3/11/12

Στη Θεσσαλονίκη, έναν αιώνα πριν

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΝΕΝΗ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΡΑΚΗΣ, Σελανίκ, εκδόσεις Τόπος, σελ. 170
                                                                                    
Εκατό χρόνια συμπληρώνονται από την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος, και οι αναφορές για το γεγονός -μελέτες, άρθρα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ- πληθαίνουν. Μεταξύ αυτών, αξιοπρόσεκτη είναι η μοναδική (απ’ όσο μπορώ να γνωρίζω) σχετική λογοτεχνική κατάθεση του θεσσαλού στην καταγωγή, αλλά επί σειράν δεκαετιών κάτοικο και λάτρη της πόλης, Βασίλη Τσιράκη. Πρόκειται για το τρίτο μυθιστόρημα του συγγραφέα, για το οποίο ο ίδιος επέλεξε τον τίτλο «Σελανίκ» (επίσημο όνομα της πόλης κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ένα από τα πολλά ονόματα με τα οποία αποκαλούσαν τη Θεσσαλονίκη οι διάφορες εθνοτικές ομάδες που την κατοικούσαν κατά την περίοδο της πολυεθνικής-πολυπολιτισμικής υπόστασής της). Σε αντίθεση με τα προαναφερθέντα επετειακά αφιερώματα, ο συγγραφέας αναμετριέται με την ιστορική πραγματικότητα αυτής της μοναδικής πόλης-μωσαϊκού κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων –και σαφώς εμβληματικών από ιστορική άποψη- δεκαετιών του εικοστού αιώνα, προσπαθώντας να μας δώσει μια κατά το δυνατόν αντικειμενική τοιχογραφία της αντιφατικής της υπόστασης, τουτέστιν της πολυεθνικής και πολυθρησκευτικής πολυμορφίας και των ποικίλων αντιθέσεων (εθνικών, ταξικών, πολιτικών) που συνυπάρχουν εκρηκτικά στο πλαίσιό της.

Σε αντιδιαστολή, επίσης, με ένα μεγάλο αριθμό ευπώλητων ιστορικών (ή «ιστορικών») μυθιστορημάτων που κατά καιρούς κατακλύζουν την αγορά και στην καλύτερη περίπτωση μας μεταφέρουν με έναν επίπεδο ρεαλισμό το «κλίμα» των καιρών, για να το υποτάξουν εν συνεχεία στις λυρικές προσωπικές ιστορίες των ηρώων τους, ο Τσιράκης αναπλάθει με σχολαστική ακρίβεια τη Θεσσαλονίκη της εποχής, δημιουργώντας την αίσθηση μιας οιονεί κινηματογραφικής απεικόνισης (είναι και ο ίδιος άλλωστε κινηματογραφιστής και λάτρης της φιλμικής γραφής του Θόδωρου Αγγελόπουλο και άλλων μεγάλων σκηνοθετών που εστιάζουν το βλέμμα τους στην Ιστορία). Κατόπιν μιας σχολαστικής σχετικής έρευνας, ο συγγραφέας οδηγεί τον αναγνώστη στους δρόμους, τα σοκάκια, τις πλατείες και τα ξενοδοχεία της εποχής, αναγεννώντας την επί χάρτου και επιτρέποντας έτσι στο φόντο της αφήγησης να αναδειχτεί στέρεο και πειστικό μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Σαφής επιδίωξή του είναι το δέσιμο των προσωπικών ιστοριών των ηρώων του με την τρέχουσα  Ιστορία, εντός της οποίας έχουν διαμορφωθεί, και που δέχεται με τη σειρά της από αυτούς τις όποιες υποκειμενικές αντεπιδράσεις.
Η ιστορία την οποία μας αφηγείται ο συγγραφέας ξεκινά από τη συνάντηση -την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1900-  τριών οικογενειών (αυτών του Ανδρέα Ρηγάτου, του Ζακ Σιτελή και του Θωμά Αποστόλοφ- τα ονόματα είναι ενδεικτικά του πολυεθνικού χαρακτήρα της πόλης αλλά και των αναμείξεων που συντελούνταν στο εσωτερικό του) σε ένα ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης, ιδιοκτησίας του Ευγένιου Καρίβογλου, και φτάνει μέχρι το φθινόπωρο του 1916. Η πόλη κατοικείται από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους διαφορετικών εθνικών θρησκευτικών και κοινωνικοπολιτικών καταβολών και στρατεύσεων (έλληνες, οθωμανοί, εβραίοι, εθνικιστές, σοσιαλιστές, αναρχίζοντες κ.ά.).
Στη συνέχεια το μυθιστόρημα διαιρείται σε τρία μέρη (Απρίλιος 1903, Μάρτιος 1909, Μάιος 2016). Πρόκειται για χρονιές εμβληματικές στην ιστορία της πόλης, και όχι μόνον αυτής, αφού ο ανοιγμένος ήδη για τα καλά Ασκός του Αιόλου έχει απελευθερώσει πλήθος ανέμων. Ανάμεσα στα γεγονότα που παρατίθενται στο πρώτο μέρος είναι οι βομβιστικές επιθέσεις των αποσκιρτισάντων από την ΕΜΕΟ αναρχοσυνδικαλιστών βαρκάρηδων, με αποτέλεσμα την καταστροφή της οθωμανικής τράπεζας και τη βύθιση του «Γουαδαλκιβίρ», την επανάσταση των νεότουρκων και την δυναμική εμφάνιση του ενωμένου, πλέον, εργατικού κινήματος της Φεντερασιόν, υπό την ηγεσία του Αβραάμ Μπεναρόγια, το ξέσπασμα του «εθνικού διχασμού», που έπεται της έναρξης του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, καθώς και τη συχνή πυκνή εμφάνιση του Κεμάλ Ατατούρκ, γεννημένου κι αυτού στη Θεσσαλονίκη και συμμετέχοντος ενεργά από ηγετική θέση στις διεργασίες που θα δρομολογήσουν τη μεταπολεμική μετεξέλιξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε εθνικό κράτος.
Αποφεύγοντας τόσο τον κίνδυνο μετατροπής του μυθιστορήματός του σε οιονεί ιστορικό δοκίμιο όσο και την ισοβαρή πιθανότητα ξεπεσμού των ηρώων (και κατ’ επέκταση των προσωπικών ενεργειών, αγωνιών, προσδοκιών και παθών τους) σε καρικατούρες, ο Τσιράκης πετυχαίνει τις αναγκαίες ισορροπίες και μας δίνει ένα επιτυχώς οικονομημένο μυθιστόρημα, η ανάγνωση του οποίου, εκτός από την πάντοτε επιζητούμενη -και εδώ επιτυγχανόμενη- απόλαυση, μας εμπλουτίζει με στοιχεία γνώσης σχετικής με την άκρως ενδιαφέρουσα πραγματικότητα της πόλης αλλά και των Βαλκανίων, κατά τη διάρκεια της εκρηκτικής εκείνης εποχής. Στα ατού της αφήγησης ας προστεθεί ο καλοδουλεμένος μακροπερίοδος λόγος (στο τρίτο βιβλίο του ο Τσιράκης αποδεικνύει πως έχει ασκήσει περαιτέρω το γλωσσικό του οπλοστάσιο) και η αποστασιοποιημένη ματιά, που δεν αφήνει περιθώρια σε γλυκανάλατες εκτροπές. 
                                                                    Ο Νίκος Κουνενής είναι πεζογράφος

1 σχόλιο:

ο δείμος του πολίτη είπε...

Δεν ήξερα για αυτό το έργο. Θα το αναζητήσω...