ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ
WINDOWS 14.A, 2014, καθρέφτης με ξύλινο πλαίσιο, γυαλί, πολυεστέρας, 85 x 105 εκ. |
ΜΕΝΗΣ ΜΠΟΣΤΑΝΤΖΟΓΛΟΥ (ΜΠΟΣΤ), Η
Φαύστα και διάφορα διηγήματα, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 189
Διαβάζοντας ξανά και ξανά κείμενα και σκίτσα του Μέντη Μποσταντζόγλου
κάνουμε συχνά το ίδιο λάθος: προσπαθούμε να κρατήσουμε παραπομπές, μνημόνια
εδαφίων. Όμως, στο μποστικό σύμπαν δεν βρίσκουν έδαφος τα μνημόνια. Οι
σελιδοδείκτες θα ‘πρεπε να είναι όσοι είναι οι λαχνοί στο κοντάρι του
λαχειοπώλη την ώρα που βγαίνει για δουλειά! Δεν είναι μόνο εύλογη η αμηχανία
όποιου επιχείρησε να χωρέσει σε ταξινομημένα ράφια το έργο του Μποσταντζόγλου.
Σκιτσογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, σατιρικός, λαϊκός ζωγράφος,
σαρκαστικός αφηγητής και καλλιτέχνης, διαφημιστής, σχεδιαστής όμορφων δώρων,
κατεδαφιστής της κοινωνικής και γλωσσικής υποκρισίας… Ανεπαρκείς οι ορισμοί,
τόσο αληθινοί ο καθένας χωριστά, τόσο λίγοι όμως για να κλείσουν μέσα τους
αυτόν τον Ανατολίτη αυθεντικό άρχοντα της πένας και του πινέλου. Είπαν για
αυτόν πως ζωγράφιζε τη γλώσσα και μιλούσε τις εικόνες (Δημήτρης Μανιάτης). Ένα
ισόβιο, εύφορο μποστάνι που θα ‘λεγε κανείς ότι το σκάλισαν, το πότισαν και το
ευλόγησαν ο Αριστοφάνης, ο Θεόφιλος, ο Βυζάντιος, ο Σουρής, ο Ροΐδης, ο Θέμος
Άννινος και ο αδελφός του ο Μπάμπης, αλλά μαζί και όλοι οι μάστορες του Θεάτρου
Σκιών και οι ακαδημαϊκοί του Σουρρεαλισμού. Το συνολικό έργο του Μποστ είναι
ίσως το πιο αδιάσειστο τεκμήριο εκείνου του αξιώματος που έλεγε πως στην Ελλάδα
δεν χρειάζεται κανείς να εισάγει τον Σουρρεαλισμό, καθότι υπάρχει επάρκεια. Ο
κύριος Χρύσανθος (Μέντης) Μποσταντζόγλου, προερχόμενος από την
Κωνσταντινούπολη, μέσω Ρουμανίας, με ρωμαίικη παιδεία και αεί διδασκόμενος,
παρέμεινε σ’ όλο του το βίο ένα «όμορφο
παιδί που μετέτρεψε την ομορφιά του σε μια απίστευτη ειρωνεία γεμάτη πειθώ»,
όπως είχε γράψει ο Γιάννης Τσαρούχης. Ο Μποστ με πολλές δεκαετίες δουλειάς στον
Τύπο δεν έγινε ποτέ δεκτός στην ΕΣΗΕΑ. Και αυτήν ακόμα την άρνηση την έκανε
σαρκαστική υπογραφή: «Μη μέλος της Ενώσεως Συντακτών».
Το μορφωτικό ίδρυμα της
ΕΣΗΕΑ, σε μια κίνηση αργοπορημένης μεταμέλειας, του αφιέρωσε το ημερολόγιο που
είχε εκδώσει το 2013, χρονιά που συνδιοργάνωσε με το Μουσείο Μπενάκη μια
αναδρομική έκθεση με τα σκίτσα του της περιόδου 1950-1980. Αυτά πάντως
αφορούσαν το ίχνος που άφησε ο ανεπανάληπτος δημιουργός μόνο στον Τύπο. Ένα-δύο
στρογγυλά τραπέζια βέβαια καλά είναι, μα δεν είναι αρκετά για να συζητηθούν
όλες οι πτυχές του έργου του, οι ρίζες και η πολύπλευρη προσφορά του απίστευτου
αυτού Δασκάλου. Άλλωστε, ο Μποστ αναλύεται, αλλά δεν περιγράφεται. Πρέπει
κανείς να τον δει και να τον διαβάσει.
Γι’ αυτό με πολύ χαρά πήραμε στα χέρια μας την πιο φρέσκια επανέκδοση της
«Φαύστας» από το Μεταίχμιο. Η «Φαύστα-ή η απολεσθείς κόρη» είναι ένα από τα πιο
πολυπαιγμένα έργα του νεοελληνικού θεάτρου. Όσο περνούν οι δεκαετίες από το
1963, που την έγραψε ο Μποστ, βλέπει κανείς ότι επιλέγεται όλο και πιο πολύ από
μεγάλους και μικρούς θεατρικούς φορείς. Και δεν είναι καθόλου περίεργο
–ακολουθεί παράλληλη πορεία άλλωστε και με τη «Μήδεια», το άλλο αριστούργημα
του Μποστ – καθώς, η βαθειά κοινωνική σάτιρα και το σουρρεαλιστικό χιούμορ του
έργου τραβούν το αυτί και αφήνουν άναυδο όποιον νόμισε ότι είναι αραγμένο στη
δεκαετία του ’60. Οι δε πολιτικές, φιλοσοφικές σχεδόν αιχμές, νομίζει κανείς
πως γράφτηκαν… αύριο. Δέστε ένα μικρό απόσπασμα για τη φορολογική πολιτική:
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κόρη μας, σφάλλεις. Οι πτωχοί πρέπει να δίνουν φόρους
μ’ ακόμη περισσότερους να
βάζουν στους ευπόρους.
Μονάχα έτσι θα βρεθεί σωστή
δικαιοσύνη
κι ο πλούσιος και ο πτωχός
ανάλογα σαν δίνει.
ΡΙΤΣΑΚΙ: Εάν αυτό εφαρμοστεί, τα έθνη μαραζώνουν.
Σβήνουν από προσώπου γης και
σαν κεράκια λυώνουν.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Γιατί;
ΡΙΤΣΑΚΙ: Διότι διαιωνίζεται το Κράτος αδικίας
κι έχομεν πάλι πλούσιους και πτωχικάς οικίας.
Καθόσον κάθε πάμπτωχος ανόητον θα βρίσκει
να κάνει υπεράνθρωπους αγών διά να πλουτίσκει.
«Διατί να γίνω πλούσιος;», θα σκέπτεται καθένας,
«διά να πληρώνω εισφοράς εν γένει ηυξημένας;
Αντί να γίνω πλούσιος να δίνω περισσότερα,
χίλιες φορές θεόφτωχος, που δίνω και λιγώτερα».
Γι’ αυτό σας λέω, ο φτωχός τότε θα προοδεύει
αν βλέπει πως τον πλούσιον το Κράτος τον βραβεύει.
Η μόνη σίγουρη οδός παραγωγής ευπόρων
είν’ να τρελλάνουν τους φτωχούς με δυσβαστάκτων φόρων.
Διότι για νάβγει ο φτωχός απ’ τον κλοιόν ετούτον
θα προσπαθήσει σύντομα να αποκτήσει πλούτον.
Μπορεί «η απολεσθείς κόρη» να χάνεται, να ξαναβρίσκεται αναπάντεχα και
τέλος να ξαναχάνεται οριστικά αφού την έφαγαν οι γάτοι, όμως το κείμενο του
Μέντη, πού το χάνεις-πού το βρίσκεις έρχεται και ξανάρχεται και βγάζει τη
γλώσσα και μάλιστα την καθαρεύουσα σε όλες τις παρούσες ακόμα σήμερα εκδοχές
του σουσουδισμού και της μικροαστικής υποκρισίας και απάθειας. Ο όμορφος μικρός
τόμος των 189 σελίδων που επιμελήθηκε (και αυτό φαίνεται!) ο ίδιος ο γιος τού
Μέντη Μποσταντζόγλου, ο Κώστας, δεν μας χαρίζει μόνο τη γνωστή «Φαύστα».
Περιλαμβάνει, όπως λέει ο συγγραφέας, «και διάφορα διηγήματα». Σ’ αυτά
αποδεικνύεται αυτό που πιο πάνω τσιτάραμε: ότι μιλούσε τις εικόνες. Διότι ο Μέντης
με τις γνωστές του παιχνιδιάρικες λέξεις και τους μποστικούς συνειρμούς,
νομίζεις ότι πρωταγωνιστεί ο ίδιος σε ευφάνταστη βουβή κωμωδία, όπως αυτές του
Ζακ Τατί. Στη χώρα των τουλίπων, στα νησιά του Αιγαίου ή επισκέπτης θεατής στο
θέατρο της Επιδαύρου όπου παρακολουθεί τον Ηρακλή Μαινόμενο- κυρίως σκανάρει
τους θεατές που παρακολουθούν τον Ηρακλή Μαινόμενο. Γιατί και ως ταξιδιωτικός
συγγραφέας ο κύριος Μέντης είναι σατιρικός κοινωνιολόγος και
γελοιοανθρωπογράφος… Εξωτερικός μάλιστα, αφού είναι σίγουρος πως τα νησιά του
Αιγαίου και η φυγή μετά την Ελευσίνα ανήκουν εις το εξωτερικόν!..
Στο προτελευταίο κείμενο της έκδοσης ο συγγραφέας γίνεται –μετά τη
θεατρική κοινωνιολογία- και κριτικός των σεναρίων και των κινηματογραφικών
παραγωγών. Ειδικά για τις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου που σήμερα
θεωρούνται ήδη καλτ και αρκετά… δραματικές τόσον ώστε να προκαλούν τα γέλια. Ο
Μποστ προφητεύει σημειολογικά, όπως θα έκανε ίσως ο Ουμπέρτο Έκο, πιθανές
μορφές αγοραίας εκτροπής του κινηματογράφου, μια εποχή που ακόμα δεν είχαμε
ζήσει τον υπαρκτό σουρρεαλισμό των εμπορικών δραματικών σίριαλ. Βάλτε με το νου
σας, τι λογοπαίγνια και γλωσσικές φάρσες θα έστηνε ο μάγος αυτός της σάτιρας,
αναφερόμενος στα πρωινάδικα ή στις παπακαλιάτειες τραγωδίες…
Το τελευταίο κείμενο της έκδοσης, με τίτλο «Το επάγγελμα της μητρός μου»
(προφανώς κατά «Το αμάρτημα της μητρός μου») τερματίζει τόσο θανατερά το κοντέρ
του μποσταντζόγλειου χιούμορ, που αρνούμαστε να περιγράψουμε απρόσφορα και
μάταια εμείς εδώ, καν τα θέματα που θίγει…
Ο Μέντης Μποσταντζόγλου στην τελευταία συνέντευξη που είχε δώσει, είχε
αποφανθεί πως «όσο πιο αριστερός είναι κανείς, τόσο πιο πολύ χιούμορ πρέπει να
έχει». Αν υποθέσουμε πως υπάρχει παράδεισος, είμαστε απολύτως βέβαιοι πως αφού
άλλαξε την ορθογραφία σε όλες τις καθαρευουσιάνικες ταμπέλες του, ο Μποστ μας
παρακολουθεί και μας σχολιάζει καθισμένος στο ακρότατο ορεινό διάζωμα, πάνω
αριστερά…
Ο Βαγγέλης Χερουβείμ είναι σκιτσογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου