ΤΑΞΙΔΙΑ
ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ (1)
ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Μνήμη Μάρθας Πύλια
Τα Ταξίδια που
θα παρουσιάσουμε φέτος πραγματοποιήθηκαν όταν άρχισε να ενεργοποιείται το Βαλκανικό ηφαίστειο, δηλαδή όταν
εξελίξεις με αλυσιδωτές επιπτώσεις υπονόμευαν την ενότητα της ευρωπαϊκής
Τουρκίας, υποδεικνύοντας συγκεκριμένες προτάσεις για διαμελισμό της: Τα
Βαλκάνια βγήκαν από «την κατάψυξη», αρχικά με τη βοσνιακή κρίση (απόπειρα της
Ρωσίας να ελέγξει τα Στενά και της Αυστρίας να προσαρτήσει τη Βοσνία) και την
ταυτόχρονη αντίδραση στο εσωτερικό, με την εκδήλωση του κινήματος των
Νεοτούρκων (Ιούλιος 1908). Η νέα κατάσταση όχι μόνο περιπλέχτηκε, καθώς την
ευφορία ακολούθησε απογοήτευση, αλλά συνέβαλε και σε πολιτικούς
αναπροσδιορισμούς, τόσο στο εσωτερικό των βαλκανικών κρατών όσο και στο διεθνές
πλέγμα σχέσεών τους: Ο Φερδινάνδος τον Οκτώβριο ανακηρύσσει την ανεξαρτησία της
Βουλγαρίας, ενώ η Ρωσία, για να τον προσδέσει στο άρμα της, τον κάνει δεκτό με
βασιλικές τιμές στην κηδεία του δούκα Βλαδίμηρου τον Φεβρουάριο 1909. Τον
Αύγουστο, ο Μεχμέτ Ε΄ διαδέχεται τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, ενώ στην Ελλάδα
εκδηλώνεται το κίνημα στου Γουδή· το 1910 η αλβανική εξέγερση διευρύνεται,
πυροδοτώντας εστίες ανάφλεξης στο Μαυροβούνιο, όπου οι εξεγερμένοι έβρισκαν
καταφύγιο, αλλά και στα ανατολικότερα βιλαέτια, όπου η αναβαλλόμενη εφαρμογή
των μεταρρυθμίσεων γινόταν απειλητική· η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ως βαλκανική
Αλσατία-Λοραίνη, κορύφωνε το αντι-αυστριακό μένος στη Σερβία αλλά και τη
δυσπιστία απέναντι στη Βουλγαρία.
Η δυναμική αυτών των εξελίξεων εντάθηκε με τoν Ιταλο-τουρκικό πόλεμο (Σεπτέμβριος 1911) και
την επίθεση της Ιταλίας στην Τριπολίτιδα, συμβάλλοντας έτσι στην εγκατάλειψη
της πολιτικής διατήρησης του status
quo και ενισχύοντας την ιδέα της
δια-βαλκανικής συμμαχίας: Πράγματι, τα βαλκανικά κράτη, που στο μεταξύ είχαν
εξοπλιστεί, βρίσκονταν σε πολεμική ετοιμότητα, αλλά η μεταξύ τους δυσπιστία και
ο ανταγωνισμός έμενε ακόμη να υπερνικηθεί. Πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση δεν
έλειψαν: Από τη μια μεριά, η Ρωσία πίεζε τον Φερδινάνδο να συνάψει συμφωνία με
τη Σερβία· από την άλλη, ο Βενιζέλος, πριν ακόμα γίνει πρωθυπουργός, τον
Φεβρουάριο 1910, εκμυστηρεύτηκε στον J. D. Bourchier, ειδικό
ανταποκριτή των Times στα Βαλκάνια και φίλο του, ότι επιθυμούσε μια
ελληνο-βουλγαρική συμμαχία (D. Dakin, Η
ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, MIET, 1998,
290· Βalkan Studies 3/2,1962), θέση που έβαλε σε
εφαρμογή μετά το σχηματισμό κυβέρνησης (Οκτώβριος 1910).
Σ’ αυτή τη συγκυρία, οι βαλκανικές κυβερνήσεις,
παραμερίζοντας προς στιγμή την αδιαλλαξία και τον εθνικισμό, δρομολόγησαν
ανταλλαγή επισκέψεων και συνεννοήσεις, αποδεσμεύοντας έτσι ένα αξιοσημείωτο
ενδιαφέρον για ψύχραιμη δια-βαλκανική
γνωριμία και συνεννόηση. Τα ταξίδια
που παραδειγματικά ανασύρουμε, φωτίζουν ακριβώς σελίδες ιστορίας της πολιτικής
και της διπλωματίας στο προανάκρουσμα των Βαλκανικών πολέμων· ειδικότερα
συμπυκνώνουν τρόπους εκλαΐκευσης και μαζικής βίωσης της εθνικής ιδεολογίας και
προπαγάνδας, σε περίοδο αναγκαστικής
σύγκλισης. Μ’ αυτές τις επαφές
συγχρονίστηκαν μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, έγινε προσπάθεια για άρση του
Σχίσματος (1872) πατριαρχείου-Βουλγαρικής Εξαρχίας, κι ακόμα διατυπώθηκαν
ιστορικά και γλωσσολογικά βάσιμες θέσεις για τη (σλαβο)μακεδονική γλώσσα, που
είχε θεωρηθεί «σλαβοφανής» και ομηρικής προέλευσης. Οι πολιτικές εξουσίες
φρόντισαν έτσι να διαχυθεί στα ευρύτερα στρώματα ένα συμφιλιωτικό κλίμα, που έκανε τη συστράτευση σ’ ένα κοινό αγώνα για την πραγμάτωση των εθνικών δικαίων τους να φαντάζει όχι ως
οξύμωρο αλλά ως μονόδρομος· ορισμένοι μάλιστα από τους σοσιαλιστές που
αντιτάσσονταν στον πόλεμο που έβλεπαν να πλησιάζει, οραματίζονταν την υλοποίηση
της Βαλκανικής ομοσπονδίας, ακόμα και μέσα από παρόμοιες διπλωματικές κινήσεις
ή ως αποτέλεσμα «της συναδέλφωσης στο πεδίο της μάχης».
Η βαλκανική συνεννόηση και συστράτευση είχε πράγματι
αποτελέσματα, αντίθετα από εκείνη που είχε επιχειρήσει ο Χ. Τρικούπης, και
μάλιστα σημαντικά· διαφορετικά όμως από αυτά που περίμεναν οι «Λαοί», καθώς η
«συνεννόησις» δεν είχε μόνο σύντομη προθεσμία λήξης, αλλά οδηγούσε και σε
πολέμους που κληροδότησαν οξύτερους ανταγωνισμούς και εθνικά μίση. Οι
στρατιωτικές δηλαδή επιτυχίες των συνασπισμένων βαλκάνιων, στον Α΄ πόλεμο, που
γενικεύτηκε από τον Οκτώβριο 1912, ενίσχυσαν όχι μόνο τα χρηματιστήρια και τους
Ευρωπαίους παρατηρητές αλλά και τις
φιλοδοξίες για υλοποίηση της Μεγάλης ιδέας καθενός από τα βαλκανικά κράτη: ο τόπος, αν και είχε διευρυνθεί, στένευε τώρα ασφυκτικά, ενώ νέα επιμέρους αγκάθια, εδώ κι εκεί, παραπέμπονταν
σε διμερείς επιτροπές ή άλλα προέκυπταν απρόβλεπτα. Από τις συμμαχίες, η
ελληνο-βουλγαρική, η πιο αποφασιστική, δεν άντεξε στο χρόνο· η ψυχραιμία σύντομα υποχώρησε, μεταξύ
άλλων και ενόψει της εισόδου στον πόλεμο της έως τότε ουδέτερης Ρουμανίας, που
συνέβαλε στη διαμόρφωση νέων ενδο-συμμαχικών βαλκανικών μετώπων.
Τα φετινά Ταξίδια
θα κλείσουν με ένα κείμενο-ανταπόκριση εις
παραμονάς εκρήξεως Β΄ Βαλκανικού πολέμου και με ένα απόσπασμα από τη σύνοψη
των δύο Πολέμων που έγραψε ο Λ. Τρότσκι, αναμένοντας να υπογραφεί η Συνθήκη του
Βουκουρεστίου (10-8-1913).
Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική
ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Βούλγαροι
φοιτητές στην Αθήνα, Πάσχα 1911
H εκδρομή
των 294 Βουλγάρων φοιτητών, 36 φοιτητριών και 11 δημοσιογράφων, από 9 ως 14
Απριλίου 1911, όταν ανακοινώθηκε στον ελληνικό Τύπο, τον Ιανουάριο, ξάφνιασε
τόσο, στο εσωτερικό, εκείνους που δυσπιστούσαν σε πολιτικές αντι-οθωμανικές και
φιλο-βουλγαρικές όσο και στο Βελιγράδι και στην Πύλη, που φοβούνταν την
ανατροπή του βαλκανικού και ευρωπαϊκού status quo. Το αρχικό
σχέδιο να επισκεφθούν την Αθήνα Βούλγαροι βουλευτές, εξαιτίας ίσως υπόκωφων
αντιδράσεων στην Ελλάδα, τροποποιήθηκε σε εκπαιδευτική φοιτητική εκδρομή και
συνεπώς σε ενδο-πανεπιστημιακή υπόθεση. Μάλιστα η εκδρομή παρουσιάστηκε ως
πρωτοβουλία των ίδιων των φοιτητών, τα έξοδα της οποίας θα κάλυπτε η Σύγκλητος
του Πανεπιστημίου. Παρά τον υποβαθμισμένο πολιτικό της χαρακτήρα, η επίσκεψη
γινόταν φανερό ότι εγκαινίαζε, με τη σύμφωνη βέβαια γνώμη και των βουλγαρικών
αρχών, τη δηλωμένη από το προηγούμενο έτος «πολιτική» του Ελ. Βενιζέλου.
Εξάλλου, όχι τυχαία, την αναχώρησή τους από τη Βουλγαρία και την υποδοχή τους
στον Πειραιά παρακολούθησε με ενθουσιασμό πλήθος «Λαού», ενώ οι προσκεκλημένοι
είχαν ήδη παρουσιαστεί στον τύπο ως «πρέσβεις και κήρυκες της εγκαινιαζόμενης
νέας πολιτικής μεταξύ των δύο Λαών». Σήμερα γνωρίζουμε ότι η εκδρομή συνέπεσε
με τη γνωστοποίηση στη Σόφια της σχετικής πρότασης του Έλληνα πρωθυπουργού για
συμμαχία, μέσω του δημοσιογράφου και φίλου του J.
D. Bourchier, τον οποίο ήδη μνημονεύσαμε.
Εκτενής ειδησεογραφία, διανθισμένη με πολλές
φωτογραφίες, έκανε ευρύτερα γνωστή την εκδρομή των Βουλγάρων φοιτητών:
Αξιοσημείωτη πρώτα απ’ όλα είναι η μαζική υποδοχή που επιφυλάχτηκε στο
ατμόπλοιο «Νείλος», που τους μετέφερε από το Burgas [Πύργος] στον Πειραιά, στις 8 το πρωί· εδώ, με το που
αποβιβάσθηκαν, οι φοιτήτριες έψαλλαν τον ελληνικό εθνικό ύμνο «αρκετά
αρμονικά», ενώ «πλήθος αρκετά περίεργον συγκεντρωμένον εις την προβλήτα της
Τρούμπας» ζητωκραύγαζε. Μετά την προσφώνηση του αρχαιολόγου καθηγητή Αλ.
Φιλαδελφέα, Βούλγαροι και Έλληνες φοιτητές και φοιτήτριες «εν πυκνοτάτη
διαδηλώσει παρελαύνουν την παραλιακήν λεωφόρον υπό τους ήχους των κρουομένων
κωδώνων των ναών οι οποίοι εκ συμπτώσεως ετέλουν την ώραν εκείνην την λειτουργίαν της πρώτης αναστάσεως.».
Πολλές άλλες εκδηλώσεις έδωσαν στους φιλοξενούμενους την ευκαιρία για παρόμοιες
επαφές. Ειδικότερα, τους δεξιώθηκε η Σύγκλητος (καθηγητές Σπ. Λάμπρος πρύτανης,
Αλ. Φιλαδελφεύς, Εμμ. Κοντολέων κ.ά.) και δημοσιογράφοι: Δ. Καλαποθάκης (Εμπρός), Π. Γιάνναρος (Εσπερινή), Καλλιρόη Παρέν (Εφημερίς των Κυριών), αλλά, σύμφωνα με
τον υποστράτηγο Ανδρέα Στράτο, όχι και η «λεγόμενη πλουτοκρατία», η οποία «πάντοτε
άξενος και μόνον προσιτή εις τους Ευρωπαίους τραπεζίτας […], μόνην σκέψιν έχει
το θησαυροφυλάκιόν της εις ό εγκλείει την καρδίαν και τον νουν της» (Εμπρός 18-4).
Παρά τον ενθουσιώδη χαρακτήρα τής εκδρομής, που
απασχόλησε όχι λιγότερο και το βουλγαρικό τύπο, ακόμα και συμπολιτευόμενες
εφημερίδες αποδοκίμασαν την αδόκιμη κυβερνητική στόχευση. Υποστηρίχτηκε εκ των
υστέρων ότι, ξέχωρα από την αναρμοδιότητα των οργανωτών (το Πανεπιστήμιο και
όχι το Υπουργείο Εξωτερικών), παρόμοιες επαφές ήσαν «επιζημιώταται εις το Έθνος
πράξεις», ότι έγιναν «έκτροπα και αντεθνικά» και ότι έπρεπε να ματαιωθεί η
σχεδιαζόμενη ανταποδοτική επίσκεψη Ελλήνων φοιτητών στη Σόφια, με χρηματοδότηση
επίσης από ελληνικής πλευράς, γιατί οι δύο χώρες βρίσκονταν ακόμα σε αντιδικία:
«… καθ’ άς ημέρας διέτριβον εν Αθήναις οι Βούλγαροι φοιτηταί διηρπάζοντο υπό
των Βουλγάρων, βοηθεία της Τουρκικής λόγχης και παρά τας διατάξεις του
φαυλοτάτου των Νεοτούρκων Νόμου περί κυριότητος των ναών, μία Μονή και δύο
Εκκλησίαι» (Σκριπ 17-4). Στη Βουλή συζητήθηκε
επίσης το κόστος της φιλοξενίας, δεξιώσεων κ.λπ., σε σχέση με το γεγονός ότι οι
διωγμένοι από τη Βουλγαρία Έλληνες έμεναν ακόμα άστεγοι. Το παραπάνω
αντι-βουλγαρικό/οθωμανικό επιχείρημα σχολίασε ο Α. Στράτος: την απέδωσε σε
μερικούς Έλληνες (εννοεί πιθανότατα τους λεγόμενους «‘Φράγκους’ εθνικιστές των
Αθηνών») που επιθυμούν την τουρκική
«κακουργία» αντί του «συνδέσμου των Βαλκανικών Κρατών, όστις εν ολίγαις ημέραις
θα δύναται να παρουσιάση ακμαίαν στρατιωτικήν δύναμιν πλείονα των 400 χιλιάδων
ρωμαλέων και κάλλιστα ωπλισμένων ανδρών». Ο ίδιος, μάλιστα, αναπολώντας τους
ιστορικούς δεσμούς της Ελλάδας με τους βαλκάνιους, προέτρεψε ακόμα και τους
βασιλόπαιδες, που διάγουν «ήρεμον ζωήν», να ανταποδώσουν την επίσκεψη τόσο
στους Βουλγάρους όσο και σ’ όλους τους βαλκάνιους, γιατί κατά τη γνώμη του
«σήμερον οι καιροί ου μενετοί εισίν.».
Αν και επανειλημμένα δημοσιοποιείται ότι οι
ελληνομαθείς Βούλγαροι τραγούδησαν τον ελληνικό και το βουλγαρικό εθνικό ύμνο
και ότι χόρεψαν με τους ευζώνους, η φεμινιστική με σαφή ριζοσπαστισμό νότα
της εκδρομής σίγουρα δεν δυσαρέστησε λιγότερο από την πολιτική της στόχευση· ο
ίδιος αρθρογράφος του Σκριπ, που
αντιλαμβανόταν τους Έλληνες ως «τεταγμένους θεματοφύλακες φυσικούς του
πνευματικού τούτου εδωδιμοπωλείου της ανθρωπότητος» (όπως και οι αναγνώστες των
επιφυλλίδων που δημοσιεύονταν τότε στο Εμπρός
με τίτλο Το μυστικόν της γεροντοκόρης),
ανάμεσα στα «έκτροπα» θα εννοούσε και την ηχηρή παρουσία δύο τουλάχιστον
φοιτητριών που δήλωσαν φεμινίστριες (για «σουφραζέτες» έκανε λόγο ο τύπος) και
«σοσιαλίστριες» και έδωσαν συνέντευξη σε ισάριθμες εφημερίδες.
Από τη σχετική ειδησεογραφία για δεξιώσεις,
ξεναγήσεις των Βουλγάρων φοιτητών σε αρχαιολογικούς χώρους κ.λπ. μεταφέρουμε
εδώ αποσπάσματα της συνέντευξης του Προέδρου της επιτροπής της εκδρομής
Αντώνιου Ταπαβιτσάρωφ και εκείνη που έδωσαν δύο φεμινίστριες, η φοιτήτρια της
Νομικής Χρηστίνα Αντώνοβα και η Ιόβτσεβα.
***
Ο νεαρός Βούλγαρος, συμπαθής λίαν φυσιογνωμία,
τελειόφοιτος της Νομικής εκ Φιλιππουπόλεως ευηρεστήθη ν’ ανακοινώση εις τον
ημέτερον συντάκτην τα ακόλουθα.
Από μηνών ήδη είχεν αρχίσει να γίνεται λόγος εν
Βουλγαρία ιδίως εν τω τύπω περί συσφίξεως φιλικών μετά της Ελλάδος δεσμών.
Υφίστατο αίφνις βάσιμος διάδοσις ότι το πρώτον προς τούτο διάβημα θα εγένετο
παρ’ ομάδος Βουλγάρων βουλευτών ερχομένων εν Αθήναις. Εν τω μεταξύ εμανθάνομεν
εκ Κωνσταντινουπόλεως ότι καλλιτέρευσίς τις παρετηρείτο εις τας σχέσεις
Πατριαρχείου και Εξαρχίας. Ευκόλως λοιπόν εννοείτε ότι όλα ταύτα συνετέλεσαν
ώστε παρά τω Βουλγαρικώ λαώ να αφυπνισθή μεμελετημένον πλέον συναίσθημα
προσεγγίσεως φιλικής προς τον Ελληνικόν λαόν. Ως πάντοτε δε συμβαίνει, η
νεολαία και δη η Πανεπιστημιακή η επιθυμούσα ως εμπροσθοφυλακή να προηγήται εις
τας τοιαύτας εκδηλώσεις της κοινής γνώμης, εμπνεομένη επί πλέον εκ των ιστορικών
αναμνήσεων και της αγάπης προς το αρχαίον Ελληνικόν πνεύμα, ηθέλησεν όπως αύτη
προβή εις το πρώτον βήμα της επιθυμητής κατάστασης συσφίξεως των φιλικών δεσμών
διοργανούσα μίαν Ακαδημαϊκής εις Αθήνας εκδρομήν. […]Η απόφασις περί της
εκδρομής ανεκοινώθη επίσης παρ’ επιτροπής φοιτητών εις τον ημέτερον εν Σόφια
πρεσβευτήν κ. [Δ.] Πανάν, όστις ομοίως ηυχήθη υπέρ της επιτυχίας της.
[…]Απόδειξις της επιδοκιμασίας, ή ετυχεν εν Βουλγαρία η πρωτοβουλία ημών, είνε
το γεγονός ότι καθ’ όλους τους μεταξύ Σόφιας και Πύργου διαμέσους σταθμούς ο
λαός συνηγμένος επευφήμει ενθουσιωδώς ημάς αναχωρούντες εις Ελλάδα. Αλλά και η
ημετέρα κυβέρνησις δεν δυνάμεθα να είπωμεν ότι έμεινεν όλως αδιάφορος έναντι
της ημετέρας εκδρομής. […] Χωρίς να θέλωμεν να κάμωμεν πολιτικήν, όπερ είνε
έργον ξένον προς ημάς, είμεθα βέβαιοι ότι ήδη διά της εκδρομής ημών επετελέσθη
το πρώτον βήμα της συσφίγξεως φιλίας μεταξύ των δύο εθνών.[…]
(Συνέντευξις
μετά του Προέδρου των Βουλγάρων φοιτητών Τι μας είπεν ο κ. Α. Ταπαβιτσάρωφ, Εμπρός 12-4-11).
***
Αθηναίος δημοσιογράφος, ο κ. Πάρσιφαλ, είδεν
όπως όλοι μας τας Βουλγαρίδας φοιτητρίας, αλλ’ εφάνη φιλοπεριεργότερος όλων
μας. Επήγε κ’ εμίλησε μαζί των, τις ερώτησε και του έδωσαν μερικάς απαντήσεις,
αι οποίαι, αν και ήσαν γνωσταί εις μερικούς από ημάς, έγιναν ενδιαφερώτεραι την
στιγμήν που εγνώσθησαν εις ευρυτέρους κύκλους υπό του κ. συναδέλφου.
Χρηστίνα Αντώνοβα, η μία Βουλγαρίς, μας εδήλωσε
πως το Πανεπιστήμιον της Σόφιας αριθμεί 500 φοιτητρίας, πως η κυρία αύτη όπως
πολλαί άλλαι είνε σουφρατζέττα, πολιτειολόγος, δημοσιογράφος, επιστήμων –και
σοσιαλίστρια. Υποθέτω ότι, αφού τα εδιαβάσαμεν ημείς όλοι αυτά, δεν θα τα
παρέλειψαν κ’ οι φοιτηταί εκείνοι του Αθηναϊκού Πανεπιστημίου, οι οποίοι
βεβαίως θα εζήτησαν συγγνώμην από τον εαυτόν των διά την προ τριών εβδομάδων
διακήρυξίν των ότι η γυναίκα πρέπει να πάη να τηγανίση τους κεφτέδες εις την
κουζίνα κ’ ύστερα να φορέση λουστρίνια και μεγάλο καπέλλο και να γράψη ερωτικήν
επιστολήν: “Με τρέμοντα κάλαμον…”. Αυτό το “πρέπει”, το ίσον βία, δυνατόν να
ακούεται εις την Ελληνικήν Βουλήν ή την Πρωσσικήν ή την Ρωσσικήν, διά ν’
αναφέρωμεν τ’ απολυταρχικώτερα Κοινοβούλια, όχι βεβαίως εις ένα Πανεπιστήμιον.
Διότι κυρίως εις αυτό ο άνθρωπος μόλις πατήση το πόδι του πρέπει –ας πούμε και
ημείς ένα πρέπει– να μάθη ότι το μόνον που δεν δύναται να εμποδισθή είνε το
πνεύμα.
Αυτήν την ελευθερίαν του πνεύματος την
διετύπωσε τόσον πραγματικά άλλη Βουλγαρίς η κ. Ιόβτσεβα εις την ομιλίαν της με
τον κ. Πάρσιφαλ. “Κάθε ημέραν, είπε, εμαζεύοντο εις το σπίτι του πατέρα μου
πολλοί φίλοι του και συνωμίλουν διά τα πολιτικά του τόπου μας και της χώρας μας
εν γένει. Παρετήρησα τότε ότι, ενώ όλοι οι άνδρες νέοι και γέροι είχον το
δικαίωμα να ομιλούν και να εκφέρουν την γνώμην των, εγώ ήμουν υποχρεωμένη να
τους κυττάζω με κλειστό στόμα. Αυτό μ’ έκαμε να σκεφθώ ότι ο ανδρικός εγωισμός
υπετίμησε πολύ την αξίαν της γυναικός και υπερτίμησε την ιδικήν του και ότι ήτο
ανάγκη να ξυπνήση κ’ η γυναίκα και να ζητήσει εκείνο που της ανήκε”. Ήτο
ανάγκη. Μ’ αυτάς τας δύο λέξεις έβαλε η Βουλγαρίς κυρία όλον το γυναικείον
ζήτημα εις την θέσιν του. Ό,τι έρχεται και ό,τι ζητεί να γίνη είνε ανάγκη. Αν
δεν αισθανώμεθα ημείς οι άλλοι την ανάγκην του, με ποιο δικαίωμα μπορούμε ν’
απαγορεύσωμεν την ανάγκην εις την γυναίκα να μη θέλη να φτιάνη μόνον ντολμάδες;
Έπειτα η κ. Ιόβτσεβα αφηγήθη το τί έκαμεν αυτή
η ανάγκη της γυναίκας και εις την Βουλγαρίαν και αναγκάζομαι ν’ επαναλάβω τα
λόγια μου που έλεγα προ πέντε ημερών εδώ πα. Τι να τον κάμωμε τον αρνητικόν
φετφά (=γνωμοδότηση που εκδίδει ο μουφτής) μας, όσοι φετφατίζομεν κατά παντός
δικαιώματος, κατά πάσης ανάγκης της γυναικός να δράση όπως αυτή θέλει, εν όσω η
πραγματικότης χαμπάρι δεν γνωρίζει από την άρνησίν μας; Η πραγματικότης του
γυναικείου ζητήματος εις την Βουλγαρίαν έφθασε μέχρι της αναγνωρίσεως από το
Κράτος του δικαιώματος εις την γυναίκα να εκλέγεται μέλος των Εφορευτικών
Επιτροπών των σχολείων. Και με το δίκηο της συνεπέρανεν η κ. Ιόβτσεβα. “Αυτό
είνε τρόπον τινά αναγνώρισις του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, διότι η εκλογή των
μελών των Εφορευτικών Επιτροπών γίνεται διά ψηφοφορίας. Ελπίζομεν ότι πολύ
ταχέως θα κερδίσωμεν και το δικαίωμα του εκλέγειν”.
Μια τέτοια λογική κυρία δεν θα ηδύνατο παρά να
έδινε και την ορθοτέραν απάντησιν εις το ερώτημα πως αντελήφθη την θέσιν της
γυναικός εις την Ελλάδα. Πρέπει να την διαβάσουν, αν είνε δυνατόν, όλαι αι
γυναίκες μας εις πείσμα των ανδρών των: «Μου φαίνεται ότι διάγετε ήδη την
εποχήν του ιδεαλισμού. Ημείς την επεράσαμεν αυτήν την εποχήν. Ευρισκόμεθα εις
την εποχήν του πραγματισμού».
Δύο χρόνια ζητούμεν Ανόρθωσιν, μία ξένη κυρία
μάς την έδωσε δι’ όλα μας, με την
ανωτέρω φράσιν της. Ότι δεν θα επωφεληθούμε αυτής της αληθείας ημείς οι άνδρες,
δεν σημαίνει πως απαγορεύεται εις τας γυναίκας μας να την αντιληφθούν. Προ
καιρού έχω καταλήξει εις ένα εύελπι συμπέρασμα: Ημείς οι άνδρες παναπετύχαμεν
εις τον τόπον μας, διατί να μην αρχίσουν αι γυναίκες μας;
(Δ.Χ.,
Χρονογραφήματα. Αι Βουλγαρίδες, Σκριπ
14-4-11)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου