1/12/12

Οριενταλισμός και επιστημονική ρητορεία

Σημειώσεις πάνω στην επιβολή του δυτικού πολιτισμού μέσω της επιστημονικής ρητορείας με αφορμή το βιβλίο  του Tobby Huff «The Rise of Early Modern Science»

ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΠΑΝΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
Χριστίνα Μαϊφόση
Όσα ακολουθούν αποτελούν μια προσπάθεια κατανόησης της οριενταλιστικής διαβρωμένης εικόνας που κυριαρχεί στη Δύση για την Ανατολή και του ρόλου που συντέλεσε σε αυτή η ανάλυση του επιστημονικού φαινομένου. Η επικράτηση της δυτικής επιστήμης, ως ένα σύνολο ιδεών και πρακτικών, δεν βασίζεται μόνο στην παραγωγή θεωριών ερμηνείας της φύσης αλλά και σε ένα ολόκληρο εγχείρημα ρητορείας, πειθούς και στρατηγικών νομιμοποίησης που τις συνοδεύει και τις καθιστά αδιαμφισβήτητες και αντικειμενικές αποσυνδέοντας τες από τα κοινωνικά και ιδεολογικά θεμέλια που τις γέννησαν. Μία ρητορεία που στοχεύει να αναδείξει τη δυτική επιστήμη ως το μοναδικό και απολύτως αντικειμενικό τρόπο προσέγγισης της λειτουργίας της φύσης, αποκλείοντας συγχρόνως οποιονδήποτε άλλο. Αυτή η αντίληψη, άλλωστε, καθιστά την επιστήμη βασικό μοχλό επικυριαρχίας.

Δεν πρέπει λοιπόν να μας ξενίζει το γεγονός πως βασικός πυλώνας της δόμησης της  ανωτερότητας του δυτικού πολιτισμού έναντι άλλων αποτέλεσε η επιστημονική και τεχνολογική υπεροχή του, που θεμελιώνεται από το 17ο αιώνα, και μεταφράστηκε σε πολλές περιπτώσεις και σε φυλετική υπεροχή. Η συγκεκριμένη αφήγηση επέτρεψε άλλωστε στη Δύση να ορίσει την ταυτότητά της με βάση κριτήρια και σημεία στα οποία υπερτερούσε η ίδια. Έχει σημασία λοιπόν να εξετάσουμε τη δυτική επιστήμη και σε αυτή τη διάστασή της, ως μια σχέση εξουσίας μεταξύ κοινωνιών με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές και αξίες. Η Ανατολή για αιώνες υπηρέτησε την προβληματική, κατασκευασμένη εικόνα του Άλλου, του διαφορετικού πολιτισμού. Ήταν άλλωστε μια εικόνα με πολιτική σημασία, γιατί συντέλεσε στην άσκηση εξουσίας της Δύσης πάνω στον υπόλοιπο κόσμο, επιτρέποντάς της να προχωρά απρόσκοπτα στην αποικιοκρατική της πολιτική, η οποία επικαλύφθηκε με το μανδύα του εκπολιτισμού. Ο εκχριστιανισμός των «βάρβαρων» πολιτισμών μετατράπηκε σταδιακά σε «εκπολιτισμό», μέσω της ιατρικής, της μηχανικής, του ηλεκτρισμού και άλλων εκφάνσεων του επιστημονικού εγχειρήματος.
Το ιστοριογραφικό σχήμα του βιβλίου του Huff «The Rise of Early Modern Science» ακολουθεί κυρίως την ανάπτυξη ενός κεντρικού ερωτήματος: γιατί η ανάδυση της σύγχρονης επιστήμης έγινε εφικτή στη Δύση και όχι στην Ανατολή – ένα ερώτημα παραπλήσιο με αυτό που πρώτα έθεσε ο ιστορικός της κινέζικης επιστήμης J. Needham τη δεκαετία του ’50. Έχοντας ως αφετηρία το ερώτημα αυτό, ο Ηuff μελετά τις κοινωνικές δομές δύο πολιτισμών με ανεπτυγμένη την επιστημονική και τεχνολογική τους διάσταση, τον αραβικό και τον κινέζικο, που όμως δεν κατάφεραν να τη συστηματοποιήσουν και να την αναδείξουν, υψώνοντάς την σε ένα ανώτερο επίπεδο, σε αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί σύγχρονη επιστήμη.
Πιο συγκεκριμένα, η δυτική επιστήμη παρουσιάζεται από τον Huff σαν το επιστέγασμα των διανοητικών προσπαθειών των πολιτισμών να συγκροτήσουν ένα οργανωμένο οικοδόμημα ιδιοποίησης του κόσμου. Έτσι, τόσο ο κινέζικος όσο και ο αραβικός πολιτισμός αναγκάζονται στο βιβλίο του Huff να ασπαστούν το ρόλο του απολογητή, αποδεχόμενοι τις διαφοροποιήσεις τους με το δυτικό πολιτισμό ως αδυναμίες. Οι δύο πολιτισμοί κατά το συγγραφέα συνέβαλλαν αλλά δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν το εγχείρημα της σύγχρονης επιστήμης, εξαιτίας του ότι τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επιστήμης μπορούσαν να γεννηθούν μόνο μέσα στην ιδιαιτερότητα της Δύσης. Εύλογα, στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, με ποια διαδικασία η σύγχρονη επιστήμη ανεξαρτητοποιείται από τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που τη γέννησαν και κατά συνέπεια γιατί θα πρέπει να γίνει αποδεχτή από πολιτισμούς με διαφορετικά χαρακτηριστικά ως αξιακά ανώτερη; 
Τον Huff στο βιβλίο του ένας τέτοιος προβληματισμός δεν φαίνεται να τον απασχολεί, μιας και δέχεται a priori την ανωτερότητα της δυτικής επιστήμης και κατ’ επέκταση της Δύσης έναντι της Ανατολής. Ποια είναι όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης επιστήμης, και επίσης πώς ορίζεται αυτό το δίπολο Δύσης και Ανατολής; Ο Ηuff απαντά και στα δύο ερωτήματα χρησιμοποιώντας έναν αναχρονισμό, με έντονες πολιτικές διαστάσεις.
Στην αναζήτηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της δυτικής επιστήμης, ο συγγραφέας βασίζεται στις τέσσερεις αρχές του ethos of science που εντόπισε ο Merton τη δεκαετία του ‘40: καθολικότητα, κομμουναλισμός, ανιδιοτέλεια και οργανωμένος σκεπτικισμός. Τα χαρακτηριστικά αυτά, που ο Merton τα στοιχειοθέτησε τον 20ο αιώνα, ο Huff προσπαθεί να τα προβάλει στη δυτική σκέψη του 13ου-14ου αιώνα, και ταυτόχρονα να σημειώσει την απουσία τους από την αντίστοιχη σκέψη στον αραβικό και κινέζικο κόσμο. Το εγχείρημά του, παρά τις πλούσιες ιστορικές αναφορές στον κινεζικό και αραβικό πολιτισμό, σε ελάχιστα σημεία γίνεται πειστικό. Για παράδειγμα, αναφέρει ως κύριο πρόβλημα για τη μη ανάδειξη της σύγχρονης επιστήμης στον αραβικό κόσμο το γεγονός πως η αραβική επιστήμη έπρεπε να εναρμονίζεται φιλοσοφικά με τη θρησκεία, κάτι όμως που την περίοδο εκείνη ήταν μια πολιτισμική αναγκαιότητα και στην Ευρώπη. Επίσης, υπογραμμίζει έντονα το χάσμα μεταξύ της πεφωτισμένης ελίτ και των μαζών στον αραβικό πολιτισμό, ένα φαινόμενο όμως που παρατηρείται εμφανώς και στο δυτικό κόσμο της συγκεκριμένης περιόδου. Τέλος, ο Huff επισημαίνει την έντονη ανελευθερία της μετάδοσης γνώσης στον ισλαμικό κόσμο σε σχέση με τη Δύση, ενώ λίγο προηγουμένως έχει αναφερθεί στις εκατοντάδες βιβλιοθήκες του αραβικού κόσμου και στην πλουραλιστική, εξαιτίας της έντονης προσωποποίησής της, γνώση που πρόσφεραν τα Madrasas.
Για να αποκτήσουμε όμως μια πληρέστερη εποπτεία της ιστοριογραφικής αφήγησης του Huff, πρέπει να μελετήσουμε τις προεκτάσεις που έχει η θέση αυτή στο σήμερα. Η παρουσίαση της δυτικής επιστήμης ως κορύφωση της διανοητικής εξέλιξης των ανθρώπινων πολιτισμών, έχει ως άμεση συνεπαγωγή την ανωτερότητα του δυτικού πολιτισμού έναντι των υπολοίπων. Η ανωτερότητα αυτή όμως για να γίνει δεκτή πρέπει να αντικειμενικοποιηθεί: η δυτική επιστήμη πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί από τις πολιτισμικές της αφετηρίες, να παρουσιαστεί ως ένα εγχείρημα προσέγγισης της «αλήθειας» και να εγκαθιδρυθεί ως το μοναδικό καθολικό ερμηνευτικό εργαλείο, που θα πρέπει πλέον να γίνει αποδεκτό από όποια κοινωνία θα θέλει να αποτελεί μέρος της «προόδου». Η αποδοχή αυτή, από πολιτισμούς πέραν του δυτικού, γίνεται ακόμα ευκολότερη αν αναγνωριστεί στη σύγχρονη επιστήμη η συμβολή των πολιτισμών αυτών, αλλά και συγχρόνως η αδυναμία τους να την προσεγγίσουν χωρίς τη συμβολή της Δύσης. Αυτή, τελικά, η διάσταση αποτελεί και το βασικό προκείμενο της προσέγγισης του Huff.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στον πρόλογο του έργου του, η αποδοχή της ανωτερότητας της δυτικής επιστήμης, και κατ’ επέκταση ολόκληρου του πολιτισμικού φορτίου που αυτή φέρει, δεν θα πρέπει να γίνει με βία ή με καταναγκασμό, αλλά βάσει αναγκαιότητας. Η αναγκαιότητα όμως είναι μια συνθήκη που απαιτεί συγκεκριμένη ρητορεία και πειθώ, κι αυτό ακριβώς ο Huff επιχειρεί στο έργο του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός, πως το συγκεκριμένο βιβλίο διδάσκεται σε σχολεία των ΗΠΑ, ενώ έχει μεταφραστεί μέσα σε ελάχιστο χρόνο σε Αραβικά, Κινέζικα, Τούρκικα και Κορεάτικα, βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο και τις δυτικόφιλες κοινότητες των συγκεκριμένων κρατών να οχυρώσουν τη ρητορεία τους. Παραφράζοντας λοιπόν τη γνωστή φράση του Clausewitz, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως «η επιστήμη είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα».  

Ο Γρηγόρης Πανουτσόπουλος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πρόγραμμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια: