16/11/13

Σκέψεις πάνω στα οροθετικά ερείπια

Με αφορμή ένα ντοκιμαντέρ

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΣΑΜΠΕΚΗ


Τα σπουδαία διανοητικά έργα αναγνωρίζονται –μεταξύ άλλων– και από την ανάγκη μας να επανερχόμαστε διαρκώς σε αυτά, αναζητώντας απαντήσεις, ιδέες, ερμηνευτικά πρίσματα, διεξόδους. Υπ’ αυτή την έννοια, το έργο του Τζόρτζιο Αγκάμπεν ίσως είναι παραπάνω από σπουδαίο. Ιδιαίτερα μάλιστα στο συγκείμενο της προϊούσας κρίσης, φαίνεται πως (δικαίως) έχει αναχθεί και πάλι σε σταθερό σημείο αναφοράς, εντός και εκτός Ελλάδας. Αυτό συμβαίνει γιατί ο Αγκάμπεν έχει διαγνώσει από πολύ νωρίς μια σειρά διεργασιών και μετασχηματισμών στο υπόδειγμα της υστερονεωτερικής βιο-εξουσίας, που σε συνθήκες άτυπης μεν, διαρκούς δε, κατάστασης «έκτακτης ανάγκης», καθιστούν πλέον το σύνολο του κοινωνικού σώματος (και ιδιαίτερα τους πιο ευάλωτους) σε δυνάμει homines sacri.[1] «Homo sacer», να λοιπόν μια έννοια που έρχεται από το μακρινό ρωμαϊκό παρελθόν για να εισβάλει στις σημερινές συζητήσεις για το μείζον κοινωνικο-πολιτικό διακύβευμα: την δημοκρατία και την ζωή στις σύγχρονες δημοκρατίες.

Ζωή στο όριο: η «γυμνή ζωή» του homo sacer
Ο homo sacer [εξάγιστος άνθρωπος], η πιο χαρακτηριστική φιγούρα που συναντά κανείς στο πρόσφατο έργο του Αγκάμπεν, και τίτλος του πιο δημοφιλούς του βιβλίου, είναι ένας χαρακτήρας του ρωμαϊκού δικαίου, ο οποίος τοποθετείται στο σημείο μηδέν της «γυμνής ζωής», αποβαλλόμενος από την κοινότητα με αφορμή κάποια πράξη του ή έγκλημα. Τέτοια είναι η οριακή φύση της ύπαρξής του, που ενώ ανάγεται στο ύψος του «ιερού», μπορεί να φονευθεί από οποιοδήποτε μέλος της κοινότητας, χωρίς η αφαίρεση της ζωής του να συνιστά φόνο ή θυσία, και χωρίς καμία συνέπεια γι’ αυτόν που του αφαιρεί τη ζωή. Έτσι, ο homo sacer αναδεικνύεται σε αρχέτυπο του αντικειμένου της κυρίαρχης βιο-εξουσίας· στο σημείο όπου η κυρίαρχη εξουσία, γυμνή στην ωμότητά της, επενεργεί πάνω στην ίδια τη ζωή. O homo sacer δεν είναι υποκείμενο πλέον καμιάς θεσμισμένης νοηματοδοτικής τάξης, κανενός λόγου, κανενός κανονιστικού πλαισίου· ούτε υποκείμενο διακαίου, ούτε υποκείμενο θρησκευτικής τάξης. Η ίδια η αφαίρεση της ζωής του φτάνει να στερείται νοήματος, αφού το πέρασμά του από την ύπαρξη στην ανυπαρξία είναι αδύνατο να κατηγοριοποιηθεί ως πράξη (δεν είναι φόνος, δεν είναι θυσία).

Η ύστερη νεωτερικότητα και οι δικοί της homines sacri
Ο λόγος όμως για τον οποίο αξίζει να επιστρέφουμε στη φιγούρα του homo sacer δεν εξαντλείται στο ιστορικό ή φιλοσοφικό ενδιαφέρον, αφού η εποχή μας, η εποχή της ύστερης νεωτερικότητας, μας έχει δώσει πλείστα παραδείγματα έκπτωσης ανθρώπων ή ολόκληρων ομάδων ανθρώπων στο επίπεδο της «γυμνής ζωής». Πώς αλλιώς να γίνει κατανοητή η μορφή εξουσίας που ασκήθηκε στους Εβραίους στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, πιο πρόσφατα, στους κρατούμενους του Γκουαντάναμο, ή σήμερα στους μετανάστες στις «δικές μας» Αμυγδαλέζες, παρά ως βιοπολιτική εξουσία; Ως εξουσία η οποία θεσμίζεται ακριβώς πάνω στην αναίρεση του νόμου που (την) επιβάλει; Αν λοιπόν η στιγμή του περάσματος από το υποκείμενο δικαίου στον homo sacer συμπίπτει με μια «εξαιρετική» στιγμή της κυρίαρχης εξουσίας, τότε η διαρκής κατάσταση εξαίρεσης –κατάσταση «έκτακτης ανάγκης»– στην οποία έχουμε περιέλθει τα τελευταία χρόνια, ήταν αναπόφευκτο εξαρχής να παραγάγει τους δικούς της homines sacri.

Αν, επομένως, σε ένα πρώτο αφαιρετικό επίπεδο είμαστε σχεδόν όλες και όλοι μας οιονεί homines sacri, καθώς μέσω των πρωτόγνωρα βίαιων μηχανισμών των μνημονίων και της τιμωρητικής λιτότητας απογυμνωθήκαμε από βασικά συνταγματικά μας δικαιώματα και ελευθερίες, ενώ αφεθήκαμε ευάλωτοι μπροστά στο φάσμα της φτώχεια και της εξαθλίωσης (μια διαδικασία που θα μπορούσε να κωδικοποιηθεί και ως το «γίγνεσθαι πρεκάριος»), σε ένα δεύτερο, πιο εντοπισμένο επίπεδο, γεννήθηκαν δίπλα μας αρχετυπικές μορφές του homo sacer. Μια τέτοια μορφή είναι αδιαμφισβήτητα αυτή των οροθετικών γυναικών, θυμάτων μιας επαίσχυντης επικοινωνιακής επιχείρησης, ενός σύγχρονου κυνηγιού μαγισσών, υπό την κάλυψη (αν όχι καθοδήγηση) του τότε υπουργού υγείας του ΠΑΣΟΚ, Αν. Λοβέρδου και την υποστήριξη του υπουργού (επίσης του ΠΑΣΟΚ) προστασίας του πολίτη, Μιχ. Χρυσοχοΐδη. Την υπόθεση των οροθετικών γυναικών στην πυκνή συνθετότητά της αναδεικνύει με συγκλονιστικό και ταυτόχρονα εναργές τρόπο η Ζωή Μαυρουδή στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ της με τον εύγλωττο τίτλο «Ερείπια» [Ruins].[2] Αποφεύγοντας το εύκολο μελό, αλλά και τον ρηχό δικαιωματικό λόγο, το Ruins καταφέρνει να αναδείξει τόσο τη δικαιική, όσο και την ηθική διάσταση του ζητήματος, χωρίς να αγνοεί το τραγικό προσωπικό βίωμα των ίδιων των οροθετικών, αλλά και των οικογενειών τους.

Οροθετικά ερείπια στην έρημο των μνημονίων
Ας θυμηθούμε εν τάχει τι συνέβη. Η επιχείρηση ενάντια στις οροθετικές γυναίκες είχε ήδη προαναγγελθεί από τους υπουργούς του ΠΑΣΟΚ, Αν. Λοβέρδο και Μιχ. Χρυσοχοΐδη, όταν οι τελευταίοι επέλεξαν λίγο πριν τις εκλογές του Μαΐου του 2012 να αναδείξουν σε πρωτεύον πρόβλημα της Αθήνας την «υγειονομική βόμβα» των μεταναστών. Ο πρώτος, επέλεξε να συγκεκριμενοποιήσει περεταίρω το πρόβλημα, τοποθετώντας το στον ιδιαίτερο χώρο των αρμοδιοτήτων του, την δημόσια υγεία. Ανέδειξε λοιπόν, σε μια σειρά δημόσιων παρεμβάσεών του το πρόβλημα των οροθετικών εκδιδόμενων γυναικών, οι οποίες ήταν υποτίθεται «παράνομες μετανάστριες» προερχόμενες κυρίως από την υποσαχάρια Αφρική, και αποτελούσαν μέγιστο κίνδυνο για την ελληνική οικογένεια, καθώς μόλυναν με τον ιό του HIV τους ανυποψίαστους Έλληνες πελάτες τους, που έρχονταν σε επαφή μαζί τους χωρίς προφυλάξεις. Προσπερνώντας το γεγονός της παντελούς έλλειψης στοιχείων για τη στήριξη των λεγομένων του πρώην υπουργού, αξίζει κανείς να επιμείνει στο σχήμα: η ανάδειξη ενός απειλητικού μιασματικού ξένου που εισβάλει στη χώρα απειλώντας τις ελληνικές οικογένειες με έναν θανατηφόρο ιό δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το αρχέτυπο του φυλετικού εθνορατσιμού. Το γεγονός μάλιστα ότι δεν αναγνωρίζεται από τον υπουργό καμία ευθύνη στο «Έλληνα» πελάτη των εκδιδόμενων γυναικών να πάρει προφυλάξεις κατά τη διάρκεια σεξουαλικής επαφής, αποδίδει εμμέσως ευθύνη, ίσως και πρόθεση στην ίδια την εκδιδόμενη γυναίκα η οποία σχεδόν παρουσιάζεται σαν να θέλει να μεταδώσει το νόσημα.

Το ότι δεν είχαμε να κάνουμε παρά με μια κακοστημένη, και μέχρι χθες αδιανόητη για τα δεδομένα ευνομούμενου κράτους, επιχείρηση εντυπώσεων για ψηφοθηρικούς λόγους, δεν άργησε καθόλου να φανεί. Πρώτα λοιπόν διαπιστώθηκε πως οι περισσότερες από τις γυναίκες που είχαν συλληφθεί δεν ήταν αλλοδαπές, ενώ στη συνέχεια αποκαλύφθηκε πως δεν ήταν καν ιερόδουλες, αλλά  οι περισσότερες τοξικοεξαρτημένα άτομα, σε άθλια κατάσταση, στο δρόμο.

Η έκπτωση λοιπόν των συγκεκριμένων γυναικών στην τάξη του homo sacer, αλλά και η βαθιά ρατσιστική/σεξιστική πτυχή της υπόθεσης μπορούν να ανιχνευθούν σε τέσσερα κυρίως επίπεδα: (1) Οι γυναίκες αυτές στοχοποιήθηκαν πρώτα και κύρια ως αλλογενείς μιασματικοί ξένοι/εισβολείς, που έπρεπε να συλληφθούν, να περιοριστούν υγειονομικά, να εκριζωθούν τελικά από το «υγιές» κοινωνικό σώμα. Ίσως φαντάζει σουρεαλιστικό, αλλά ο υπουργός υγείας σε τελική ανάλυση εμφανιζόταν ως αυτός που θα καθαρίσει την πιάτσα από τις οροθετικές γυναίκες, ώστε να μπορεί ο Έλληνας οικογενειάρχης να απολαμβάνει πιο ξέγνοιαστα και με ασφάλεια τις ελεύθερες ερωτικές του επαφές με τις «καθαρές» ιερόδουλες. (2) Ποινικοποιήθηκαν επιπλέον και στοχοποιήθηκαν ως ασθενείς, στο πλαίσιο ενός γκροτέσκου και πλήρως ανορθολογικού σκηνικού (πώς να αποτιμήσουμε τα γάντια και τις μάσκες των αστυνομικών που τις συνόδευαν και των υπόλοιπων ανθρώπων από την αστυνομία και τις ανακριτικές αρχές που ερχόντουσαν σε επαφή μαζί τους, όταν έχουμε να κάνουμε με μία ασθένεια που μεταδίδεται μέσω σεξουαλικής επαφής;). (3) Κατέστησαν θύματα μιας ακραίας εργαλειοποίησης από την εξουσία και αντιμετωπίστηκαν –απ’ ότι φαίνεται– ως αναλώσιμα αντικείμενα, ως «απόβλητα» της κοινωνίας, ως «πρεζάκια». Χρησιμοποιήθηκαν ως τα ελάχιστα στοιχεία μιας υπόθεσης, χωρίς δικαιώματα, έξω από το θεσμικό πλαίσιο προστασίας που προβλέπει η ιδιότητα του πολίτη· έξω από τους δικαιικούς και ηθικούς φραγμούς του φιλελεύθερου δημοκρατικού πλαισίου· σχεδόν έξω από την «ανθρωπινότητά» τους.[3] (4) Το παραπάνω στοιχειοθετείται και από το γεγονός πως παρότι οι κατηγορίες εναντίον τους σύντομα κατέπεσαν και έχουν όλες τους πλέον αποφυλακισθεί, παρότι το κατηγορητήριο αποδείχθηκε διάτρητο, παρότι ακολουθήθηκαν σωρεία έκνομων ενεργειών στις διαδικασίες προσαγωγής, εξέτασης και σύλληψής τους, οι οροθετικές γυναίκες δεν δικαιώθηκαν, δεν αποκαταστάθηκαν νομικά, ηθικά και κοινωνικά ποτέ.

Προς μια παραγωγική ντροπή
Η ιδιότυπη αυτή χορογραφία μεταξύ παράλογου, γκροτέσκου και τραγικού αναδεικνύεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο ντοκιμαντέρ της Μαυρουδή. Ένα ντοκιμαντέρ που μας δίνει έναν σοβαρό λόγο να αισθανθούμε ντροπή· να αισθανθούμε συλλογική ντροπή και συλλογική ευθύνη, αν όχι και ενοχή. Αυτή η συλλογική ευθύνη θα τοποθετείται στον αντίποδα της συλλογικής ενοχής που προωθεί η πολιτική τάξη του «μαζί τα φάγαμε» στην προσπάθειά της να εμπεδώσει τον περεταίρω κατακερματισμό του κοινωνικού και την καταβύθιση στην παραλυτική ενοχή της απραγίας. Είναι μια συλλογική ντροπή/ευθύνη για όλα αυτά που θα μπορούσαμε ίσως να έχουμε κάνει και δεν κάναμε ώστε να προλάβουμε ή να αποτρέψουμε την έκπτωση συνανθρώπων μας σαν τις οροθετικές στην τάξη του ανθρώπινου σκουπιδιού, σε ερείπια· είναι η συλλογική ευθύνη απέναντι σε ένα υπόλοιπο αλληλεγγύης και αντίστασης που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί. Είναι τελικά μια μορφή συλλογικής ενοχής για αυτά που δεν προλάβαμε ακόμα να καταφέρουμε, η οποία όμως προάγει την ενεργό συμμετοχή και αντίσταση, που προσανατολίζεται στην αλλαγή των όρων αναπαραγωγής της κοινωνικής μας συμβίωσης, ενώ κινητροδοτεί αποφασιστικά την ενεργό δράση και την ανάληψη της ευθύνης για τον άλλο.
Χρωστούμε νομίζω πολλές ευχαριστίες στην Ζ. Μαυρουδή για τούτη την δημοκρατικά παραγωγική συλλογική ντροπή.

Ο Γιώργος Κατσαμπέκης είναι υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ


[1] Giorgio Agamben, Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, επιμέλεια-επίμετρο Γιάννης Σταυρακάκης, Scripta, Αθήνα 2005.
[2] Ο πλήρης τίτλος του ντοκιμαντέρ είναι «Ruins: Chronicle of an HIV witch-hunt». Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. http://ruins-documentary.com/.
[3] Εξ ου και το αίτημα ορισμένων εξ αυτών που ζητούν να αναγνωριστούν ως άνθρωποι, αφού δείχνουν να αισθάνονται πως έχασαν ακόμα και αυτό: «Ξεφτίλισαν το γυναικείο φύλο, πρώτα μας ξεφτιλίσανε σαν γυναίκες και μετά σαν ανθρώπους. Ζητάω από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης να μην μας μεταχειρίζονται σαν αντικείμενα και ζώα, να μας βλέπουνε σαν ανθρώπους», λέει μία από τις οροθετικές, ενώ μια άλλη σημειώνει σε αντίστοιχο τόνο: «Είμαστε άνθρωποι πάνω απ’ όλα. Δεν είμαστε σκουπίδια. […] Να μην μας συμπεριφέρονται έτσι. Γιατί μας συμπεριφέρονται σαν τα τελευταία αποβράσματα. Δεν είναι έτσι όμως».

Δεν υπάρχουν σχόλια: