Ο αυτοπροσδιορισμός μπροστά στην ιστορία.
Οι πολιτικές της αφήγησης στα πεζά του
Στη Ρηνιώ,
για τις ημέρες του 80
Τον Χρόνη Μίσσιο τον γνωρίσαμε ευρύτερα το
1985, με το αφήγημά του ...Καλά, εσύ
σκοτώθηκες νωρίς, ένα βιβλίο που έκανε αμέσως αίσθηση και έγινε αγαπητό σε
μια χρονική στιγμή όπου οι νοοτροπίες της αριστεράς των παραδοσιακών γραμμών
και της μηχανιστικής συνθηματολογίας έμοιαζαν ηττημένες. «Έμοιαζαν», όπως έλεγε
και ο ίδιος, μερικά χρόνια αργότερα, «αλλά ήταν;». Ωστόσο, τόσο αυτό, όσο και
το δεύτερο βιβλίο του, Χαμογέλα ρε, τι
σου ζητάνε; που εκδόθηκε το 1988, απέκτησαν τη δημοφιλία τους ως ένα είδος
αμφισβητησιακής μαρτυρίας που γεννήθηκε από και επέστρεφε στην ελληνική
αριστερά. Γράφοντάς τα, κατά τη γνώμη μου, ο Μίσσιος δεν ήθελε να συναριθμηθεί
με τις στρατιές των συγγραφέων τού ενός βιβλίου, που κάποια στιγμή αισθάνονταν
ότι περνούν στην εφεδρεία και ότι έπρεπε να προλάβουν να καταγράψουν τις
αναμνήσεις τους από τη ζωή των φυλακών και των διώξεων ή τα βιώματα των
μετεμφυλιακών στρατοπέδων πολιτικής ανάνηψης. Λέω ότι από τη μεριά του δεν ήθελε
να ενισχύσει τον κανόνα της επιβαλλόμενης πολιτικής ηθικής των «βετεράνων» της
δεκαετίας του ’40, που συνήθως εννοούσαν και εννοούν ίσως ακόμα το συλλογικό
χρέος ως συμβολή σε μια μονότροπη τεκμηρίωση της ιστορίας. Στο πολύ συνηθισμένο
«δεν ήταν έτσι, αλλά έτσι τα πράγματα»!
Σίγουρα υπάρχει σε αυτά τα δυο βιβλία,
όπως και στα επόμενα, Τα κεραμίδια
στάζουν (1991),Το κλειδί είναι κάτω
από το γεράνι (1996) και το πιο πρόσφατό του, Ντομάτα με γεύση μπανάνας (2001), όπου η σύγχρονη καθημερινότητα
συνορεύει με τη φάρσα, ένα αυτοαναφορικό υπέδαφος. Ο αναγνώστης καταλαβαίνει
ότι ο συγγραφέας, ή μάλλον ένας άλλος εαυτός του συγγραφέα, νεώτερος στα
χρόνια, ήταν τότε παρών, αλλά σημασία για εκείνον, τον τωρινό συγγραφέα και
συνομιλητή του, δεν έχει αυτό, η αληθειακή επαναφορά του «πραγματικού
γεγονότος», όσο ο συντριπτικός μηχανισμός της επιβεβαίωσής του πάνω στο άτομο.
Η σύνθλιψη του προσώπου από τις μυλόπετρες των στρατηγικών. Και πράγματι, ιδίως
το ...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς,
όπως και το επόμενο πεζογράφημα, δεν είναι ιστορικά χρονικά, ούτε καν θέλουν να
υποκαταστήσουν τη δουλειά του ιστορικού στη χαρτογράφηση μιας εποχής.
Επιστρέφουν, γιατί αυτά τα χρόνια και αυτούς τους τόπους γνώρισε ο Μίσσιος,
δίνοντας όμως στη δημιουργική του φαντασία μια άλλη αποστολή.
Η πρώτη, η παλιά προοπτική είχε ως
ορίζοντά της την αγωνιστική ηθική, το ιδεολογικό καθήκον, το πολιτικό χρέος,
μια προοπτική που ως δέσμη επιταγών της οργανωτικής πειθαρχίας θριάμβευσε
πολλές φορές πάνω στις καθημαγμένες ψυχές και στις συνειδήσεις των προσώπων. Η
προοπτική που προσδιόρισε αυτά τα δύο βιβλία είναι ότι τα διαπερνούσε το πνεύμα
μιας αυτοκριτικής που τη δεδομένη στιγμή δεν λειτούργησε απλώς ως mea culpa ενός δοκιμασμένου,
παλιού στελέχους της αριστεράς. Σε πολλούς, νεώτερους και παλαιότερους, το ...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς πήρε το νόημα
μιας διαχρονικής παραβολής. Μιας παραβολής αφηγημένης με χιούμορ και πικρία,
που μιλούσε με οξύτατη διαύγεια για το ασύμβατο ιδεών και ζωής, σε ένα πλήθος
ανθρώπων που κατάλαβαν ξαφνικά ότι οι αποφάσεις και οι θέσεις στα χρόνια του
εμφυλίου αλλά και στα μετά τον εμφύλιο χρόνια πολλές φορές σχηματίστηκαν ερήμην
τους! Συνέπεια αυτής της όχι εύκολα σχηματισμένης αυτοκριτικής στάσης ήταν
αναμφισβήτητα και ο ασκητικός βίος του συγγραφέα μετά το 1986.
Σε όλα τα βιβλία του ο Χρόνης Μίσσιος
επινόησε και πάλι όσα έζησε, όσα θα ήθελε και όσα δεν θα ήθελε να έχει ζήσει. Έφτιαξε
τις δικές του πραγματικότητες και με αυτές δούλεψε. Και με αυτή την έννοια δεν
αισθανόταν την υποχρέωση ότι πρέπει να απολογηθεί σε κανέναν! Αλλά στη
λογοτεχνία είναι σίγουρο ότι δεν έφτασε αμύητος. Φαινόταν αλλά δεν ήταν ένας
πρωτογενής που αφήνεται με τον αυθορμητισμό της αθωότητας στις παγίδες της
μυθοπλασίας. Το δείχνει αμέσως η αρχιτεκτονική της αφήγησής του, ο χειρισμός
των αναλογιών έτσι ώστε η σύνθεση να παραμένει σφιχτή, χωρίς τις αναμενόμενες
από άψητους συγγραφείς αρρυθμίες και περισσολογίες. Και μάλιστα με όργανο μια
γλώσσα τέτοια, χυμώδη, λαϊκή αλλά ποτέ λαϊκότροπη, που δεν τιθασσεύεται εύκολα
λόγω της συνεχούς κίνησής της από τον προφορικό στον τυποποιημένο πολιτικό
λόγο. Θα έλεγα όμως ότι προπάντων αξίζει την προσοχή μας η ιδιότυπη αφήγηση του
Μίσσιου και μας προσκαλεί να την ξαναβρούμε, γιατί παίζει συνεχώς σαν πεπειραμένος
ακροβάτης πάνω στον άξονα του χρόνου. Αν προσέξουμε, θα διακρίνουμε αμέσως ότι
με τις παλινδρομήσεις, τις αναδρομές, και ενίοτε τις παρεκβάσεις, κατορθώνει
και αποφεύγει τη χαλαρότητα. Ενεργοποιώντας με μια απροσδόκητη αφηγηματική
σοφία νευρώδεις συνειρμούς και ευρηματικές φράσεις, που επαναφέρουν τον
αναγνώστη σε μια εύφορη εγρήγορση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου