ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΟΥ
Ο “λόγος” δεν έχει μόνο να κάνει με την ικανότητα να
καταλαβαίνουμε τις “λέξεις”. Έχει πολύ περισσότερο να κάνει με το να
καταλαβαίνουμε “τον κόσμο”, σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό των Freire και
Macedo. Το δίπολο “φόβου” κι “ελπίδας” που κυριάρχησε σε αυτές τις εκλογές δεν
έχει λοιπόν να κάνει μονάχα με τις πολιτικές ρητορικές μιας κυνικής εξουσίας
από την μια, που ως συνήθως πολιτεύεται διαχειριζόμενη τον φόβο και την ανάγκη,
και τις δυνατότητες (όχι βεβαιότητες) ανατροπής της από την άλλη. Αλλά και με
την πρόσληψη και δημιουργία ενός άλλου “εαυτού”, και μέσα από αυτόν ενός άλλου
κόσμου, που μεγαλύνει από ξαρχής, μέσα από καλές και κακές στιγμές, την ιστορία
του ανθρώπου.
“Δε ζυγιάζω,
δε μετρώ, δε βολεύουμε, ακολουθώ το βαθύτερο μου χτυποκάρδι” έγραψε ο
Καζαντζάκης, με το μυαλό στο αντιφατικό, γεμάτο πισωγυρίσματα αλλά συναρπαστικό
(αποτελεσματικό σε επιμέρους, και γι' αυτό ελπιδοφόρο συνολικά )“ταξίδι” του
μυρμηγκιού που, όπως παρομοίασε ο ίδιος, σκάβει τον βράχο. Είναι αυτό το “έπος”
της μακροϊστορίας που εκδηλώνεται κάθε φορά που οι λαοί κι οι άνθρωποι αναμετρώνται
με την ιστορία, φτάνοντάς μας από τις σπηλιές στην πυρηνική ιατρική, κι από
τους άβουλους “ανθρώπους-πράγματα” στους “ανθρώπους-πολίτες”, υποκείμενα, και όχι μόνο αντικείμενα, της
ιστορίας, με “επιλογές” κι “υποχρεώσεις”.
Το κατέγραψε αυτό η γραφή στις ποικίλες μορφές της.
Εάν ο φόβος κυριαρχεί όχι μόνο στις πολιτικές ρητορικές των κυρίαρχων και στις
μιντιακές τους αναπαραστάσεις αλλά και στην
σύγχρονη λογοτεχνία, (βλέπε Π. Νικηφόρου, Καθημερινή 24/3/2013), ήταν η ίδια η γραφή, καταγραφέας του κόσμου
και “κοινωνικός προφήτης”, που τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 έβαλε σε
λέξεις την κοινωνικοπολιτική άνοιξη. “Ακόμη κι αν είσαι απόλυτα πεπεισμένος για
την απαισιοδοξία σου να δρας σα να ελπίζεις” έγραψε ο Καμύ, θυμίζοντας πως “η ελπίδα θα γεννηθεί απ' τους
απελπισμένους”.
Αν το σύγχρονο άτομο ζει απομονωμένο στον ολοένα και
περισσότερο απομονωτικό κι ανταγωνιστικό κόσμο του άκρατου καπιταλισμού, στο
Καφκικό τοπίο, όπου το μινιμαλιστικό κράτος του νεοφιλελευθερισμού κρατά για
τον εαυτό του μονάχα το δικαίωμα της όλο και πιο άγριας καταστολής και ξεπουλά
κάθε (προπληρωμένη από τους ίδιους μάλιστα) υπηρεσία πρόνοιας για τους υπηκόους του σε μεγαλοϊδιώτες, αναγκαία
συνθήκη για την αποδοχή “όλων αυτών” είναι να γραφικοποιήσουν στην συνείδησή
του τον μύθο του Ίκαρου (με την ανεπανάληπτη πτήση). Μα και την επίμονη
προσπάθεια του Οδυσσέα που ξαναβρήκε
τελικά τον “τόπο του”, και μέσα από αυτό ξαναβρήκε τον “εαυτό του”. Καθόλου τυχαία,
η έννοια του ήρωα γραφικοποιείται, και κάθε στοχοθεσία που υπερβαίνει τα όρια
που θέτει η ηγεμονική οπτική θεωρείται πια μαξιμαλισμός, ή ανευθυνότητα. Όχι
πλάνο ή υγιής φιλοδοξία.
Κι όμως, την ίδια
στιγμή, καθώς αυτό το άτομο φοβισμένο «ζει ψάχνοντας το μέρος της
ενότητας και της ολοκληρωτικής
πληρότητας που είχε βρει στην μήτρα της μάνας του», (Lacan, 1972, Cox, 1996,
σελ.123) αυτή η μήτρα γίνεται η νεότητα,
η ελπίδα, μια εν δυνάμει νέα συλλογικότητα. Εύθραυστη και πρόσκαιρη μα κι
εντελώς αναγκαία και πραγματική: «Ο Άλλος τον οποίο ο καθένας αναζητεί»
(Cunningham, 1991). Το εσωτερικό μας παιδί που ζει παντοτινά κρυμμένο μέσα μας
σ’ αναζήτηση της πληρότητας, κατευθύνοντας αυτήν την υποσυνείδητη επιθυμία ξανά
απέναντι στον Άλλον. Ξανά απέναντι στην συνύπαρξη δηλαδή, ονομαζόμενο ως «μια
άλλη ζωή», ένας δίκαιος κόσμος, ένας έρωτας, ένας συλλογικός, ελπιδοφόρος
αγώνας.
“Ένας χάρτης
του κόσμου δίχως την χώρα της ουτοπίας, είναι ένας χάρτης του κόσμου που δεν
αξίζει ούτε να τον κοιτάξει κανείς, αφού του λείπει η μόνη χώρα προς την οποία
η ανθρωπότητα πορεύεται πάντοτε” έγραψε ο “βέβηλος” Oscar Wilde.
Πράγματι.«Χρειαζόμαστε μια νέα θεωρία των αφηγήσεων,
της μυθολογίας και του ρόλου τους στην ωρίμανση όχι μόνο των παιδιών αλλά και
του πολιτισμού μας», σημειώνει η Anderson (1974). Αν η οικονομικοκοινωνική
ακρότητα της ηγεμονικής ματιάς ονομάζει κάθε τι εναλλακτικό ως ανώριμο ή ακραίο
σε έναν κόσμο αναγκαίας “βίαιης ενηλικίωσης” (χρησιμοποιώ τον γνωστό μνημονιακό
όρο για την σύγχρονη πορεία της ελληνικής κοινωνίας), είναι ενδιαφέρον πως
δημιουργούνται στην γραφή ή στα καρτούν “παιδικές ιστορίες υπερηρώων” που
μιλούν για κάτι σαν την ελπίδα, μέσα στην κατάρρευση όλων των παλιών θεσμών και
πλαισίων, ότι στο τέλος-τέλος κάποια υπεράνθρωπη κι όμως ανθρώπινη δύναμη (για
να δανειστώ την φράση του Postman) θα σώσει τον ανθρώπινο πολιτισμό από την
ίδια του την ακρότητα.
Ίσως αυτή
η δύναμη να είναι ο άνθρωπος που ξεπερνώντας τον φόβο θα γεννήσει (κατά πως
έγραψε ο Βύρων στον Μάνφρεντ) τον εαυτό του “από την ίδια του την ερημιά”.
Η Ελένη Καρασαββίδου είναι εκπαιδευτικός
Έρη Σκυργιάννη, Mindance, έγχρωμος γραφίτης σε χαρτί Α4, 2009 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου