16/2/13

Το 1917 και το Πλάνο

Αλληλοαναιρούμενες διάρκειες, συνέχειες και τομές

ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Στις μέρες μας, ο απόηχος της επανάστασης του Οκτώβρη φτάνει με μορφές ανακλασμένες από φαινόμενα ιστορικής σκέδασης. Η «επιφάνεια» πάνω στην οποία πέφτουν τα γεγονότα του 1917 και «διασκορπίζονται» είναι η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού που παρουσιάζει τον καπιταλισμό ως το πλέον φυσικό σύστημα, που επειδή είναι φυσικό, δεν μπορεί και να αμφισβητηθεί. Όμως, όπως επισημαίνει και το οπισθόφυλλο του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου Το διαρκές 1917, των εκδόσεων ΚΨΜ και της ομάδας Rednotebook, η επανάσταση του Οκτώβρη συνέβη, σε πείσμα των αυτονόητων “κατασκευών” εισάγοντας τη λογική της ιστορίας στις μάζες, καθιστώντας δηλαδή ορατή στα μάτια του κόσμου τη δομή της κοινωνίας και τις δυνατότητες μετασχηματισμού της. 
Σήμερα και η ελάχιστη παρουσία του κράτους στην οικονομία, ειδικά στην Ελλάδα που η οικονομία της καταστρέφεται μέρα με την μέρα, κατακεραυνώνεται ως μια επιβίωση μορφών της σοβιετικής οικονομίας. Ποιες ήταν όμως οι αρχές της σοβιετικής οικονομίας, τι ρόλο έπαιξε η επανάσταση στον προσδιορισμό τους, που οφειλόταν η αναποτελεσματικότητα της και σε τι μπορεί η γνώση αυτή να ωφελήσει την στρατηγική μιας σύγχρονης αριστεράς;

Η επανάσταση του 1917 συνδέεται με δύο απόπειρες συνολικής ρύθμισης του οικονομικού πεδίου υπό έκτακτες συνθήκες. Η πρώτη απόπειρα συνέβη τον καιρό του Εμφυλίου πολέμου (1917 – 1921) με την εφαρμογή του λεγόμενου πολεμικού κομμουνισμού, δηλαδή, της βίαιης κοινωνικοποίησης όλων των όρων της παραγωγής που οδήγησε σε καταστροφικά οικονομικά αποτελέσματα. Η αποτυχία του πολεμικού κομμουνισμού ανάγκασε τις επαναστατικές δυνάμεις να εφαρμόσουν την λεγόμενη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) (1921 – 1928) για να αναπτερώσουν την παραγωγή, με την εισαγωγή αγοραίων λειτουργιών και με το να επιτρέψουν τη λειτουργία μιας μικτής οικονομίας. Η εφαρμογή του κεντρικού σχεδιασμού και η εγκαθίδρυση ενός ελέγχου των κλάδων, των επιχειρήσεων  και της παραγωγής με την κατάστρωση οικονομικών πλάνων ξεκίνησε εντατικά αρχές του 1930 και διαμόρφωσε αυτό που ονομάστηκε αργότερα «υπαρκτός σοσιαλισμός»[1]. Πριν, στο πεδίο των ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων, είχαν επικρατήσει δύο προσεγγίσεις που προσδιόρισαν το χαρακτήρα του νέου οικονομικού θεσμού.
Ο κεντρικός σχεδιασμός αποτελεί τομή με το πνεύμα της οκτωβριανής επανάστασης, εφόσον, με πολιτικά βίαιο τρόπο «έλυσε» δύο βασικές αντιθέσεις που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου 1917 – 1930. Η αντίθεση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων «λύθηκε» υπέρ των πρώτων. Αυτή η συγκεκριμένη «λύση» κατήργησε τον «πόλεμο» εναντίον του οικονομισμού που είχε αναπτυχθεί  στο εσωτερικό του μπολσεβίκικου κόμματος από τον Λένιν, την προηγούμενη περίοδο, και ανάθεσε στη κεντρική αρχή σχεδιασμού την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με την μορφή συγκεκριμένων κλάδων της βαριάς βιομηχανίας και της παραγωγής μέσων παραγωγής. Η δεύτερη αντίθεση, που αφορά στο διαχωρισμό της πνευματικής από τη χειρωνακτική εργασία και της  λειτουργίας της διεύθυνσης από τη λειτουργία της εκτέλεσης, «λύθηκε» και αυτή υπέρ της από τα πάνω  καθοδήγησης  της παραγωγής  από την κεντρική αρχή σχεδιασμού και το πενταετές πλάνο δημιουργώντας έτσι ένα μετακαπιταλιστικό πλαίσιο παραγωγής ενός κοινωνικού σχηματισμού που βρισκόταν σε πορεία μετάβασης προς τον σοσιαλισμό[2]. Η σε κρατική βάση κοινωνικοποίηση της παραγωγής δεν σήμαινε και αναίρεση του διαχωρισμού των εργαζόμενων από τα αποτελέσματα της εργασίας τους. Αντίθετα, όπως θα φανεί από τη μετέπειτα πορεία εξέλιξης του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αυτή η κρατική κοινωνικοποίηση των όρων παραγωγής, η βίαιη κολεκτιβοποίηση της γης και ο πολιτικός αυταρχισμός – ολοκληρωτισμός του σταλινικού καθεστώτος θα διευρύνουν τη διάσταση εργαζόμενων – αποτελεσμάτων παραγωγής. Οι μετακαπιταλιστικές κοινωνίες του «υπαρκτού» έμειναν για πάντα μετακαπιταλιστικές χωρίς να γίνουν ποτέ σοσιαλιστικές.
Ο κεντρικός σχεδιασμός, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 70, είχε να επιδείξει σοβαρά επιτεύγματα σε σύγκριση με τις οικονομίες της «ελεύθερης» αγοράς. Οι ανατολικές κοινωνίες βιομηχανοποιήθηκαν γρήγορα, αναπτύσσονταν με πολύ υψηλούς ρυθμούς αλλά ποτέ δεν απόκτησαν την ανταγωνιστικότητα των δυτικών οικονομιών. Από το 1970 και μετά, οι κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες άρχισαν να φθίνουν μέχρι και τη κατάρρευση τους στα τέλη της δεκαετίας του 80.
Οι κριτικές που αναπτύχθηκαν για τις λειτουργίες και τα αποτελέσματα του κεντρικού σχεδιασμού ήταν δύο ειδών: Μια δεξιά και μια αριστερή. Η δεξιά κριτική επικαλούνταν τις απόψεις των νεοκλασικών οικονομολόγων και των οικονομολόγων της πληροφορίας και υποστήριζε πως η κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία των κρατικών επιχειρήσεων δεν λειτουργεί στο βέλτιστο σημείο και γενικά δεν μπορεί να παράγει βέλτιστες τιμές που αποτελούν τον πραγματικό καθοδηγητή των οικονομικών υποκειμένων. Βέλτιστες τιμές επιτυγχάνει μόνο η ελεύθερη αγορά. Στο ίδιο πλαίσιο, μια ελαφρά αναβαθμισμένη κριτική, υποστήριζε ότι δεν είναι τόσο η έλλειψη των βέλτιστων τιμών όσο η έλλειψη αυτονομίας των παραγωγικών μονάδων. Οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να επενδύσουν, ούτε να απευθυνθούν στη πελατεία που θέλουν, ούτε να καθορίσουν τις τιμές και κατά συνέπεια τα ποσοστά κέρδους που επιθυμούν.
Από την άλλη, η αριστερή κριτική επικεντρωνόταν στο ακριβώς αντίθετο πεδίο. Ισχυριζόταν ότι στις οικονομίες του κεντρικού σχεδιασμού επικρατούν σε τέτοιο βαθμό οι εμπορευματικές σχέσεις που είναι αδύνατη η εμβάθυνση του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής και είναι σχεδόν βέβαιη η παλινόρθωση του καπιταλισμού, αν δεν έχει ήδη παλινορθωθεί, στις λαϊκές δημοκρατίες. 
Εν συντομία, μπορούμε να πούμε ότι και οι δύο κριτικές είχαν λάθος. Η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία λειτουργούσε κοντά στο βέλτιστο σημείο που είχε αποφασίσει ή ίδια. Η κατανομή των πόρων μεταξύ των οικονομικών δραστηριοτήτων που είχε αποφασίσει το πλάνο γινόταν, τουλάχιστον ως προς την ποσοτική διάσταση, αποτελεσματικά. Ο οικονομολόγος Peter Murrell διεξήγαγε πλήθος εμπειρικών μελετών και διαπίστωσε πως οι κρατικές επιχειρήσεις λειτουργούσαν πολύ κοντά στο βέλτιστο σημείο της τεχνολογίας τους και πως η εφαρμογή στο μακροοικονομικό επίπεδο των αμερικάνικων αναπτυξιακών προτύπων θα επέφερε μια μικρή και μόνο βελτίωση στο ΑΕΠ[3] της Σοβιετικής Ένωσης. Από την άλλη, η αυτονομία των επιχειρήσεων είχε επιτευχθεί σε αρκετές οικονομίες της ανατολικής Ευρώπης, με τη διευρυμένη  εισαγωγή θεσμών της αγοράς, αλλά και πάλι παρατηρούνταν μεγάλες ελλείψεις στην αγορά σε καταναλωτικά προϊόντα κυρίως. Άρα, ούτε στο μη βέλτιστο χαρακτήρα, ούτε στην έλλειψη επαρκούς αυτονομίας των παραγωγικών μονάδων θα μπορούσε κανείς να αποδώσει τα προβλήματα του κεντρικού σχεδιασμού.
Στο άλλο άκρο, η αριστερή κριτική κατέφυγε στον «φετιχισμό» προκρίνοντας την κατάργηση των εμπορευματικών σχέσεων. Οι ανεπτυγμένες εμπορευματικές σχέσεις είναι βέβαια ίδιον του καπιταλισμού αλλά η εξαφάνιση τους δεν σημαίνει αυτόματη επικράτηση του κομμουνισμού. Οι αριστεροί κριτές μπερδεύουν τη μορφή των παραγωγικών σχέσεων (εμπορευματικές σχέσεις) με τις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις. Θεωρητικά και πρακτικά είναι δυνατόν να υπάρξει άμεση κοινωνικοποίηση της παραγωγής με πλήρη εξαφάνιση των εμπορευματικών σχέσεων και ταυτόχρονα ολικός χωρισμός των εργαζόμενων από τους όρους και τα αποτελέσματα της παραγωγής, δηλαδή, με ολική οπισθοχώρηση των παραγωγικών σχέσεων. Ο στρατός και η μοναστική ζωή είναι δύο τέτοια συστήματα απολυταρχικού τρόπου παραγωγής με εξαλειμμένη την εμπορευματική παραγωγή. Δεν πρόκειται βέβαια για σοσιαλιστικά συστήματα.
Ανακεφαλαιώνοντας, θα λέγαμε πως, κυρίως, στον κεντρικό σχεδιασμό οφείλονται τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που πήραν οι οικονομίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η αναποτελεσματικότητα τους δεν οφείλεται στην έλλειψη των λειτουργιών της αγοράς και των βέλτιστων τιμών, ούτε βέβαια στην επικράτηση των εμπορευματικών σχέσεων ως μορφών παλινορθωμένου καπιταλισμού. Η κρίση, πρώτα, και η κατάρρευση, έπειτα, των κεντρικά σχεδιασμένων οικονομιών οφείλονται στην ανυπαρξία ενός σημαντικού αναπαραγωγικού μηχανισμού. Η έλλειψη συγκεκριμένης αγοράς κεφαλαίου στάθηκε πολύ σημαντική αιτία για αυτό. Χωρίς την αγορά κεφαλαίου οι κρατικές επιχειρήσεις έχουν δύο επιλογές, ή να παλιώσουν και να σταματήσουν να παράγουν, ή το κράτος να τις διασώσει παρατείνοντας με κάποιο τρόπο τη ζωή τους. Αντίθετα, με την αγορά κεφαλαίου η επενδυτική απόφαση θα λαμβάνονταν εγκαίρως αυξάνοντας την αποδοτικότητα του συστήματος[4]. Περιορίζοντας την κουβέντα στο οικονομικό πεδίο θα λέγαμε πως ο κεντρικός σχεδιασμός απέτυχε στο στόχο που ο ίδιος είχε βάλει, και που ήταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Χωρίς οργανωμένη αγορά κεφαλαίου η ορμή των αρχικών επενδύσεων χάνει το momentum της και οι παραγωγικές δυνάμεις δεν αναπτύσσονται. 
Σήμερα που το κεφάλαιο «απεργεί» ή απέχει από τις επενδύσεις, σήμερα που ο ιδιωτικός έλεγχος των παραγωγικών δομών της οικονομίας εκφράζεται μέσω χρηματικών τίτλων, η σύγχρονη αριστερά πρέπει να σκεφτεί ξανά τι μπορεί να κοινωνικοποιηθεί και με ποιο τρόπο. Ίσως, η κοινωνικοποίηση των αποφάσεων επένδυσης, δηλαδή, ενός σοβαρού τμήματος της κεφαλαιαγοράς να είναι μια σοβαρή στρατηγική πρόταση, στην εποχή που το κεφάλαιο κοινωνικοποιεί το χρέος και τις ζημιές. Χρειάζεται όμως διατήρηση και έλεγχος των κοινωνικοποιημένων όρων παραγωγής και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων, χωρίς κλείσιμο της απόστασης του εργαζόμενου από το αποτέλεσμα της δουλειάς του, χωρίς δηλαδή ένα ξαναδιάβασμα του «πνεύματος του 1917».
  
Ο Πέτρος Σταύρου είναι οικονομολόγος


[1] Δες, «Κρατικός Σχεδιασμός και επιχείρηση στην ΕΣΣΔ», Γιάννης Μηλιός, Περιοδικό «Θέσεις», Τεύχος 33, περίοδος Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1990.
[2] Δες, «Σχέδιο και Αγορά στις Σοσιαλιστικές Οικονομίες», Γιώργος Σταμάτης, Εκδόσεις Κριτική, 1988.
[3] The red and the black, Seth Ackerman, Jacobin Magazine, Issue 9.
[4] Δες όπως και παραπάνω

Δεν υπάρχουν σχόλια: