4/8/12

Ο πειρασμός


Αγγέλα Καράλη, Παράλληλη Διάσταση
Ο ασκητής περπατούσε μέσα στην παλιά πόλη του Μορά. Μια ακόμη όμορφη ελβετική πόλη. Τόσο όμορφη, αλλά και τόσο τακτοποιημένη.
Είχε αρχίσει να αναρωτιέται πώς έγινε και βρέθηκε αυτός σε χώρους απίστευτα καθαρούς και τακτοποιημένους, με μια ομορφιά που τον κούραζε. Σε πόλεις που ήταν εμφανής η προτεσταντική ηθική. Αυτός που είχε μάθει χρόνια πριν να σέρνεται στα βρώμικα καφενεία της Μεσογείου και των χωρών της βόρειας Αφρικής. Αναρωτιόνταν πώς ήρθε σε μια χώρα που το βαρύ βλέμμα του Καλβίνου ήταν παρόν, πάντα αυστηρό και πάντα ανελέητο. Ειδικά όταν ανέβαινε στις γερμανόφωνες περιοχές, ένοιωθε πως κάποιο μάτι στόχευε κάθε του κίνηση. Προσπαθούσε να βρει ένα ψεγάδι, μια νότα ανθρώπινου λάθους, μα ήξερε πως εδώ η αμαρτία είναι εξορισμένη.

Λίγο ξαπόστασε η ψυχή του, όταν πέρασε τα σύνορα και πήγε σε μια πόλη όμορφη μα ευχάριστα παρακμιακή, το Πορταγιέ της Γαλλίας. Εκεί είδε παιδιά να ξεφαντώνουν παίζοντας με τα νερά των δημόσιων βρυσών στην κεντρική πλατεία. Και του ‘ρθε στο μυαλό μνήμη από τις πόλεις της Σικελίας. Εκεί, θυμήθηκε πάλι την αγαπημένη του φίλη. Γιατί ένοιωσε στ’ αλήθεια ελεύθερος, λες και η μνήμη του ξεπάγωσε από την κατάψυξη της ελβετικής τελειότητας. Είχε κουραστεί από τα ωραία πάρκα και τις όμορφες γέφυρες, είχε νοιώσει ελάχιστος μπροστά στο αναμάρτητο. Άλλωστε, είχε πληροφορηθεί ότι στο Neuchatel δεν γιορτάζουν τις απόκριες. Ο Καλβίνος είναι εδώ.
Πότε είχε γνωρίσει την αγαπημένη του φίλη; Πριν γίνει ασκητής; Ναι, ασφαλώς, αυτό το θυμόταν. Πότε όμως του έγινε πειρασμός; Πότε δηλαδή ένοιωσε ότι δοκιμάζει τα όρια της ασκητικής του; Αυτή τη «βλάσφημη» σκέψη αναμφίβολα δεν θα μπορούσε να την κάνει στην Ελβετία. Στην ελευθέρια Γαλλία, όμως, άνετα αυτό θα εθεωρείτο μια φυσιολογική σκέψη. Γι’ αυτό περνούσε τα σύνορα. Για να μπορεί να δραπετεύει λίγο από την καταθλιπτική τάξη των Ελβετών.
Δεν επρόκειτο για κάποιον ερωτικό πειρασμό - αυτός αναμφίβολα υπάρχει ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα που σχετίζονται πνευματικά. Υπήρχε όμως ένας άλλος πειρασμός, ο πειρασμός του αψεντιού. Αυτού του υπέροχου πράσινου ποτού, που αλλιώς το πίνουν στην Ελβετία, αλλιώς βέβαια στη Γαλλία και την Ιταλία. Αυτό σκεφτόταν: πως η αγαπημένη του φίλη δεν θα μπορούσε ποτέ να πιει αψέντι στην Ζυρίχη. Δεν θα της πήγαινε. Πλην όμως άνετα θα μπορούσε να το πιει στο Παρίσι. Αυτή ήταν η βασική αιτία του πειρασμού. Οι τόποι που ταίριαζε η φίλη του, ήταν οι αγαπημένοι του τόποι. Εκεί δηλαδή που ταίριαζε κι ο ίδιος.
Μέρες τώρα, φοβόταν να περάσει τα σύνορα. Πήγαινε μέχρις εκεί και γυρνούσε πίσω. Λες και η Ελβετία είχε γίνει ο τόπος του μαρτυρίου, του πνευματικού μαρτυρίου, λες και δεν μπορούσε να πάρει κανένα ερέθισμα, ούτε γραφής ούτε σκέψης. Αλλά τώρα, τούτο το μεσημέρι του Ιουλίου που ο ήλιος έκαιγε, αυτός καθόταν χαμογελαστός σ’ ένα καφέ της πλατείας αυτής της γαλλικής πόλης και έπινε αψέντι, ένα αψέντι που του είχε λείψει πολύ, ένα αψέντι που δεν θα μπορούσε να το πιει ποτέ στην Ελβετία, και μάλιστα είχε πάρει και δεύτερο, γιατί ένοιωθε ότι η φίλη του ήταν εκεί κι ότι έπιναν μαζί. Το αψέντι σε καίει, του είχε πει ένας άνθρωπος δίπλα του, που έπινε κι ο ίδιος, είναι ποτό ενός πάθους αταβιστικού, του είχε πει, αλλά ο ασκητής είχε πάρει ήδη τον δρόμο του γυρισμού προς την Ελβετία, ένας γυρισμός που του φαινόταν ατελείωτος, ένας γυρισμός γεμάτος από σκέψεις για τη χάρη του Θεού και την παρθενία της Παναγίας.
Ο άνθρωπός συντρίβεται, είχε πει ο Καλβίνος, περιθώριο σωτηρίας δεν υπάρχει, υπάρχει ο απόλυτος προορισμός, αυτό σηματοδοτούσε και ο Άγιος Πέτρος της Ζυρίχης. Η λιτή αλλά ψυχοφθόρα εκκλησία των Διαμαρτυρομένων. Ο ασκητής χαμογέλασε περνώντας τα σύνορα. Ο γαλλικός ήλιος είχε θερμάνει την ψυχή του. Το ράσο του λες και είχε ξαναπλυθεί κάτω απ’ αυτό το φως. Έστρεψε πάλι το βλέμμα του κατά τη Μεσόγειο. Ήταν βέβαιος πως η αγαπημένη του φίλη χαιρόταν τα νερά της Μεσογείου. Εκεί που σε λίγες ημέρες θα πήγαινε κι ο ίδιος. Η προσευχή του σήμερα ήταν κάπως διαφορετική. Υπέρ των τόπων που αγαπούν την αμαρτία και θεωρούν τον αμαρτωλό φίλο τού Θεού.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια: