1/9/12

Δωμάτια που αφηγούνται

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΣΕΤΙΔΗΣ, Εν οίκω, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 137
    
Η νέα συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Πετσετίδη συντίθεται σαν μια αρθρωτή αρχιτεκτονική κατασκευή. Σπίτια, κάμαρες, δωμάτια, βιωματικοί χώροι μιας παρήγορης και καθησυχαστικής οικειότητας, διάστικτοι από ίχνη και φυλαχτά της μνήμης, εναλλάσσονται με χώρους άυλους και απρόσιτους, εφήμερους και άξενους, δυστοπικούς και ανοίκειους, σε μια ακολουθία ιστοριών με κοινό  παρονομαστή τη θεματική εστίαση στην εμπειρία του προσωπικού χώρου, πραγματικού ή φανταστικού. Δεκαπέντε σύντομα αφηγήματα με επίκεντρο την κατοίκηση περιεργάζονται ιδιωτικούς ή δημόσιους εσωτερικούς χώρους και συμβολικά ερμητικά τοπία που εγγράφονται σε τέσσερις τοίχους. Οι λέξεις σχεδιάζουν κατόψεις αγαπημένων σπιτιών, εκεί που ριζώνει η ανθρώπινη ύπαρξη ή σκοτεινών υπερβατικών χώρων, που τρυπώνουν απρόσκλητοι στα όνειρα και τους εφιάλτες μας.

Ο συγγραφέας με λιτό, λειτουργικό τρόπο, σύντομες, καίριες περιγραφές και δωρικό ύφος ανοίγει τα κλειστά, έρημα από καιρό, σπίτια. Ο αφηγητής ξεκλειδώνει τα σφραγισμένα από τη λήθη δωμάτια. Συνοδεύει τον αναγνώστη σε περίκλειστους χώρους της ψυχής που καταφεύγει το άλογο. Ανοίγει μαζί του μπαούλα με κειμήλια της μνήμης σε ξεχασμένες κάμαρες, κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες αγαπημένων ανθρώπων, συγγενών, φίλων, συντρόφων. Ανεβοκατεβαίνει σε σοφίτες και υπόγεια, κήπους και αυλές, αγναντεύοντας από παράθυρα και μπαλκόνια το παρελθόν. Διηγείται οικογενειακές ιστορίες, περιγράφει στιγμιότυπα ζωής, αποτυπώνει στο χώρο σωματικές δράσεις και πρακτικές, περιδιαβαίνοντας κάθε λογής μικρόκοσμους. Δωμάτια στην ύπαιθρο της ιδιαίτερης πατρίδας του, στη γενέθλια πόλη των εμφύλιων παθών, στην επαρχία της στρατιωτικής πλήξης και απόγνωσης στα χρόνια της δικτατορίας και στις γειτονιές της πρωτεύουσας, καθώς το παιδί δίνει τη θέση του στον έφηβο, ο νεαρός φοιτητής στον στρατιώτη και αυτός στον ώριμο άντρα, που κλείνοντας τον κύκλο της περιπλάνησης επιστρέφει στην πόλη που γεννήθηκε για να κατοικήσει ένα ακόμα σπίτι. Ίσως το τελευταίο μιας σειράς μετακινήσεων, μεταστάσεων και μετοικεσιών.
Αφετηρία αυτής της παράθεσης οικείων τόπων για τον αφηγητή το αγαπημένο αγροτόσπιτο της γιαγιάς στην εξοχή, δίπλα στο ποτάμι. Το λειτουργικό απέριττο μονόχωρο σπίτι-μήτρα των πρώτων παιδικών χρόνων. Ο χώρος της ασφάλειας και της αισθητηριακής αφύπνισης με τα κρεβάτια των γυναικών ένα γύρο, δίπλα στα παράθυρα που άφηναν ολάνοιχτα το καλοκαίρι να ακούγεται ανεμπόδιστα το κελάρυσμα του νερού, οι φωνές των τριζονιών και τα κοάσματα των βατράχων και το τζάκι-εστία, που το χειμώνα τους μάζευε όλους κοντά για να ακούσουν παραμύθια για λάμιες και φαντάσματα και ιστορίες για τον Παπουλάκο και τον ηρωικό Κατσάκο. Το διώροφο σπίτι της θείας στην πόλη, νυχτερινό καταφύγιο της οικογένειας στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου για να αποφεύγουν τους αιφνιδιασμούς από τις αντίπαλες ομάδες στο δικό τους στιγματισμένο σπίτι, με το σφραγισμένο δωμάτιο του θείου που γύρισε φυματικός από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης για να πεθάνει εκεί. Τα πατρικό σπίτι στον συνοικισμό στο οποίο ο ήρωας απέκτησε για πρώτη φορά τη δική του καμαρούλα, από την οποία το έσκαγε όποτε ήθελε σκαρφαλώνοντας στην αγριοσυκιά που ακουμπούσε στο παράθυρο. Με το σαλόνι όπου η θεία του, «αμετανόητη αριστερή προπαγανδίστρια» στους καταλόγους των πατριδοκάπηλων, τραγουδούσε μαζί του αντιφασιστικά τραγουδάκια και η οποία πέθανε φυματική σ’ ένα δωμάτιο στη Σωτηρία, αθώο θύμα μιας παράλογης και σκληρής εποχής.
Και καθώς τα χρόνια περνούν και ο αφηγητής μεγαλώνει, νέες πολιτικές περιπέτειες διαδέχονται τις εμφύλιες συγκρούσεις. Τα σπίτια της παιδικής ηλικίας δίνουν τη θέση τους σε άλλα περιστασιακά, σε διαφορετικούς τόπους, ξένες πόλεις, άγνωστες γειτονιές. «Κάμαρες και καμαρούλες», μικρές, φτωχικές, σχεδόν γυμνές, επιπλωμένες μόνο με τα απαραίτητα, -ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, μια καρέκλα, που αφηγούνται τις δικές τους ιστορίες πρόσκαιρης κατοίκησης. Στην Αθήνα που μετοίκησε για πρώτη φορά για να πάει στο φροντιστήριο και να δώσει εξετάσεις. Στη γειτονιά της Νεάπολης που έζησε σαν φοιτητής με τρεις συγκατοίκους κοινόχρηστη κουζίνα και λουτροκαμπινέ, στον Λαγκαδά που έσπρωχνε το χρόνο ως έφεδρος στα χρόνια της δικτατορίας. Δωμάτια νοικιασμένα, με ημερομηνία λήξης, προορισμένα να στεγάσουν χρονικά καθορισμένους κύκλους της ζωής, να φιλοξενήσουν εφήμερους έρωτες, πρόσφορα σώματα, φιλίες, αγωνίες και καημούς και μετά να χαθούν στη λήθη και την ανυπαρξία.
Παράλληλα στη διαδοχή των αφηγήσεων διεισδύουν απρόσωπες αίθουσες αναμονής, ανώνυμα δωμάτια ξενοδοχείων και νοσοκομείων, σφραγισμένα για πάντα με τη γεύση της αρρώστιας, της απώλειας και του θανάτου καθώς και μύχιοι, μυστικοί χώροι, απρόσιτοι και απροσπέλαστοι, με το δικό τους χωροχρόνο και τη δική τους νομοτέλεια: Το επτασφράγιστο δωμάτιο της έλξης και της απώθησης που μέσα του εγκιβωτίζεται το μπερδεμένο κουβάρι της παιδικής ηλικίας. Το σκοτεινό δωμάτιο της νοσταλγίας όπου συναντάς τους από καιρό χαμένους. Τους αγαπημένους απόντες για να κουβεντιάσεις και να καταλαγιάσει το άχθος της απώλειας. Ή το αινιγματικό σπίτι-λαβύρινθος, ανησυχαστικό και ανακόλουθο, όπου οι απρόσμενοι χωρικοί μετασχηματισμοί παράγουν ένα κρύφιο τοπίο ιλίγγου, και αποξένωσης. Με σκάλες που διακόπτονται και δεν οδηγούν πουθενά, πατώματα που μπερδεύονται και κανάλια επικοινωνίας που έχουν διακοπεί. Ένα σπίτι σαν πίνακας του Escher συνώνυμο της χωρικής απορρύθμισης, της διασάλευσης, της υπαρξιακής αγωνίας. Ένα σπίτι μέσα στο οποίο αυτοπαγιδεύεσαι και μόνο με ένα σάλτο μπορείς να βγεις έξω από τον εφιάλτη.
Τέλος ο κύκλος των δωματίων και των αφηγήσεων ζωής κλείνει στο τελευταίο ιδιότυπο αφήγημα, μέσα στο οποίο εγγράφεται το ποίημα του Kenneth Rexroth Τα πλεονεκτήματα της μαθήσεως, καθώς ο συγγραφέας μάς δεξιώνεται στο σπίτι του παρόντος, στην επαρχία, στη μικρή πόλη, στη γενέθλια γη του Μοριά.
Ίσως στο τελευταίο κουκούλι, στο στερνό όστρακο του ερημίτη, στο ύστατο καταφύγιο του αναχωρητή:          
Ζω μονήρης σε ένα μικρό διαμέρισμα ενός δωματίου, το οποίο μου κληροδότησε η γιαγιά μου, αυτή που, αγράμματη σχεδόν, μου έμαθε τα πρώτα γράμματα και μου διηγήθηκε τις πρώτες ιστορίες για τον Θησέα και τον Ηρακλή. Αυτή ήταν που μου χάρισε και το πρώτο παιδικό βιβλίο και με προέτρεπε να διαβάζω εκθειάζοντας.
«Τα πλεονεκτήματα της μαθήσεως»
      
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας

Δεν υπάρχουν σχόλια: