28/7/12

Η συνάντηση

ΤΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗ

Ένιωσα ένα βαρύ χέρι να με ακουμπά με φιλική ζεστασιά στον ώμο, καθώς προχωρούσα ξαναμμένος, όσο μπορούσε να είναι δυνατό κάτι τέτοιο, με τις δυσκολίες των εβδομήντα-και χρόνων που με βάραιναν. Μέσα σ’ αυτό το θυμωμένο πλήθος των αγνώστων, που αφρισμένα ποτάμια κατέβαιναν απ’ τους γύρω δρόμους να γεμίσουν την τεράστια λίμνη της μεγαλύτερης, όπως λέγαμε, πλατείας των Βαλκανίων, δεν μπορούσα να φαντασθώ ότι θα συναντούσα άλλον εκτός από τους στενούς μου φίλους και ομόφρονες των τελευταίων χρόνων.

Γυρίζοντας είδα το Γιάννη, τον οικοδόμο, τον «ημεροκάματο», που λέγαμε, να με κοιτάζει μ’ εκείνο το γαλανό γλαρό βλέμμα, χαρακτηριστικό της μορφής του, παρά τα χρόνια που μεσολάβησαν. Με το ίδιο γλυκό χαμόγελο και την τρυφερή απόχρωση της ματιάς του. Τον θυμήθηκα αμέσως, κι ας είχαμε χρόνια ν’ ανταμώσουμε, από τότε που με απλά αλλά κατανοητά επιχειρήματα, που διατύπωνε ήρεμα και με πειστικότητα, προσπαθούσε να συνδιαλεχθεί μαζί μας. Εκτός κι αν εμείς προσπαθούσαμε να συνδιαλεχθούμε μ’ αυτόν.
Στις συνεδριάσεις μας, που αναγκαστικά γινόταν βράδυ, ερχόταν καθαρός, πλυμένος από τον ιδρώτα της βαριάς χειρωνακτικής δουλειάς, ντυμένος με χαρακτηριστική απλότητα αλλά και καλαισθησία, παίρνοντας τη θέση του πάντα στην ίδια γωνιά, σε μια επισκευασμένη θερινή πολυθρόνα, απ’ αυτές που είχανε μαζέψει από τα σκουπίδια οι πριν από μας, για να επιπλώσουν στοιχειωδώς τη μικρή ημιυπόγεια αποθήκη που χρησιμοποιούσαμε για γραφείο.
Ήμασταν στον ίδια κομματική οργάνωση, αυτός ως εκπρόσωπος των εργατών, σχεδόν μόνος, αφού ο άλλος σύντροφος σχεδόν ποτέ δεν ερχόταν στις συνεδριάσεις. Οι υπόλοιποι ήμασταν φοιτητές διαφόρων σχολών και δύο εμποροϋπάλληλοι του κέντρου της πόλης. Ήταν ο μόνος που δεν μιλούσε πολύ, δεν μακρηγορούσε δηλαδή κι ούτε χρησιμοποιούσε για φιοριτούρες τσιτάτα του Μαρξ, του Λένιν ή άλλων κομμουνιστών ηγετών, που συνήθως ουδείς τα γνώριζε, εκτός αυτού που τα παρέθετε. Βεβαίως δεν διατυπώνονταν αντιρρήσεις για τη γνησιότητα ή την ορθότητά τους, αμφιβολίες όμως σίγουρα εμφιλοχωρούσαν. Οι λίγες κουβέντες του χαρακτηρίζονταν από δωρική λιτότητα και απαγγέλλονταν με πολλή σιγουριά, κάτι που σιγά σιγά τον ανέβαζε στην εκτίμηση και την εμπιστοσύνη όλων μας.
Ερχόταν πάντα πρώτος στις συνεδριάσεις μας κι έφευγε πάλι πρώτος, χωρίς να επικαλείται λόγους, αλλά και χωρίς να δίνει την ευκαιρία σε κάποιον να του απευθύνει πρόσκληση για το υπόλοιπο της βραδιάς. Που για μας τους άλλους συνεχιζόταν με σινεμά ή ταβέρνα. Κάποιοι λέγανε πως γύριζε σπίτι του να διαβάσει, άλλοι πως είχε οικογενειακές υποχρεώσεις να καλύψει.
Παιδί προσφύγων ο Γιάννης ο «ημεροκάματος», με πατέρα να μπαινοβγαίνει στη φυλακή ή να πηγαινοέρχεται στην εξορία, δεν μπόρεσε να συνεχίσει το σχολειό, αφού άλλος να φέρνει μια φούχτα δραχμές στο σπίτι δεν υπήρχε. Η μάνα του, μες την πίκρα για το κυνηγητό του άντρα της και ταλαιπωρημένη, δεν μπορούσε να δουλέψει, κι όσο για την αδερφή του, δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα. Αυτή έπρεπε να συνεχίσει το σχολειό και να σπουδάσει. Ό,τι έχασε αυτός, έπρεπε να το κερδίσει εκείνη. Κι όσο για χρήματα, αυτός ήταν εκεί. Θα είχε πάντα αυτά που της χρειαζόταν. Τα απαραίτητα δηλαδή. Οι καιροί δεν συγχωρούσαν πολυτέλειες.
Το παρατσούκλι «ημεροκάματος» του το είχαμε κολλήσει επειδή πάντα στις τοποθετήσεις του χρησιμοποιούσε φανατικά τη λέξη «ημεροκάματο», όταν αναφερόταν στις αμοιβές ή τις διεκδικήσεις των οικοδόμων συναδέλφων του. Δεν ξέραμε γιατί, ίσως του άρεσε η λέξη, ίσως κάπου τη διάβασε και του έμεινε. Το πιθανότερο ήταν πως τη συνάντησε κάπου στα διαβάσματά του και, όπως πολύ αργότερα διαπίστωσα, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στα διηγήματά του τη χρησιμοποιούσε. Γιατί φαινόταν από τον τρόπο διατύπωσης των θέσεων και των προτάσεών του, πως γνώριζε καλά τη γλώσσα και τη χρησιμοποιούσε άνετα. Κι αυτό ήταν αποτέλεσμα των διαβασμάτων του. Που δεν περιορίζονταν στα πολιτικά του ενδιαφέροντα, αφού δεν έμενε μόνο στη «μαρξιστική σκέψη», που με σειρά μικρών εγχειριδίων ο εκδοτικός οίκος «Θεμέλιο» επιχειρούσε τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, να μας καθοδηγήσει, αλλά επεκτείνονταν στη λογοτεχνία, και όπου αλλού μπορούσε αυτή να τον οδηγήσει.
Έτσι ο Γιάννης ο «ημεροκάματος» κατάφερνε να κλέβει την παράσταση στις συναντήσεις και τις συνεδριάσεις μας και να έχει σχεδόν πάντα τις καλύτερες, νηφαλιότερες και πιο προσγειωμένες προτάσεις. Ίσως όχι ιδιαίτερα «επαναστατικές», αλλά μέσα στο πλαίσιο των συνθηκών που επικρατούσαν. Γιατί, όπως φάνηκε αργότερα, ήταν απ’ αυτούς που δεν πίστευαν πως η «επανάσταση» θα γινόταν μέσα σε μια νύχτα. Έβλεπε εξ άλλου και τον πατέρα του, θιασώτη αυτής της άποψης, να περνά σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του σε φυλακές και νησιά της εξορίας.
Δεν ήταν μόνο στις συζητήσεις και τις αποφάσεις που ο Γιάννης αποτελούσε υπόδειγμα. Ξεχώριζε και στην πρακτική δουλειά. Πάντα με το σκεπάρνι και το σφυρί, πρώτος στο στήσιμο των εξεδρών για τις κομματικές εκδηλώσεις, τις ομιλίες των βουλευτών και των ηγετικών στελεχών, τη διανομή υλικού, τις αφισοκολλήσεις. Πρώτος και στις διαδηλώσεις, τις συγκεντρώσεις, τις εξορμήσεις. Για το 15%, για το 114. Κι όλα αυτά μετά το άγριο «ημεροκάματο» που ήταν αναγκασμένος να βγάζει. Την εποχή που στις οικοδομές το τσιμέντο, που δεν αποκαλούνταν «έτοιμο σκυρόδεμα», ανέβαινε τα πατώματα με τις σκαλωσιές, μέσα σε τενεκέδες στους ώμους των οικοδόμων. Βέβαια ο Γιάννης ήταν πια μάστορας, αλλά αυτό δεν σήμαινε τίποτα, αφού καμιά ευκολία από τις σημερινές δεν υπήρχε. Ούτε αυτοκίνητα για το μπετόν, ούτε αναβατόρια, ούτε συναρμολογούμενες σκαλωσιές. Όλα περνούσαν από το χέρι των οικοδόμων. Και με τις ελάχιστες ή και ανύπαρκτες προδιαγραφές ασφαλείας.
Μια μέρα τον έχασα. Εκεί στα ’66 είπανε πως πήγε να δουλέψει στο συνδικάτο των οικοδόμων, εκλεγμένος στη διοίκησή του. Ύστερα ήρθε η απριλιανή χούντα. Φαντάρος εγώ, απλώς τέθηκα υπό επιτήρηση, εξορία αυτός, ως επικίνδυνος για τη «δημόσια τάξη και ασφάλεια», κάναμε χρόνια να συναντηθούμε. Κάποια στιγμή, αρχές του ’75, βρεθήκαμε σε μια συγκέντρωση των σοφτ κομμουνιστών, όπως μας αποκαλούσε κάποιος, δηλαδή αυτών που ακολουθήσαμε το μη δογματικό, το αναθεωρητικό τμήμα μετά τη διάσπαση του κόμματος. Σφίξαμε τα χέρια - ήμαστε από τους λίγους που δεν ακολουθούσαμε την αθηναϊκή συνήθεια των φιλημάτων. Τα είπαμε βιαστικά, στη λίγη ώρα που είχαμε στη διάθεσή μας. Ήταν ευτυχισμένος πατέρας ενός γιου, που είχε αποκτήσει λίγο πριν πέσει η χούντα. Από ένα γάμο που είχε προγραμματισθεί για τον Ιούλιο του 1967 αλλά αναβλήθηκε αναγκαστικά για πέντε χρόνια, μέχρι που απολύθηκε από την εξορία.
Χαθήκαμε για άλλη μια φορά. Άλλες πια οι συνθήκες, άλλη η ζωή, άλλα τα χρόνια. Οι αγώνες όμως συνεχίζονταν. Τον καιρό της γνωριμίας μας, στην πρώτη γραμμή ήταν η εξασφάλιση του ψωμιού, της μόρφωσης και της ελευθερίας μας. Ακόμα και η προστασία της σωματικής μας ακεραιότητας, απ’ τους τραμπούκους του παρακράτους. Και θυμηθήκαμε το βράδυ εκείνο, που σε μια επίθεση των Εκοφιτών με κάλυψε με το δυνατό και γυμνασμένο του σώμα, από το σύννεφο της κλωτσιάς και της μπουνιάς που με απειλούσε. Τώρα ήταν το «βάθεμα και το πλάτεμα» της Δημοκρατίας. Πανεπιστήμια για όλους, διεύρυνση των συνδικαλιστικών ελευθεριών, αύξηση των «ημεροκαμάτων», επιμήκυνση του ελεύθερου χρόνου.
Όλα αυτά πέρασαν ταινία κινηματογραφική, σε δέκατα του δευτερολέπτου, μέσα από το μυαλό μου. Τώρα που βρισκόμουνα πάλι με πλήθος ανθρώπων που απαιτούσαν και διεκδικούσαν. Όχι πια παροχές και κατακτήσεις. Όχι πια λιγότερες ώρες εργασίας με το ίδιο «ημεροκάματο», όχι το 35ωρο την εβδομάδα. Τα αιτήματα και οι ανάγκες άλλαξαν. Και συνοψίζονταν σε μια φράση: «Μην κατεδαφίζετε ό,τι κερδίσαμε», «μη μας περιορίζετε τα δικαιώματά μας», «μη μας στερείτε το μεροκάματό μας».
Οργισμένος λαός γέμιζε με γοργούς ρυθμούς την πλατεία. Απολυμένοι εργάτες, υπάλληλοι, μανάδες με τα μωρά στην αγκαλιά, που έχασαν τις άδειες και τα επιδόματά τους, ανάπηροι που τους έκοψαν τη δυνατότητα όχι να ζήσουν αλλά απλά να φάνε, μωρά των νηπιαγωγείων και των δημοτικών, που δεν τους πρόσφεραν πια το μεσημεριανό τους. Μαύρη απελπισία.
Το βαρύ, δουλεμένο, κουρασμένο χέρι ήταν ακόμα στον ώμο μου. Οι ματιές μας εισχώρησαν βαθιά η μία στην άλλη, συναντώντας τα κατάβαθα της ψυχής μας. Σφίξαμε για μια ακόμα φορά τα χέρια. Με δύναμη, με ζέση, με σημασία. Κρουνοί δακρύων θα μπορούσαν να πεταχτούν από τα μάτια μας, πράγμα που όμως δεν συνέβη, γιατί μας έμαθαν πως οι άνδρες, ή αν θέλεις οι αγωνιστές, δεν κλαίνε. Δεν υποτάσσονται. Μόνο παλεύουν. Κι όταν ακόμα δεν βλέπουν φως και διέξοδο.
Σταθήκαμε έτσι άφωνοι, ξαφνιασμένοι, αμήχανοι, την ώρα που το πλήθος επαναλάμβανε όλο και πιο δυνατά, με όλο και πιο μεγάλο πάθος τα συνθήματα. Πλησιάσαμε όσο πιο πολύ μπορούσαμε. Μια αχνή, άψυχη σχεδόν φωνή, να μην την ακούσει άλλος, βγήκε από το στόμα του Γιάννη του «ημεροκάματου».
―Και τώρα τι θα πούμε στα εγγόνια μας, σύντροφε; Την κερδίσαμε ή τη χάσαμε τη ζωή μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: