ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ευάγγελος Λιουδάκης, Κελύφη, 2012 |
KΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Το εμφύλιο σώμα :
πολυφωνική μεταμυθοπλασία, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 363
To πρόσφατο βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη, όπως άλλωστε
μαρτυρεί και ο υπότιτλος, συνιστά ένα συνειδητό και εξαιρετικά σύνθετο εγχείρημα
μεταμυθοπλασίας στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Συνδυάζοντας αφενός
τη θεωρία για την πολυφωνική διαλογικότητα στο μυθιστόρημα, που ανέπτυξε ο Μπαχτίν
στις αρχές του εικοστού αιώνα, και αφετέρου το κριτικό λεξιλόγιο του
μεταμοντερνισμού περί «μεταμυθοπλασίας», ο Βούλγαρης μας παραδίδει ένα υφαντό αφηγηματικής
διακειμενικότητας και αναστοχαστικότητας, το οποίο αφήνει να διαγραφούν παράλληλα
διαφορετικές ιστορικές χρονικότητες και υποκειμενικότητες, σε ποικίλες σχέσεις
μεταξύ τους.
Στο καταληκτικό
κεφάλαιο του πεζογραφήματος αναλύονται εναργώς οι όροι του υπότιτλου, που
αποτελούν και τις ρητές προκείμενες του έργου. Η πολυφωνική μεταμυθοπλασία εδώ εμπεριέχει
αυτούσια μικρότερα ή μεγαλύτερα κείμενα άλλων, όπως επίσης παλαιότερα κείμενα του
ίδιου του συγγραφέα, «κείμενα παντός είδους, όπως και οι φωνές που μιλούν εδώ
αμέτρητες είναι, με κριτήριο και στόχο να συντεθεί μια καινούρια, ευρύτερη
αφήγηση, σε δομή ανόμοιων αλλά επάλληλων, ατελεύτητων κύκλων» (σ. 360-61). «Γιατί»,
συνεχίζει η επόμενη παράγραφος, «πλέον το κείμενο δεν είναι φτιαγμένο από μια
γραμμική ακολουθία λέξεων, απ’ όπου αναδύεται μία έννοια μοναδική, αλλά είναι
ένας χώρος όπου συνυπάρχουν και αλληλοαμφισβητούνται ποικίλες γραφές, απ’ τις
οποίες καμιά δεν είναι η αρχική, αλλά και καμιά δεν έχει τον τελευταίο λόγο. Το
αισθητικό πρόταγμα αυτής της αφήγησης συντίθεται από μια ακολουθία ασύμμετρων
και πολυποίκιλων μορφών.» (σ. 361)
Ο Βούλγαρης
ομολογεί με προθυμία το θάνατό του ως συγγραφέα, αποποιείται τον ρόλο του
εγγυητή νοήματος και αλήθειας που κατείχε παραδοσιακά ο συγγραφέας έως την
επαναεννοιολόγηση της λογοτεχνίας ως «γραφής», ως αέναης αλυσίδας σημαινόντων,
από τον Μπαρτ και την αποδομητική θεωρία του Ντερριντά. Ο Βούλγαρης ομολογεί με
προθυμία τον θάνατό του, ώστε να ζήσει το έργο του, να διαδοθεί, να διασπαρεί, δηλαδή,
να γονιμοποιήσει εν δυνάμει σημασίες πέρα από τον έλεγχό του. Καταλαμβάνει έτσι
εκούσια τη θέση του γραφιά, του μεσαιωνικού αντιγραφέα, ο οποίος μεταφέρει
πολυσήμαντα σημεία και τα σχολιάζει, χωρίς, όμως, να αξιώνει μερίδιο στην
πρωτότυπη δημιουργία, που μόνον στον Θεό μπορεί να παραχωρηθεί ως δυνατότητα και
άρα είναι αμφισβητήσιμη.
Αυτή η
σύλληψη του κειμένου ως χώρου συνύπαρξης αλλά και διαμάχης ύφους και νοημάτων παραπέμπει
ευθέως στον κύριο τίτλο του έργου: Το
εμφύλιο σώμα. Το σώμα συνιστά έναν χώρο σύγκρουσης στοιχείων που ενοικούν
σε αυτό. Και αν είναι πιο εμφανής η έμμεση παραπομπή του τίτλου στον
μεταπολεμικό εμφύλιο και σε σειρά εμφυλίων που προηγήθηκαν, από τα αρχαία
χρόνια ακόμη, στο σώμα της Ελλάδας, άλλο τόσο υποδεικνύεται κι ένας άλλος
εμφύλιος, εντός του σώματος του συγγραφέα και του κειμένου του - η περίπλοκη
σχέση γλώσσας και ιστορίας/αλήθειας.
Σε πρώτο
επίπεδο, το Εμφύλιο σώμα αναδιηγείται
μια ιστορία εμφυλίων διαμαχών από την αρχαιότητα και τους ελληνιστικούς χρόνους
έως σήμερα. Όπως ομολογεί στο εναρκτήριο κεφάλαιο μια από τις ανώνυμες αφηγηματικές
φωνές: «διήγηση χρονική θέλω μόνο συνθέσω....» (σ. 12). Η
Αρκαδία, και ευρύτερα το Πελοποννησιακό τοπίο, συνιστούν, κατά τρόπο αντιστρόφως
ανάλογο προς την παροιμιώδη εξειδανίκευσή τους στο δυτικό φαντασιακό της
Αναγέννησης, το πρωταρχικό σκηνικό των διαμαχών αυτών ανά τους αιώνες,
δημιουργώντας έτσι έναν ενοποιητικό άξονα στις ποικίλες φωνές και θραυσματικές εικόνες
που συνωστίζονται στο βιβλίο. Από την έχθρα αρχαίων φυλών που διεκδικούσαν την
περιοχή της Αρκαδίας έως την φραγκοκρατία στην Πελοπόννησο, τα χρόνια της
απελευθέρωσης, των Βαλκανικών πολέμων, του εμφυλίου και του σήμερα, παρελαύνουν
αλληλοδιακοπτόμενες, τέμνουσες ή συμπληρούμενες φωνές που καταθέτουν την οπτική
τους στην Ιστορία της χώρας. Αυτή η ιστορία είναι σημαίνον πως συμπεριλαμβάνει και
όσους μετανάστευσαν στην χώρα, όπως η «ξένη» Άννα/Ελένη, σύμβολο του αιχμάλωτου
αλλότριου μέσα στον εαυτό. Η διαλογική, αλλά μη γραμμική ενορχήστρωση όλων
αυτών των παράλληλων, σύγχρονων, αλληλοσυγκρουόμενων, όσο, συχνά, και
ασύμπτωτων φωνών, αντίστροφα, εμπλουτίζει την επίσημη Ιστορία με ένα
ανθρωπολογικό περιεχόμενο, που στερείται η παραδοσιακή ιστοριογραφία, καθώς
εστιάζει σε μείζονες πράξεις και γεγονότα, παραβλέποντας τα βιώματα των
καθημερινών ανθρώπων.
Από την
άποψη αυτή, η πολυφωνική αφήγηση του Βούλγαρη δίνει φωνή σε αποσιωπημένα σώματα
και παραμελημένες οπτικές της Ιστορίας, δημιουργώντας μια εκρηκτική
πολλαπλότητα νοήματος που ανατρέπει τις συμβατικές αφηγήσεις του παρελθόντος.
Την ίδια στιγμή, περιπλέκει, επίσης, τη σχέση του παρόντος με τα περασμένα. Η
μη γραμμική μείξη των διαφορετικών φωνών και των ποικίλων χρονικοτήτων τους δημιουργεί
μια συνθήκη ιστορικής «συγχρονικότητας», που καθιστά την Ιστορία αναπόσπαστο μέρος
του παρόντος, καθώς την αναθεωρεί.
Αυτή η
συγχρονικότητα προκύπτει από την αναστοχαστικότητα ή αυτοαναφορικότητα που
προσιδιάζει στο μεταμυθοπλαστικό είδος αφήγησης. Η αφήγηση συμπεριλαμβάνει τον
συγγραφέα ως χαρακτήρα του βιβλίου, το τώρα ως μέρος της Ιστορίας και της ιστορίας
του. Διαρρηγνύονται τα όρια μεταξύ φανταστικού και ιστορικού, μέσα από πληθώρα
αποσπασμάτων από διαφορετικά κειμενικά είδη - απομνημονεύματα, θεατρικό διάλογο,
επιστολές, ημερολόγιο, αφήγηση, απολογία, μαρτυρίες, ποιήματα, λαϊκά τραγούδια,
ιστορικά τεκμήρια, λογοτεχνικά κείμενα, παλαιότερων και συγχρόνων συγγραφέων, ανώνυμων
και επωνύμων, όπως ο Γιάννης Πάνου και ο Θανάσης Βαλτινός ή οι Βυζαντινοί
χρονογράφοι, έως τον Φωτάκο, πολεμιστή και ιστορικό της επανάστασης. Ως
μεταμυθοπλασία εμπεριέχει, επίσης, την οπτική της ανάγνωσης, με αποκορύφωμα τη
μετατροπή του συγγραφέα/αφηγητή σε αναγνώστη, μέσω μιας περιπλάνησης στη
λογοτεχνική ιστορία του ’20, αποτίοντας τιμή στους άγνωστους συγγραφείς των
λαϊκών εντύπων, που έγραφαν με ψευδώνυμα. Και, τέλος, σε μια κίνηση συγγνωσίας
και παρωδιακής αποσυναρμολόγησης, το βιβλίο αναφέρει ευσυνείδητα τις πηγές και
οφειλές ενός μέρους του, συμφύροντας ιστορικά και λογοτεχνικά αρχεία σε ένα
«νεκρόδειπνο» απόντων ηρώων/συγγραφέων, ενώ περιλαμβάνει, ακόμη, ένα ξεχωριστό
κεφάλαιο, που ενσωματώνει εκ προοιμίου τις επιβιώσεις του βιβλίου, μέσω της
κριτικής και αναγνωστικής υποδοχής κάποιων προδημοσιευμένων τμημάτων του .
Η γλώσσα,
επομένως, αυτονομείται από το αναφερόμενο της ιστορίας, δείχνει να κατασκευάζει
το περιεχόμενο αληθείας αντί να απλώς να το εκφράζει. Τα ιστορικά πρόσωπα του
παρόντος και του παρελθόντος γίνονται περσόνες της μυθοπλασίας, η ιστορική
αλήθεια μια γλωσσική διατύπωση. Άλλωστε, η ιστορική αφήγηση εδώ συνοδεύεται συχνά
από αναστοχαστικές διερωτήσεις, για τη γλώσσα, τη μορφή της, καθώς επίσης για το
υποκείμενο και τη διαδικασία της γραφής. Προς το τέλος του βιβλίου, η
τεθλασμένη πολυφωνική αφήγηση μετατρέπεται σε θέατρο και ποίηση, λαμβάνοντας
ολοένα πιο ελλειπτική και υβριδική μορφή.
Η σχέση (ιστορικής)
αλήθειας και γλώσσας, η αναγνώριση του «ανιστόρητου», ως εκείνου που όχι μόνο
δεν έχει ειπωθεί, αλλά και δεν δύναται να ειπωθεί, φαίνεται να στοιχειώνει το
βιβλίο. Εκ πρώτης όψεως, η απόπειρα εξιστόρησης μοιάζει να εγκαταλείπεται χάριν
των λέξεων των ίδιων:
« - Oι ιστορίες σου δεν έχουν πια τέλος.
- Δεν έχουν πια ιστορία, έτσι δεν είπες; [….]
-Έπρεπε, έλεγες, να μεγαλώσεις τις λέξεις, να τις
φροντίζεις, να μην κακοπέσουν» (σ. 324)
Πράγματι, στο βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη, που είναι
συγχρόνως μυθοπλασία, ιστορικός σχολιασμός, (αυτο)βιογραφία και εγκολπώνεται πληθώρα
ιδιολέκτων, υφολογικών τρόπων και φαινομενολογικών αποτυπώσεων του κόσμου, η
γλώσσα ξεχειλίζει τόσο, ώστε να ακυρώνει την (ιστορική) αλήθεια ως μονοσήμαντη
έννοια. Ωστόσο, παραδόξως, αυτή ακριβώς η πλημμυρίδα της γλώσσας, σαν άλλος «Νείλος»,
κατά την προσφυή παρομοίωση του Βάλτερ Μπένγιαμιν, εν τέλει καθιστά την περιοχή
της αλήθειας γόνιμη.
Η Αγγελική
Σπυροπούλου διδάσκει ευρωπαϊκή λογοτεχνία και θεωρία στο Πανεπιστήμιο
Πελοποννήσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου