κάτω από τη μάσκα της υπερτίμησης,
λόγω της προσωπικής αντωνυμίας και του ρήματος που τη συνοδεύει, ξεπροβάλλει ξάφνου
η απωθημένη υποτίμηση του εαυτού.
Το
δίπολο υπερτίμηση/υποτίμηση εφαρμόζει
και στην περιγραφή του τερατώδους λαού. Από τη μια, έχουμε τις κοσμικών
διαστάσεων απεικονίσεις του -«είναι γενεσιουργός αιτία μόνο συμφορών, διαφθοράς
και ύβρεως», «από δήμος έγινε δήμιος»- και, από την άλλη, την πλήρη υποταγή του
σε «λαοπλάνους», «δημαγωγούς» και «πολιτικά ψώνια», αφού μόνον αυτοί τον εκτιμούν
«γλείφοντάς τον στα δημόσια ουρητήρια». Αυτή η ταπεινωτική εικόνα, μιας ομοφυλόφιλης
σεξουαλικής πράξης, που συντελείται στα γρήγορα και στα «κρυφά» μέσα σ’ ένα
βρωμερό, πνιγηρό δημόσιο χώρο, αντί να υποβιβάζει το αντικείμενο της
αναπαράστασης, αποκαλύπτει την ανομολόγητη γοητεία που εξασκεί στο θύτη η Εξουσία, και την ηδονή που του προκαλεί
η υποτίμησή του στη θέση του θύματος.
Ένα
άλλο σημείο του κειμένου, που διαταράσσει την εικόνα του ομιλητή με το θεϊκό σύνδρομο
και την απόλυτη εξουσία που έχει πάνω στη ζωή και το θάνατο, είναι η απρόσμενη
αναφορά που γίνεται στον Χίτλερ. Προφανώς, σε κάποια στιγμή της συγγραφής, ο
συγγραφέας του «Βδελύγματος» συνειδητοποίησε ότι η εξολόθρευση ενός ολόκληρου
λαού, του ελληνικού, την οποία κήρυττε με απροσμέτρητο μίσος, ενείχε τον
κίνδυνο να εκληφθεί ο ίδιος ως «ναζί» και να ταυτιστεί με τον Χίτλερ και το
Ολοκαύτωμα των Εβραίων! Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο ο ομιλητής επιχειρεί να
αποσείσει από πάνω του μια τέτοια αποτρόπαιη κατηγορία, ελέγχεται τουλάχιστον
ως σοφιστεία! Παραθέτω:
«Ο
ένοχος, πλέον πασιφανώς, δεν είναι άλλος από το λαό, αυτόν τον πολυκέφαλο δράστη
του οποίου τα ολέθρια λάθη –έτσι θριάμβευσε ο Χίτλερ– είναι ιστορική επιταγή να
κριθούν και να καταδικαστούν χωρίς καμία επιείκεια … Μια δημόσια Νυρεμβέργη με
τις αλαλάζουσες μάζες των πλατειών στριμωγμένες τώρα στα εδώλια των
σεσημασμένων».
Ποιο
είναι το συμπέρασμα στο οποίο μας οδηγεί αυτός ο συλλογισμός; Ότι ο αδυσώπητος Κριτής
έρχεται να αθωώσει τον Χίτλερ και τους
ναζιστές αξιωματούχους οι οποίοι αδίκως καταδικάστηκαν
στη Νυρεμβέργη, αφού για όλες τις φονικές θηριωδίες που διέπραξαν κατά του
εβραϊκού λαού δεν φταίνε αυτοί, αλλά ο
γερμανικός λαός που τους ψήφισε και τους
έφερε στην Εξουσία! Αυτός είναι ο
φταίχτης, αυτός πρέπει να
καταδικαστεί και μαζί, ως ενεχόμενη, και η Δημοκρατία.
Εν
κατακλείδι, θα σημειώσουμε ότι από την τελευταία παράγραφο του «Βδελύγματος» προκύπτει
εμμέσως πλην σαφώς πως το κίνητρο που
ώθησε τον συγγραφέα σε αυτό το ξέφρενο παραλήρημα κατά του ελληνικού λαού, δεν
ήταν άλλο από τις εκλογές του Σεπτέμβρη που έφεραν για δεύτερη φορά τον ΣΥΡΙΖΑ
στην εξουσία! Αν δεν κάνω λάθος, αυτό συνάγεται από δύο έμμεσες, διακειμενικές αναφορές
που συναντάμε στο κείμενο. Παραθέτω:
«Τώρα,
αυτός ο λαός, απογυμνωμένος συλλήβδην απ’ όλα τα χιλιόχρονα μαλάματα και τάματα
… από τα παραδοσιακά ψεύδη που υπήρξαν μέχρι τώρα η δήθεν αλήθεια του, αποκαλύπτει
στα μάτια και εκείνων που τον γνώριζαν απ’ την καλή και εκείνων που τώρα τον
ανακαλύπτουν απ’ την ανάποδη, το γνήσιον της ανορθόγραφης υπογραφής του.
Απεταξάμην!»
Στο
κείμενο «Cui
bono?»
διαβάζουμε τις εξής φράσεις που αφορούν στις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Τσίρκα:
«Ο
φάρος της ιστορίας παραμένει σβηστός. Περιμένει τον νεκρό φαροφύλακα να έρθει
από το παρελθόν να τον ανάψει. Αυτόν που δεν συνομολόγησε, δεν έβαλε την
υπογραφή του … Τι σημαίνει άραγε η άρνηση ή η κατάφαση υπογραφής; Πότε το
σημασιακό φορτίο της ‘άρνησης’ ή και της ‘κατάφασης’ αποκτά θετικό ή αρνητικό
πρόσημο εννοούμενο ως στίγμα δειλίας ή ως μαρτυρία ανδρείας; Ποια η σχέση
υπογραφής και βίας, υπογραφής και θυσίας;»
Εν
συνεχεία, παρατίθεται στο κείμενο και ο εξής στίχος από το ποίημα του Ρίτσου «Στον
Πάμπλο Νερούντα»:
«Εσύ βεβαιώνεις το γνήσιο της υπογραφής μου».[iv]
Νομίζω
πως δεν χρειάζονται περισσότερες ενδείξεις για να καταλάβουμε ποιανού πολιτικού
«το γνήσιον της ανορθόγραφης υπογραφής» υπονοείται εδώ. Επίσης, πως δεν χρειάζεται
ιδιαίτερη ανάλυση για να διαπιστώσουμε πως οι πολιτικές πεποιθήσεις του
συγγραφέα προφανώς τον εμπόδισαν να εννοήσει όσα εννόησε ο ελληνικός λαός, ώστε
να τιμήσει με την ψήφο του το γνήσιο της υπογραφής ενός πολιτικού ανδρός ο
οποίος, προκειμένου να μην καταστραφεί πλήρως η χώρα του, αντί μιας εφήμερης
δόξας, επέλεξε το δύσβατο δρόμο της συνθηκολόγησης. Εν πλήρη γνώσει πως η πράξη
του αυτή θα τον καθιστούσε αντικείμενο κακόβουλης λοιδορίας.
Εικάζω,
πως η δεύτερη αναφορά, προέρχεται από το δάνειο κείμενο «Καταδικάζω!», το οποίο
καταλήγει ως εξής:
«Απετάξω
τω Καπιταλισμώ;
Απεταξάμην.»[v]
Προφανώς,
στο «Βδέλυγμα» οι όροι τίθενται ως εξής:
Απετάξω
την Αριστερά;
Απεταξάμην!
Και
μαζί, σύσσωμο το διαβολικό «βδέλυγμα» που την ψήφισε!
Όμως,
το αξίωμα της αναλλοίωτης ανθρώπινης Ουσίας,
πάνω στο οποίο δομείται και αυτό το κείμενο του Δ. Δημητριάδη, διαψεύδεται ξανά
και ξανά από την Ιστορία.
Η
Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας του ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου