ΤΗΣ
ΒΑΣΣΙΛΙΚΗΣ ΛΑΛΙΩΤΗ
Επιστήμες,
Τεχνολογία, Ιδεολογία: Κριτικές προσεγγίσεις, Συλλογή
κειμένων της Ομάδας Κριτική στην Επιστήμη (Α. Αυγέρη, Κ. Γαβρόγλου, Θ. Λάγιος, Β. Λέκκα, Γ. Ματτές, Γ. Πανουτσόπουλος,
Κ. Ράπτης, Π. Τριανταφύλλου, Θ. Χαλικιάς, Ζ. Χριστοδουλόπουλος), Εκδοτική
Αθηνών
Windows 07.B.I.A., 2007, αρχειακή εκτύπωση, ακρυλικό & χρωστικές σε καραβόπανο, 1 00 x 54,5 εκ. |
Τα
κείμενα του τόμου εντάσσονται στο πεδίο των Σπουδών της Επιστήμης και της
Τεχνολογίας, που έχουν στόχο τη μελέτη της σχέσης της επιστήμης και της
τεχνολογίας με την κοινωνία, την πολιτική και τον πολιτισμό. Για πολύ καιρό
ήταν σχεδόν αυτονόητο στη Δύση πως οι κόσμοι της επιστήμης/τεχνολογίας και της
κοινωνίας ήταν διαφορετικοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν ασύνδετοι, αλλά ότι ο
ένας ήταν εξωτερικός του άλλου. Έτσι, η επιστήμη και η τεχνολογία θεωρούνταν
ότι είτε α) αποτελούν έναν ισχυρό και αυτόνομο φορέα που επιβάλει τα μοντέλα
της κοινωνικής ζωής, είτε β) είναι ηθικά ουδέτερες και η επίδρασή τους εξαρτάται από τη χρήση τους. Και στις δύο
εκδοχές, ωστόσο, οι επιλογές ή οι πολλαπλοί τρόποι με τους οποίους η επιστήμη και
η τεχνολογία νοηματοδοτούν την ανθρώπινη ζωή αποκρύπτονται, μοιάζουν να
λειτουργούν πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο και να ενσωματώνουν το αποτέλεσμα
μιας αυτόματης, αναπόφευκτης διαδικασίας.
Οι
συγγραφείς του βιβλίου, καθένας από τη σκοπιά του, σχολιάζουν αυτή την κυρίαρχη
αντίληψη. Αναλύοντας κριτικά όχι μόνο τι είναι η επιστήμη, αλλά και τι
πραγματικά κάνουν οι επιστήμονες, προχωρούν πέρα από την εξιδανικευμένη εικόνα
τους ως πιο ορθολογικά, πιο προοδευτικά και λιγότερο υποκειμενικά άτομα από
τους κοινούς ανθρώπους. Ο Χριστοδουλόπουλος δείχνει πως επηρεάζονται από
στρατιωτικά συμφέροντα, όπως τα μέλη της ομάδας Jason, που στη δεκαετία του ’60 χρηματοδοτούνταν
αδρά από την Αμερικανική κυβέρνηση για να μελετήσουν, μεταξύ άλλων, τη χρήση
συμβατικών και πυρηνικών όπλων. Ο Ράπτης δείχνει πως επηρεάζονται από εταιρικά
συμφέροντα, όπως οι πολεοδόμοι που, συμμετέχοντας σε μεγάλα τεχνικά έργα
ιδιωτικών εταιρειών συνέβαλαν στη συγκρότηση της νεωτερικής πόλης-φυλακή. Ο
Πανουτσόπουλος δείχνει πως επηρεάζονται από τους χρήστες των ανακαλύψεων, όπως
οι επιστήμονες και οι μηχανικοί, που στη διάρκεια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης
προσαρμόστηκαν στο κυρίαρχο νεορομαντικό ιδεολογικό πλαίσιο αλλά και συνέβαλαν
στη διαμόρφωσή του, υπάγοντας την επιστήμη και την τεχνολογία στο γερμανικό Geist.
Τη
διάκριση της εικόνας από την πρακτική των μελών της επιστημονικής κοινότητας
επιχειρεί και η Αυγέρη. Στο κείμενό της διερευνά την απόπειρα αριστερών
επιστημόνων στη Μ. Βρετανία από το Μεσοπόλεμο μέχρι και τον Ψυχρό Πόλεμο να
υπερασπιστούν έναν «επιστημονικό σοσιαλισμό». Η γενιά αυτή δεν κατάφερε τελικά
να έρθει σε ρήξη με την κυρίαρχη αντίληψη της επιστήμης στον καπιταλισμό, είτε
ως αδιαμεσολάβητης αναζήτησης της αλήθειας, είτε ως ουδέτερης παραγωγικής
δύναμης. Ο Γαβρόγλου αφαιρεί το μανδύα της αντικειμενικότητας και ουδετερότητας
της επιστήμης, ανιχνεύοντας το ρόλο της στην ενίσχυση της κυρίαρχης ιδεολογίας
μέσω του ίδιου του εγχειρήματος της εκλαΐκευσης, αλλά και του είδους του
επιστημονικού λόγου που εκλαϊκεύεται τις τελευταίες δεκαετίες.
Πέρα από
τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους οι χειρισμοί των επιστημόνων και των
πηγών χρηματοδότησης διαμορφώνουν νέα γνωστικά αντικείμενα και συχνά θέτουν
ερευνητικά ερωτήματα, η επιστήμη και η τεχνολογία προσδιορίζουν και την
καθημερινή ζωή των ανθρώπων στις νεωτερικές κοινωνίες. Η Λέκκα δείχνει τον ρόλο
της ψυχιατρικής ως μέσου κανονικοποίησης της σεξουαλικότητας και ο Λάγιος την
σύνδεση του δικαίου με την ιατρική για την ταυτοποίηση του εγκληματία. Οι
Ματτές, Τριανταφύλλου και Χαλικιά, τέλος, διερευνούν τη χρήση της τεχνολογίας και
της θεωρίας των κοινωνικών/ανθρωπιστικών επιστημών ως όπλων αστυνόμευσης από
την Ελληνική Αστυνομία τα τελευταία χρόνια.
Τα
κείμενα του τόμου έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τους ανθρωπολόγους, καθώς
παρέχουν σημαντικά σχόλια ώστε να κατανοήσουν βαθύτερα τις διαδικασίες μέσω των
οποίων οι κουλτούρες της επιστήμης διαμορφώνονται και θεσμοθετούνται[i].
Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των διαδικασιών είναι ο εθνοκεντρισμός. Παρόλο που
η σύγχρονη δυτική επιστήμη αποτελεί έναν από τους αναρίθμητους τρόπους με τους
οποίους οι άνθρωποι γνωρίζουν και κατανοούν τον κόσμο, θεμελιώθηκε στον
αποκλεισμό άλλων συστημάτων γνώσης.
Ήδη από
τον 17ο αιώνα η διάκριση της επιστήμης από άλλα συστήματα γνώσης
στηρίχθηκε σε αντιθέσεις (επιστήμη/θρησκεία, ορθολογικό/μαγικό, ανεπτυγμένο/υπανάπτυκτο),
μία μορφή που ήταν ήδη αποδεκτή από παλιότερες αντιθέσεις όπως
πρωτόγονος/πολιτισμένος, νεωτερικός/παραδοσιακός, γηγενής γνώση/επιστήμη. Από
την αρχή της ευρωπαϊκής επέκτασης η επιστήμη και η τεχνολογία έγιναν μέτρο της
ανθρώπινης αξίας. Χρησιμοποιήθηκαν στην ‘εκπολιτιστική αποστολή’ της Ευρώπης
και δικαίωσαν την πολιτική ηγεμονία της. Αυτές οι διχοτομήσεις παραμένουν
ισχυρές στον τρόπο με τον οποίο σκεπτόμαστε για τον κόσμο και αποτελούν πηγές
διενέξεων και διεκδικήσεων από ποικίλες κοινωνικές και πολιτισμικές ομάδες.
Οι
συγγραφείς του τόμου αναγνωρίζουν την ανάγκη να αναδειχθεί ο κριτικός λόγος που
προέρχεται από συλλογικότητες που εμπλέκονται σε αγώνες, προκειμένου να
διεκδικήσουν την δική τους φωνή. Αυτή η αναγνώριση ρίχνει φως σε μία ακόμη
κυρίαρχη αντίληψη που θέλει την επιστήμη να διακρίνεται από την προκατάληψη ή
την πίστη. Το ερώτημα, όμως, «γιατί εμείς γνωρίζουμε και αυτοί πιστεύουν»
σπανίως τίθεται ανοιχτά. Όπως οι επιστήμονες παραδοσιακά αντιπαρατίθενται στους
‘πρωτόγονους’, έτσι αντιπαρατίθενται και στους ‘κοινούς ανθρώπους’ στις δικές
τους κοινωνίες και στις προκαταλήψεις ή τις μυστικιστικές πρακτικές τους.
Ωστόσο, πλήθος εθνογραφικών ερευνών έχουν δείξει ότι τα όρια ανάμεσα στην γνώση
που παράγεται από την κυρίαρχη δυτική επιστημονική παράδοση και από τις
πρακτικές των γηγενών λαών ή των πληθυσμών στο εσωτερικό της Ευρώπης,
διασχίζουν μάλλον παρά διαχωρίζουν τα παραπάνω πεδία.
Η
κατανόηση της επιστήμης και του κόσμου μέσα από αντιθέσεις δημιουργεί σχέσεις
εξουσίας: όταν μια μορφή γνώσης ευνοείται, κάποιες άλλες αποκλείονται και όταν
κάποιος είναι σε θέση να φτιάχνει τις κατηγορίες ή να χαράσσει τα όρια, θεωρεί
τον εαυτό του ανώτερο. Το ζήτημα της σύνδεσης των ορίων με την εξουσία είναι
επομένως σημαντικό, καθώς τα όρια της επιστήμης χαράσσονται και
επαναχαράσσονται[ii].
Όπως κάθε επιστήμονας γνωρίζει, η επιστήμη δεν είναι μία εξ αποκαλύψεως και
χωρίς αμφισημίες αλήθεια – η επιστήμη του σήμερα μπορεί να είναι η
ψευδοεπιστήμη του αύριο και αντίστροφα.
Όπως
επισημαίνεται και στην Εισαγωγή του τόμου, «η συνάρθρωση και συμπλοκή των
σχέσεων εξουσίας και γνώσης» διαρκώς επιταχύνεται μέσω της εμπορευματοποίησης
της επιστημονικής δραστηριότητας. Ο οικονομικός και διοικητικός έλεγχος που
ασκεί στην έρευνα ένα σύστημα που επιβραβεύει την ικανότητα προσέλκυσης και
κατανάλωσης μεγάλων χρηματικών ποσών και τη γρήγορη επεξεργασία και διακίνηση
αποτελεσμάτων, οδηγεί σε ποικίλα παράλογα αποτελέσματα, όπως είναι η αναγνώριση
συλλογικών άρθρων ως σημαντικότερα από τις ατομικές μονογραφίες. Ιδιαίτερα για
την ανθρωπολογία κάτι τέτοιο έχει πολύ σοβαρές επιστημολογικές συνέπειες, καθώς
οι πρακτικές της εμπειρικής έρευνας απαιτούν οι ανθρωπολόγοι να μοιράζονται
χρόνο με αυτούς που μελετούν. Προκύπτει επομένως ένα
πρόβλημα συλλογικής επιστημονικής επιβίωσης, ένα πολιτικό ζήτημα που απαιτεί
στρατηγικές διαμαρτυρίας και αντίστασης[iii].
Το
ζήτημα της επιβίωσης των επιστημόνων, που συγγραφείς όπως ο Πανουτσόπουλος και
η Αυγέρη θεματοποίησαν στα κείμενά τους, είναι κεντρικό. Αντί να αναλωνόμαστε
προσπαθώντας να ανακαλύψουμε πως ‘εμείς ζούμε’ και ‘αυτοί επιβιώνουν’, θα ήταν
μάλλον καλύτερα να αναγνωρίσουμε ότι η επιβίωση είναι ένας κοινός ανθρώπινος
αγώνας. Και αναπόσπαστο μέρος αυτού του αγώνα είναι η γνώση που προέρχεται από
προαισθήσεις ή εμπειρίες, αλλά και από τις συναντήσεις μας με τόπους, πρόσωπα
και ιδέες. Ο αγώνας αυτός είναι επίσης μία διαρκής διαδικασία. Κανείς δεν
σταματάει να ζει για να μάθει, ακόμη και όταν ασχολείται με τις πιο αφηρημένες
προτάσεις. Οι νεωτερικοί επιστήμονες, όπως και κάθε άλλη ομάδα ανθρώπων, είναι
έτοιμοι να στραφούν στη θρησκεία, τα συναισθήματα ή την άρνηση όταν
αντιμετωπίζουν το άγνωστο. Δεν υπάρχει επομένως τίποτε ιδιαίτερο στους
επιστήμονες ως επιστήμονες.
Οι
συγγραφείς του τόμου μας καλούν να δούμε τις συγκρούσεις, τις ιδεολογικές
αφετηρίες και τις σχέσεις εξουσίας πίσω από όσα θεωρούνται δεδομένα για την
επιστήμη: η αυτόνομη φύση, η ομοιογένεια, ο μεσσιανισμός της. Το κάλεσμα είναι
πολύ σημαντικό γιατί, βλέποντας οι επιστήμονες κατά πρόσωπο τον εαυτό τους και
τι πραγματικά κάνουν, οδηγούνται σε ένα είδος γνώσης που αλλάζει όχι μόνο τους
ίδιους, αλλά και τον κόσμο που μελετούν.
[i] Fischer, Michael M.J. 2007. “Four genealogies for a recombinant
anthropology of science and technology”. Cultural
Anthropology, 22(4): 539-615.
[ii] Nader,
Laura. 1996, Naked Science:
Anthropological Inquiry into Boundaries, Power, and Knowledge, Routledge.
[iii] Fabian, Johannes. 2012. “Cultural anthropology and the question of
knowledge”. Journal of the Royal
Anthropological Institute, 18: 439-453.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου