«Τα
κατά Αλέξιον και Μαρίαν» (1990)
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
«Όταν καταλαγιάζει η λυρική θέρμη του
ποιήματος
και πάνε νήπια φρόνιμα
να κοιμηθούν οι λέξεις,
μεταφέρεσαι από τόπο
πορφυρού παραληρήματος
σε μιαν τεφρήν ερμιά.
Και δεν μπορείς και να διαλέξεις».
Εν
τέταρτον αιώνος πριν. Εκεί, στα τέλη του 1990, στην ιερά οδό «του σοφού, του
έμφρονος, του ακριβοδικαίου νομοθέτου Σόλωνος», λίγο καιρό μετά την κατάρρευση
όλων των νέων κόσμων, η γνωριμιά με τον Ηλία Λάγιο συνέπιπτε με την έκδοση μιας
ποιητικής συλλογής που δεν επρόκειτο να είναι ακόμη μία συλλογή αλλά τομή βαθιά,
όσο και αν θα χρειαζόταν χρόνος για να συνειδητοποιηθεί αυτή σε όλο της το
εύρος, σε όλη της τη σημασία. Ήταν νωρίς κι ήταν αργά: το αδιέξοδο των
μεταπολεμικών ποιητικών τρόπων έριχνε ήδη στην άβυσσο της ανίας ταλέντα και
ασκήσεις.
Με
παιδεία σπάνια που του χάριζε τη δύναμη να χειρίζεται τις λέξεις όλες του λόγου,
του γεννημένου σε τούτα τα χώματα από παλιούς μαστόρους, ο Λάγιος δεν ερχόταν
από κάποιον (τόσο συνήθη στα γράμματά μας) ακόλαστο συνεταιρισμό αμοιβαίων
συγκαταβάσεων που διασκεδάζουν φορώντας φωτοστέφανα πόζας καθώς αγνοούν πως
σύντομα θα βυθιστούν στο μηδέν. Ο Λάγιος γινόταν, μέρα με τη μέρα, αυτό που ορίστηκε
να είναι, ο ποιητής που τον περίμενε ολόκληρη εποχή (η μεταπολίτευση) για να
βρει τη φωνή των προδομένων της οραμάτων, γνήσιων ή πλαστών. Όπως είχε ήδη φανεί,
στις «Ασκήσεις του Αλέξη Φωκά», τούτος ο ποιητής που ισορροπούσε αριστοτεχνικά ανάμεσα
στην αγιοσύνη και το ανάθεμα (μέχρι να αποδράσει από περίσσια ζωής), που ακολουθούσε
την έρρυθμη χαρά της γραφής βράδια αξημέρωτα και αβασίλευτες μέρες, είχε έρθει
για να ταράξει το τέλμα μιας ποίησης που ζητούσε την άλλη φωνή για ν’ ανασάνει
ελεύθερα από την επιχωμάτωση δεκαετιών.
Απέναντι
σε μια τάση που η πρωτοτυπία της εξαντλείται στη μεγαλόπρεπη αναίδεια της
υπόθεσης ότι τίποτα δεν έγινε πριν από εμάς, απέναντι όμως και σ’ ένα στείρο
μιμητισμό του κοινοτικού χθες, ο Λάγιος πραγματικά άρχισε κάτι αληθινά
καινούργιο γιατί ενώ ήταν ολόκληρος βυθισμένος στη διαχρονία της ελληνικής και
ευρωπαϊκής ποίησης, ήξερε πως ήταν ανάγκη να μπει σε νέο και απάτητο δρόμο τόσο η ποίηση όσο και η ζωή μας. Εμπόδια, χάσματα
και αστοχίες, το ήξερε, δεν θα λείπανε. Μα έχοντας μάτια ανοιχτά, διάκριση κι
επιμονή για ένα καινούργιο περπάτημα, σίγουρο και όχι βιαστικό, κατόρθωμα που
θα ήταν βήμα και φτέρωμα συνάμα, αναδείχτηκε εκείνη τη χρονιά, με τούτη τη
συλλογή, καθοδηγητής και ωθητής, ικανός να σπρώξει και να στηρίξει πρόσωπα και
πράγματα. Η ατμόσφαιρα ήταν ήδη μεστωμένη με ατμούς επαναστατικούς κι ας ψυχορραγούσε
οριστικά η άλλη επανάσταση, η μεγάλη του αγαπημένη, κάπου στον σκυθικό βορρά.
Το μεσογειακό φως, το αγγελικό και μαύρο, θα έδινε με τον Λάγιο την απόκριση.
Δυο πρόσωπα, ο Αλέξιος κι η Μαρία ήταν οι αφέτες αυτής της
ορμής σ’ εκείνο το ποιητικό αφήγημα. Κρατώντας το νήμα και το νόημα της μνήμης
μιας παιδικότητας χρωματιστής, με τ’ όνειρο πάντα ζωντανό να ανασαίνει
υδροκυάνιο και πιπέρι, ο ποιητής μαγικώ τω τρόπω άρχισε να αποξηραίνει αριθμούς
και ισοσυλλαβίες. Πήρε λοιπόν να «μετατοπίζεται σε μια φασματική ζώνη επιθέτων/
ανίερων, μολυσματικών, θανατηφόρων», να διαπορθμεύεται στην Ιστορία, να φρίττει
ως επίορκος κάποιου ρυθμού αλλά ν’ αναδύεται πάντα στη ρεαλιστική
πραγματικότητα. Οδυνηρή ανάδυση γι’ αυτόν τον πάλαι πρίγκιπα καθώς από τα δειλινά
κοπάδια της πατρίδας του είχε φυλακιστεί σε μια πολώροφη κατασκευή όπου δεν είχε
άλλη παρηγοριά πάρεξ μια δεκαπεντασύλλαβη πορτοκαλιά. Μ’ αυτή θα αποπειραθεί να
αναληφθεί στους άλλοτε ουρανούς του. Και θα αναληφθεί, σηκώνοντάς μας όλους.
Το μουσικό πρόσχημα ήταν η θριαμβική έλευση της Μαρίας στην
οδό Σόλωνος, την τελευταία μέρα ενός νοτισμένου Οκτωβρίου. Ο ποιητής «ευλογήθηκε
μαζί της να διαβεί τους νυχτωμένους δρόμους της Αθήνας, άκουσε τον βρουχισμό
του φοβερού λέοντος, το σύρσιμο της ερμίνας. Ο χρόνος, ιδίαις χερσίν, του
εφόρεσε, μαρμάρινος, στεφάνι» λίγο πριν η Μαρία αποτάξει εν ριπή οφθαλμού τα
μουσκεμένα της ενώτια εν λάμψει φλογός, «για να καλυφθεί η ολική και φοβερά
παρθενικότης». Ένα θαύμα που ωστόσο δεν μπορούσε να αποσοβήσει την κάποτε μοιραία
αναχώρηση. Έρημος τότε ο Αλέξιος «αφομοιώνεται εκ νέου στην πάρα πολύ κολασμένη
του μυθολογία» χωρίς όμως να αναθεματίζει ούτε στιγμή τη μοίρα: αναλογίζεται
και ευλογεί και ευχαριστεί που την εγνώρισε και «κατανυκτικώς ανυμνεί την
άπειρο μπόρεση του Θεού».
Το ύφος είναι ο
άνθρωπος. Το τολμηρό επιθετικό στοιχείο, οι ορμητικές ερωτήσεις και
αναφωνήσεις, τα στοιχεία της φύσης και της τέχνης (η Σιντεφένια, ο Άραχθος, ο Μπαταριάς του Μαλακάση, ένα βραχάκι
στο λόφο του Φιλοπάππου), οι αδιάπτωτοι ακροβατισμοί,
όλα συντείνουν στην πιο ζωηρή εντύπωση της ομορφιάς, της γνήσιας ομορφιάς που
δεν χρειάζεται καμιά ιδέα νοήματος. Ο Λάγιος άλλαζε εκ βαθέων όλη τη ροή των
ποιητικών μας πραγμάτων, εκόμιζε ένα αισθητικό πρόγραμμα, καθιέρωνε κριτήρια. Υπερβαίνοντας
την ποίηση της ήττας αλλά και τον υπερρεαλισμό, άφηνε χωρίς αναστολές πίσω του
τον μοντερνισμό και τον συμβολισμό και δημιουργούσε νέο ύφος, μια νέα σύγχρονη
ρομαντική αφήγηση για τον απελπισμένο αιώνα που σε λίγο ξεκινούσε. Σε άμεση,
φυσική συνομιλία με όλη την ποιητική μας συνέχεια, από τη διερεύνηση των
αφηγηματικών μορφών ως την πειθαρχία του παραδοσιακού μέτρου και από τον
ελεύθερο στίχο ως την επίσκεψη μυθολογικών τόπων, έχοντας παραλλήλως αφομοιώσει
όλες τις ρήξεις, η ποίησή του εξελισσόταν στο πιο στιβαρό επίτευγμα των
τελευταίων δεκαετιών, σ’ ένα πολυστρωματικό τραγούδι, φασματικό και διαρκώς ανοιχτό.
Το τραγούδι
αυτό, αναγγελία μείζονος ποιητικού σχεδίου, άφηνε πίσω τη μετριότητα και το
αδιέξοδο γενεών και παραγόντων που συνασπίζονταν για να αντιμετωπίσουν τον
θρασύ τολμητία ενώ εκείνος είχε αρχίσει ήδη με ένα αιάντειο άλμα το διάλογο με
το αμίλητο αιώνιο: «Η σάρκα μας είναι
ο αγιασμένος τόπος του πειράματός Του. Είμεθα εμείς ο άρρητος πλούτος της δικής
Του πειρατείας». Μυστικιστής μιας εποχής υλιστικής που
δεν είχε δύναμη να εμψυχώσει τα πράγματα και να τα ανυψώσει σε σύμβολα, ο
Λάγιος επεχείρησε την αντίστροφη διαδικασία υποβιβασμού, μέχρι να φτάσει στον πυρήνα
του κενού. Αποφασισμένος να θυσιαστεί σαν τους ναρκομανείς του Ντριέ Λα Ροσέλ που
θυσιάζονται «στο όνομα ενός θαμπού συμβολισμού για να καταπολεμήσουν ένα
φετιχισμό του ήλιου που τον σιχαίνονται γιατί πληγώνει τα κουρασμένα μάτια», ως
εξόριστος περιφερόμενος, αναζητούσε τη θεία θέληση παρότι ήξερε πως αυτή είναι
παντελώς αδύναμη να μας λυτρώσει και πως η οργή είναι πια η μόνη γέφυρα θείου
και ανθρώπινου στο σύγχρονο κόσμο. Ζώντας στα όρια της ψυχής του και σύνολης
της ανθρώπινης αυτονομίας, θα φτάσει έτσι στα όρια της ποίησης που μας λυτρώνει
και δεν μας κάνει να συνηθίζουμε την αρρώστια. Της ποίησης που γνωρίζει πως η
μόνη λύτρωση είναι η ερημιά. «Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής».
Αν
ο Έζρα Πάουντ έγραφε συνοψίζοντας «να είμαστε
άνθρωποι», λίγες δεκαετίες αργότερα ο Ηλίας Λάγιος ύψωσε ως μόνη ελπίδα την
υπόσχεση: «Όπου κι αν σπάσεις, όσον κι αν σπάσεις, θα’ ρθω καλέ μου, για να σε
μάσω». Ανδρωμένος μέσα στο μεταπολιτευτικό αισθητικό αδιέξοδο που ζητούσε
μια νέα ποιητική γλώσσα, μια νέα επαναμάγευση, ο Λάγιος κατάλαβε πως αυτή δεν μπορούσε
να προέλθει από τεχνικές αναζητήσεις αλλά από το συνολικό βάρος της ποίησης.
Αυτό το βάρος είχε η ποίησή του και γι’ αυτό η μεταπολεμική ελληνική ποίηση
τελείωσε οριστικά εκεί, στα 1990, για να αρχίσει μια νέα περίοδος που ζητά ακόμη
την κριτική της αφήγηση. Στο μεταξύ, όσοι είχαμε την χαρά να γνωρίσουμε αυτόν
που τράβηξε τη χαρακιά, δεν μπορούμε παρά να τον χαιρετούμε συχνά, ως τον πρώτο
της ποίησης που θα έρθει, ψιθυρίζοντας τους στίχους του που υψώνονται στην πιο
αγνή κορφή της τέχνης, στην πιο τεφρή ερημιά, εκεί που οι περιλειπόμενοι θα αντικρίζουν
εσαεί την καθαρή ψυχή, την τίμια μορφή, την υψηλή ποίηση του Ηλία Λάγιου.
Ο
Κώστας Χατζηαντωνίου είναι συγγραφέας
Χρύσα Ρωμανού, Εικόνες, 1981, ντεκολάζ σε ζελατίνες, 50 x 65 εκ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου