Προδημοσίευση
από το ομώνυμο, νέο βιβλίο του Τέρρυ Ήγκλετον, που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες
από τις εκδόσεις Πατάκη
Το Μανιφέστο του Κομουνιστικού Κόμματος
έχει χαρακτηριστεί, με γνώμονα την επιρροή που άσκησε, "αναμφίβολα το πιο
σημαντικό κείμενο του δέκατου ένατου αιώνα". Ελάχιστοι διανοητές, αντίθετα
με πολιτικούς, επιστήμονες, στρατιώτες, θρησκευτικές μορφές κτλ, έχουν αλλάξει
τον ρου της ιστορίας τόσο αποφασιστικά όσο ο συγγραφέας του. Δεν υπάρχουν
καρτεσιανές κυβερνήσεις, πλατωνιστές αντάρτες ή εγελιανά συνδικάτα. Ούτε καν οι
πλέον αδυσώπητοι επικριτές του Μαρξ δεν αρνούνται ότι ο τελευταίος μετέβαλε
ριζικά τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε την ανθρώπινη ιστορία. Ο
αντισοσιαλιστής διανοητής Λούντβιχ φον Μίζες περιέγραψε τον σοσιαλισμό ως
"το πιο ισχυρό μεταρρυθμιστικό κίνημα της ιστορίας, την πρώτη ιδεολογική
τάση που δεν περιορίζεται σ' ένα τμήμα της ανθρωπότητας, αλλά έχει οπαδούς από
όλες τις φυλές, τα έθνη, τις θρησκείες και τους πολιτισμούς". Κι όμως
κυκλοφορεί ευρέως η περίεργη άποψη ότι πλέον ο Μαρξ και οι θεωρίες του ανήκουν
οριστικά στο παρελθόν - κι αυτό συμβαίνει αμέσως μετά το ξέσπασμα μιας από τις
πιο σαρωτικές καπιταλιστικές κρίσεις που έχουν ποτέ καταγραφεί. Ο μαρξισμός,
επί μακρόν η πιο πλούσια θεωρητικά και η πιο ασυμβίβαστη πολιτικά κριτική του
καπιταλισμού, τοποθετείται αυτάρεσκα από κάποιους στο χρονοντούλαπο της
ιστορίας.
Η εν λόγω
κρίση, αν μη τι άλλο, έφερε στο προσκήνιο τη λέξη "καπιταλισμός", η
οποία συνήθως εμφανίζεται μεταμφιεσμένη με κάποιο σεμνότυφο ψευδώνυμο, όπως
"νεότερη εποχή", "βιομηχανική κοινωνία" ή "Δύση".
Όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να μιλούν για τον καπιταλισμό, καταλαβαίνεις ότι το
καπιταλιστικό σύστημα νοσεί. Το ότι μιλούν γι' αυτόν δείχνει πως το σύστημα
έχει πάψει ν' αποτελεί κάτι φυσικό σαν τον αέρα που αναπνέουμε και πως οι
άνθρωποι το αντιλαμβάνονται όπως είναι στην πραγματικότητα, δηλαδή ως ένα
σχετικά πρόσφατο ιστορικό φαινόμενο. Επιπλέον, ότι έχει γεννηθεί μπορεί
κάλλιστα και να πεθάνει, κάτι που εξηγεί γιατί τα κοινωνικά συστήματα αρέσκονται
ν' αυτοπροβάλλονται ως αθάνατα. Όπως μια κρίση δάγγειου πυρετού σε κάνει να
συναισθανθείς εκ νέου το σώμα σου, έτσι και μια μορφή κοινωνικής ζωής μπορεί να
γίνει ουσιαστικά κατανοητή όταν αρχίζει ν' αποσυντίθεται. Πρώτος ο Μαρξ
προσδιόρισε το ιστορικό αντικείμενο που είναι γνωστό ως καπιταλισμός - την
προέλευσή του, τους νόμους του και το πώς θα μπορούσε να οδηγηθεί στο τέλος
του. Όπως ο Νεύτων ανακάλυψε τις αόρατες δυνάμεις που είναι γνωστές ως νόμοι
της βαρύτητας και ο Φρόυντ αποκάλυψε τις λειτουργίες του αόρατου φαινομένου που
αποκαλούμε ασυνείδητο, έτσι και ο Μαρξ έφερε στο φως τον αληθινό χαρακτήρα της
καθημερινής ζωής μας και συνακόλουθα την αδιόρατη οντότητα που ονομάζουμε
καπιταλιστικό τρόπο καταγωγής. [...]
«Ο μαρξισμός έχει ξοφλήσει...»
Οι απανταχού
μαρξιστές θα υποδέχονταν με αγαλλίαση την είδηση ότι ξόφλησε ο μαρξισμός. Θα
μπορούσαν τότε να παρατήσουν τις πορείες και τις διαδηλώσεις, να επιστρέψουν
στους κόλπους των πενθουσών οικογενειών τους και ν' απολαύσουν ένα βράδυ στη
θαλπωρή του σπιτιού τους αντί να παρευρεθούν σε μία ακόμη ανιαρή συνεδρίαση
κάποιας επιτροπής. Οι μαρξιστές δεν επιθυμούν τίποτα περισσότερο από το να
πάψουν να είναι μαρξιστές. Από αυτή την άποψη, το να είναι κανείς μαρξιστής
διαφέρει παρασάγγας από το να είναι βουδιστής ή δισεκατομμυριούχος. Μοιάζει πιο
πολύ με το να είναι γιατρός. Όπως οι ασκούντες την ιατρική, έτσι και οι
πολιτικοί ριζοσπάστες επιδιώκουν, μέσω της επίτευξης των σκοπών τους, να πάψει
το έργο τους να είναι αναγκαίο. Τότε θα μπορέσουν ν' αποσυρθούν, να κάψουν τις
αφίσες του Γκεβάρα, να ξαναπιάσουν εκείνο το από καιρό παραμελημένο τσέλο και
να κουβεντιάσουν για κάτι πιο γοητευτικό από τον ασιατικό τρόπο παραγωγής. Αν
μετά από είκοσι χρόνια εξακολουθούν να υπάρχουν μαρξιστές ή φεμινιστές, θα
πρόκειται για θλιβερή εξέλιξη. Ο μαρξισμός αποτελεί εξ ορισμού μια προσωρινή
υπόθεση, κι όποιος επενδύει σ' αυτόν όλη την ταυτότητά του έχει χάσει το νόημα.
Το όλο νόημα του μαρξισμού είναι η ζωή μετά τον μαρξισμό.
Υπάρχει μόνο
ένα πρόβλημα με αυτό το κατά τ' άλλα δελεαστικό όραμα. O μαρξισμός αποτελεί
κριτική του καπιταλισμού - μάλιστα την πιο διεισδυτική, αυστηρή και
εμπεριστατωμένη. Αποτελεί επίσης τη μοναδική τέτοια κριτική που έχει
μεταμορφώσει μεγάλες περιοχές της υδρογείου. Έπεται λοιπόν ότι όσο υπάρχει
καπιταλισμός, θα πρέπει να υπάρξει και μαρξισμός. Μόνο αν ο τελευταίος βγάλει
στη σύνταξη τον αντίπαλό του, θα μπορέσει να βγει κι ο ίδιος στη σύνταξη. Και ο
καπιταλισμός φαίνεται προς το παρόν πιο σφριγηλός από ποτέ.
Η πλειονότητα
των σημερινών επικριτών του μαρξισμού δεν αμφισβητούν αυτή θέση. Το επιχείρημά
τους είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα έχει μεταβληθεί τόσο πολύ σε σχέση με
την εποχή του Μαρξ, ώστε οι μαρξικές ιδέες έχουν πάψει να ανταποκρίνονται στην
πραγματικότητα. Προτού εξετάσουμε αυτή τη θέση πιο διεξοδικά, αξίζει να
σημειώσουμε ότι ο ίδιος ο Μαρξ είχε πλήρη συναίσθηση της διαρκώς μεταβαλλόμενης
φύσης του συστήματος που αμφισβητούσε. Στον μαρξισμό οφείλουμε την έννοια των
διαφορετικών μορφών του κεφαλαίου ιστορικά - εμπορικό, αγροτικό, βιομηχανικό, μονοπωλιακό,
χρηματιστικό, αυτοκρατορικό κτλ. Γιατί λοιπόν το γεγονός ότι ο καπιταλισμός
έχει μετασχηματιστεί τις τελευταίες δεκαετίες να καθιστά ανυπόληπτη μια θεωρία
που βλέπει τη μεταβολή ως ουσιώδες χαρακτηριστικό του; Εξάλλου ο ίδιος ο Μαρξ
προέβλεψε μια ελάττωση της εργατικής τάξης και μια κάθετη αύξηση της
υπαλληλικής απασχόλησης. Προέβλεψε επίσης τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση -
παράξενο για έναν άνθρωπο με, υποτίθεται, απηρχαιωμένη σκέψη. Αν και ίσως η
επικαιρότητα της μαρξικής σκέψης σήμερα να οφείλεται ακριβώς στον
"απηρχαιωμένο" χαρακτήρα της. Ο Μαρξ κατηγορείται ως ξεπερασμένος από
τους υπέρμαχους ενός καπιταλισμού που επανακάμπτει ραγδαία στα επίπεδα
ανισότητας της βικτοριανής εποχής.
Το 1976,
πολλοί άνθρωποι στη Δύση πίστευαν ότι ο μαρξισμός είχε να πει κάτι ουσιαστικό.
Μόλις το 1986, μεγάλος αριθμός από αυτούς είχε πάψει να το πιστεύει. Τι ακριβώς
μεσολάβησε; Έφταιγε άραγε απλά το ότι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονταν πλέον
θαμμένοι κάτω από έναν σωρό κουτσούβελα; Μήπως η μαρξική θεωρία είχε καταρριφθεί
ως ανυπόστατη από κάποια βαρυσήμαντη νέα έρευνα; Έτυχε μήπως να ξετρυπώσουμε
κανένα άγνωστο χειρόγραφο του Μαρξ όπου ομολογούσαμε ότι όλα ήταν ένα αστείο;
Δεν συνέβη πάντως ν' ανακαλύψουμε με απογοήτευση ότι ο Μαρξ ήταν στη δούλεψη
του καπιταλισμού. Αυτό το γνωρίζαμε ανέκαθεν. Χωρίς την υφαντουργία Έρμεν &
Ένγκελς στο Σάλφορντ, η οποία ανήκε στον πατέρα του Φρίντριχ Ένγκελς, ο μόνιμα
χειμαζόμενος από τη φτώχεια Μαρξ θα μπορούσε κάλλιστα να μην είχε επιζήσει για
να γράφει πολεμικές εναντίον των υφαντουργών βιομηχάνων.
Αυτό που
μεσολάβησε είναι ότι στην εν λόγω περίοδο το δυτικό σύστημα υπέστη κρίσιμες
μεταβολές. Σημειώθηκε η μετάβαση από την παραδοσιακή βιομηχανική παραγωγή στη
"μεταβιομηχανική" κουλτούρα του καταναλωτισμού, των επικοινωνιών, της
τεχνολογίας της πληροφορικής και της βιομηχανίας των υπηρεσιών. Ήρθαν στο
προσκήνιο οι μικρής κλίμακας, αποκεντρωμένες, ευπροσάρμοστες, μη ιεραρχικές
επιχειρήσεις. Οι αγορές απορρυθμίστηκαν και το κίνημα της εργατικής τάξης
δέχτηκε άγρια νομική και πολιτική επίθεση. Αποδυναμώθηκαν οι παραδοσιακοί
ταξικοί δεσμοί, ενώ απέκτησαν πιο επιτακτική σημασία οι ταυτότητες που
διαμορφώνονται από την εντοπιότητα, το φύλο και την εθνική καταγωγή. Επίσης,
σημείωσε συνεχή αύξηση η διαχείριση και η χειραγώγηση της πολιτικής.
Οι νέες
τεχνολογίες της πληροφορικής έπαιξαν ρόλο-κλειδί στην επέκταση και
παγκοσμιοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος, καθώς μια χούφτα υπερεθνικές
εταιρείες κατένειμαν την παραγωγή και τις επενδύσεις τους σε όλα τα μήκη και
πλάτη της υδρογείου προς αναζήτηση του πιο εύκολου και άμεσου κέρδους. Πολλές
μονάδες παραγωγής μεταφέρθηκαν στον "υπανάπτυκτο" κόσμο, όπου υπήρχε
φθηνό εργατικό δυναμικό, κάτι που οδήγησε ορισμένους στενόμυαλους Δυτικούς στο
συμπέρασμα ότι είχε εξαφανιστεί ολωσδιόλου από τον πλανήτη η βαριά βιομηχανία.
Αυτή η παγκόσμια κινητικότητα είχε ως επακόλουθο μαζικές οικονομικές
μεταναστεύσεις διεθνώς και κατ' επέκταση την αναζωπύρωση του ρατσισμού και του
φασισμού, καθώς φτωχοί μετανάστες συνέρρεαν στις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες.
Την ώρα που οι "περιφερειακές" χώρες υποβάλλονταν σε εξοντωτική
εργασία, ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, περικοπή των προνοιακών
δαπανών και εξωφρενικά άνισους εμπορικούς όρους, τα ανώτερα στελέχη των
μητροπολιτικών χωρών έμεναν αξύριστα, πέταγαν τις γραβάτες τους, χαλάρωναν τους
γιακάδες τους και κόπτονταν για την ψυχική ευεξία των υπαλλήλων τους.
Τίποτε από
αυτά δεν συνέβη επειδή το καπιταλιστικό σύστημα ήταν κεφάτο και χαρούμενο.
Αντιθέτως, η εκ νέου επιθετική στάση του οφειλόταν, όπως οι περισσότερες μορφές
επιθετικότητας, σε βαθύ άγχος. Το σύστημα περιέπεσε σε μανία εξαιτίας της
λανθάνουσας κατάθλιψής του. Το κύριο αίτιο αυτής της αναδιοργάνωσης ήταν το
αιφνίδιο ξεφούσκωμα του μεταπολεμικού κύματος ευημερίας. Ο έντονος διεθνής ανταγωνισμός
συμπίεζε τα ποσοστά κέρδους, στέρευε τις πληγές άντλησης επενδυτικών κεφαλαίων
και επιβράδυνε τους ρυθμούς ανάπτυξης. Ακόμη και η κοινωνική δημοκρατία
αποτελούσε πλέον υπερβολικά ριζοσπαστική και ακριβή πολιτική επιλογή. Έτσι,
στήθηκε το σκηνικό για τον Ρίγκαν και τη Θάτσερ, οι οποίοι βοήθησαν να διαλυθεί
η παραδοσιακή βιομηχανία, να περιοριστεί το εργατικό κίνημα, να αφεθεί
αχαλίνωτη η αγορά, να ισχυροποιηθεί το καταπιεστικό χέρι του κράτους και να
προωθηθεί μια νέα κοινωνική φιλοσοφία, γνωστή ως αναίσχυντη απληστία. Η
μετατόπιση των επενδύσεων από την εργοστασιακή βιομηχανία στις βιομηχανίες των
υπηρεσιών, των χρηματιστικών προϊόντων και των επικοινωνιών συνιστούσε
αντίδραση σε μια παρατεταμένη οικονομική κρίση, όχι άλμα απόδρασης από έναν
ελαττωματικό παλιό κόσμο σ' έναν θαυμαστό νέο.
Ωστόσο είναι
αμφίβολο αν η πλειονότητα των ριζοσπαστών που άλλαξαν γνώμη για το σύστημα από
τα μέσα της δεκαετίας του '70 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80 το έκαναν
απλώς και μόνο επειδή μειώθηκε ο αριθμός των υφαντουργιών. Δεν τους οδήγησε
αυτό να ξεφορτωθούν τον μαρξισμό μαζί με όλες τις φαβορίτες και τις μπαντάνες
τους, αλλά η ολοένα και πιο ισχυρή πεποίθηση ότι το καθεστώς με το οποίο
βρίσκονταν αντιμέτωποι είχε τελικά αποδειχθεί πολύ σκληρό καρύδι. Την πλάστιγγα
δεν την έγειραν οι ψευδαισθήσεις του νέου καπιταλισμού, αλλά η απογοήτευση γύρω
από τη δυνατότητα αλλαγής του. Υπήρξαν σίγουρα πλήθος πρώην σοσιαλιστών που
διασκέδασαν τη θλίψη τους με τη σκέψη ότι αν η αλλαγή του συστήματος ήταν
αδύνατη, τότε ήταν και αχρείαστη. Όμως η αποφασιστική παράμετρος της
μεταστροφής τους ήταν η έλλειψη πίστης σε κάποια εναλλακτική προοπτική. Λόγω
του ότι το κίνημα της εργατικής τάξης είχε χτυπηθεί τόσο άγρια και η πολιτική
αριστερά είχε εξαναγκαστεί σε σημαντική υποχώρηση, το μέλλον έμοιαζε να έχει
ολότελα εξαφανιστεί. Η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ στα τέλη της δεκαετίας
του 1980 ήρθε να επιδεινώσει την απογοήτευση κάποιων αριστερών. Δεν βοηθούσε
την κατάσταση το γεγονός ότι ήδη τότε το πιο ριζοσπαστικό ρεύμα της νεότερης εποχής
-ο επαναστατικός εθνικισμός- είχε σε μεγάλο βαθμό εξαντλήσει τη δυναμική του. Η
κουλτούρα του μετανεωτερισμού, η οποία απέρριψε τις αποκαλούμενες μεγάλες
αφηγήσεις και διακήρυξε θριαμβευτικά το "τέλος της ιστορίας",
βασίστηκε πάνω απ' όλα στην πεποίθηση ότι το μέλλον θα αποτελούσε στο εξής
αναπαραγωγή του παρόντος - ή, όπως το έθεσε ένας ενθουσιώδης μετανεωτεριστής,
"το παρόν με περισσότερες επιλογές".
Η απαξίωση
του μαρξισμού πήγασε κατά κύριο λόγο από μια υποβόσκουσα αίσθηση πολιτικής
ανικανότητας. Δύσκολα διατηρείς την πίστη σου στην αλλαγή όταν η αλλαγή
φαίνεται να είναι εκτός θέματος, ακόμη κι αν ακριβώς τότε τη χρειάζεσαι
περισσότερο. Σε τελική ανάλυση, αν δεν αντισταθείς στο φαινομενικά αναπόφευκτο,
δεν θα μάθεις ποτέ πόσο αναπόφευκτο ήταν στην πραγματικότητα το αναπόφευκτο. Αν
οι λιπόψυχοι είχαν καταφέρει να παραμείνουν πιστοί στις προηγούμενες απόψεις
τους για δύο ακόμη δεκαετίες, το 2008 θα είχαν γίνει αυτόπτες μάρτυρες ενός
καπιταλισμού που ήταν πια τόσο θριαμβευτικός και ακαταμάχητος ώστε μόλις και
μετά βίας κατόρθωνε να κρατήσει ανοιχτά τα μηχανήματα ανάληψης μετρητών στους
μεγάλους εμπορικούς δρόμους. Θα είχαν επίσης δει μια ολόκληρη ήπειρο νότια τις
Διώρυγας του Παναμά να κάνει αποφασιστική στροφή προς την πολιτική αριστερά. Το
"τέλος της ιστορίας" είχε πλέον φτάσει στο τέλος του. Εν πάση
περιπτώσει, οι μαρξιστές οφείλουν να είναι καλά εξοικειωμένοι με την ήττα.
Είχαν γνωρίσει μεγαλύτερες αντιξοότητες από τη συγκεκριμένη. Οι πολιτικές
πιθανότητες θα είναι πάντα με το μέρος του συστήματος που βρίσκεται στην
εξουσία, αν μη τι άλλο επειδή διαθέτει περισσότερα τανκς απ' ό,τι εσύ. Αλλά τα
μεθυστικά οράματα και οι ζωηρές προσδοκίες των τελών της δεκαετίας του 1960
κατέστησαν το ποτήρι της εν λόγω αρνητικής συγκυρίας ιδιαίτερα πικρό για να το
πιουν όσοι είχαν γαλουχηθεί με τις ιδέες εκείνης της εποχής.
Ο μαρξισμός
λοιπόν δεν απώλεσε την πειστικότητά του επειδή ο καπιταλισμός άλλαξε τα
ποικίλματά του. Το σύστημα όχι μόνο συνέχισε να είναι αυτό που είναι, αλλά το
έκανε και ακόμη πιο επιτακτικά. Κατά ειρωνικό τρόπο, λοιπόν, αυτό που συντέλεσε
στην υποχώρηση του μαρξισμού ενίσχυσε, θα λέγαμε, την αξιοπιστία του. Σπρώχτηκε
στο περιθώριο όχι γιατί η κοινωνική τάξη πραγμάτων με την οποία ήταν
αντιμέτωπος έγινε πιο μετριοπαθής και καλοπροαίρετη, αλλά γιατί έγινε πιο
πωρωμένη και αδιάλλακτη. Η εξέλιξη αυτή κατέστησε τη μαρξιστική κριτική ακόμη
πιο επίκαιρη. Σε παγκόσμια κλίμακα, το μεν κεφάλαιο ήταν πλέον πιο
συγκεντρωμένο και αρπακτικό από ποτέ, η δε εργατική τάξη είχε αυξηθεί σε
μέγεθος. Είχε αρχίσει να διαφαίνεται το ενδεχόμενο ενός μέλλοντος στο οποίο οι
μεγιστάνες του πλούτου θα έβρισκαν καταφύγιο στις οπλισμένες και οχυρωμένες
κοινότητές τους, ενώ το ένα περίπου δισεκατομμύριο υπόλοιποι Δυτικοί θα
κατοικούσαν σε δυσώδεις παραγκουπόλεις, περικυκλωμένοι από ειδικούς φρουρούς
και συρματοπλέγματα. Υπό εκείνες τις συνθήκες, το να ισχυρίζεται κανείς ότι ο
μαρξισμός είχε ξοφλήσει, ισοδυναμούσε με το να ισχυρίζεται ότι η πυροσβεστική
υπηρεσία αποτελούσε ξεπερασμένη ιδέα, επειδή οι εμπρηστές είχαν γίνει πιο
πανούργοι και πιο πολυμήχανοι από ποτέ...
1 σχόλιο:
Εύστροφα επιχειρήματα στο βιβλίο τού Τέρρυ Ήγκλετον για τον Μαρξ τον 19ο αιώνα αλλά εάν η αύξηση τών παραγωγικών δυνάμεων επήλθε ή όχι αφορά την ευθύνη τής σύγχρονης διανόησης η οποία μάλλον κωφεύει ή "περί άλλων εδεσμάτων τυρβάζει".
Δημοσίευση σχολίου