ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΛΥΔΑΚΗ
Στα βορειοδυτικά του σπιτιού μου, εκεί που σας δείχνω τώρα με το χέρι, χωρίς να τολμώ ούτε να κοιτάξω, βρίσκεται αυτή η παλιά προπολεμική πολυκατοικία, γνωστή σε όλους σας σαν Μέγαρο, τώρα εγκαταλειμμένη και ακατοίκητη, σωστό ερείπιο. Εκεί λοιπόν, με μια αδέξια κίνησή μου, στράφηκε μια βραδιά το τηλεσκόπιο. Έβαλα το μάτι στο φακό και παρατηρούσα αφηρημένος τα μπαλκόνια με τα περίτεχνα χυτά κάγκελα, το γλυπτό γύψινο διάκοσμο γύρω από τα ανοίγματα, όταν, σε ένα σκοτεινό παράθυρο του πέμπτου ορόφου, μια αμυδρή κίνηση τράβηξε την προσοχή μου. Κοίταξα προσεκτικά. Και είδα έναν άνθρωπο, πιο πολύ μια σκιά, στραμμένο προς τα μένα να χειρονομεί αγριεμένος. Τραβήχτηκα αμέσως πίσω με την καρδιά μου να πάει να σπάσει. Όταν συνήλθα, τόλμησα να ξανακοιτάξω. Ο άνθρωπος ήταν ακόμα εκεί και με κοιτούσε. Για μια στιγμή μονάχα το φεγγάρι ξεμύτισε από τα σύννεφα και φώτισε το πρόσωπό του. Ήταν ολόιδιος εγώ. Ναι, ο άνθρωπος εκείνος που μου κουνούσε απειλητικά τη γροθιά του ήμουνα εγώ, φορούσε ακόμα και τα ίδια ρούχα. Σηκώθηκα και βγήκα από το δωμάτιο. Φαντάζεστε την ταραχή μου. Άναψα ένα τσιγάρο και προσπάθησα να ηρεμήσω. Όμως τα χέρια μου έτρεμαν. Ύστερα πήρα την απόφαση, έβαλα το σακάκι μου και βγήκα στο δρόμο. Έπρεπε να σιγουρευτώ πως δεν τρελάθηκα.
Το σπίτι μου βρίσκεται σε ένα ύψωμα πάνω από το
λιμάνι. Η βορεινή πλευρά βλέπει προς τη θάλασσα και οι λιγοστοί πια επισκέπτες μου πάντα αναρωτιούνται γιατί το
μοναδικό δωμάτιο με ευχάριστη θέα μένει συνέχεια κλειδωμένο και με το πατζούρι
του κλειστό.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν πάντα έτσι. Μπροστά στο παράθυρο αυτού του δωματίου στέκει ακόμα ένα τηλεσκόπιο, δώρο στον εαυτό μου σε μια στιγμή αυτάρεσκης γενναιοδωρίας. Τις παλιές καλές μέρες, πριν ασπρίσουν σε μια νύχτα τα μαλλιά μου, καθόμουν με τις ώρες, τις ράθυμες ημέρες της αργίας, μπροστά σ' αυτό το παράθυρο, κι εστίαζα το φακό του στο πέλαγος, στις βάρκες που λικνίζονταν στα κύματα, στα πλοία που έρχονταν να δέσουν στο λιμάνι ή έφευγαν από αυτό, με ταξιδιώτες, άλλους χαρωπούς άλλους θλιμμένους, να χαιρετούνε τους δικούς τους. Μου έδινε μεγάλη ευχαρίστηση να κοιτώ τα πρόσωπά τους και από την έκφραση ή το παρουσιαστικό τους, να προσπαθώ να μαντέψω το σκοπό του ταξιδιού τους.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν πάντα έτσι. Μπροστά στο παράθυρο αυτού του δωματίου στέκει ακόμα ένα τηλεσκόπιο, δώρο στον εαυτό μου σε μια στιγμή αυτάρεσκης γενναιοδωρίας. Τις παλιές καλές μέρες, πριν ασπρίσουν σε μια νύχτα τα μαλλιά μου, καθόμουν με τις ώρες, τις ράθυμες ημέρες της αργίας, μπροστά σ' αυτό το παράθυρο, κι εστίαζα το φακό του στο πέλαγος, στις βάρκες που λικνίζονταν στα κύματα, στα πλοία που έρχονταν να δέσουν στο λιμάνι ή έφευγαν από αυτό, με ταξιδιώτες, άλλους χαρωπούς άλλους θλιμμένους, να χαιρετούνε τους δικούς τους. Μου έδινε μεγάλη ευχαρίστηση να κοιτώ τα πρόσωπά τους και από την έκφραση ή το παρουσιαστικό τους, να προσπαθώ να μαντέψω το σκοπό του ταξιδιού τους.
Στα βορειοδυτικά του σπιτιού μου, εκεί που σας δείχνω τώρα με το χέρι, χωρίς να τολμώ ούτε να κοιτάξω, βρίσκεται αυτή η παλιά προπολεμική πολυκατοικία, γνωστή σε όλους σας σαν Μέγαρο, τώρα εγκαταλειμμένη και ακατοίκητη, σωστό ερείπιο. Εκεί λοιπόν, με μια αδέξια κίνησή μου, στράφηκε μια βραδιά το τηλεσκόπιο. Έβαλα το μάτι στο φακό και παρατηρούσα αφηρημένος τα μπαλκόνια με τα περίτεχνα χυτά κάγκελα, το γλυπτό γύψινο διάκοσμο γύρω από τα ανοίγματα, όταν, σε ένα σκοτεινό παράθυρο του πέμπτου ορόφου, μια αμυδρή κίνηση τράβηξε την προσοχή μου. Κοίταξα προσεκτικά. Και είδα έναν άνθρωπο, πιο πολύ μια σκιά, στραμμένο προς τα μένα να χειρονομεί αγριεμένος. Τραβήχτηκα αμέσως πίσω με την καρδιά μου να πάει να σπάσει. Όταν συνήλθα, τόλμησα να ξανακοιτάξω. Ο άνθρωπος ήταν ακόμα εκεί και με κοιτούσε. Για μια στιγμή μονάχα το φεγγάρι ξεμύτισε από τα σύννεφα και φώτισε το πρόσωπό του. Ήταν ολόιδιος εγώ. Ναι, ο άνθρωπος εκείνος που μου κουνούσε απειλητικά τη γροθιά του ήμουνα εγώ, φορούσε ακόμα και τα ίδια ρούχα. Σηκώθηκα και βγήκα από το δωμάτιο. Φαντάζεστε την ταραχή μου. Άναψα ένα τσιγάρο και προσπάθησα να ηρεμήσω. Όμως τα χέρια μου έτρεμαν. Ύστερα πήρα την απόφαση, έβαλα το σακάκι μου και βγήκα στο δρόμο. Έπρεπε να σιγουρευτώ πως δεν τρελάθηκα.
Όταν έφτασα στο Μέγαρο είχε αρχίσει να βρέχει. Πέρασα
τη μεγάλη σιδερένια εξώπορτα και πήρα το ασανσέρ. Καθώς η πόρτα έκλεινε,
πρόλαβα να δω κάποια σκιά να κατεβαίνει τρέχοντας, σαν να την κυνηγούσαν, τις
σκάλες. Στον πέμπτο όροφο ο μακρύς διάδρομος ήταν σκοτεινός κι οι πόρτες των
διαμερισμάτων κλειστές. Μου πήρε κάμποση ώρα να προσανατολιστώ, κι ύστερα
προχώρησα προς τη δεύτερη πόρτα στα δεξιά μου. Την έσπρωξα με το χέρι και
άνοιξε διάπλατα. Άναψα ένα σπίρτο και προχώρησα. Το διαμέρισμα ήταν γυμνό από
έπιπλα. Κάπου από το εσωτερικό ακουγόταν ο ήχος της βροχής. Μπήκα στο δωμάτιο
κι είδα το ανοικτό παράθυρο. Μπροστά μου απλωνόταν σιωπηλή η πόλη. Έψαξα για να
βρω το σπίτι μου, και τότε, μέσα από το πέπλο της βροχής που τώρα είχε
δυναμώσει, στο παράθυρο του βορεινού δωματίου μου, που φωτιζόταν λίγο από το φως
του καθιστικού, είδα τον εαυτό μου να με κοιτάζει πίσω από το τηλεσκόπιο.
Πετάχτηκα πάνω και βγήκα τρέχοντας από το
διαμέρισμα. Δεν μπορούσα να περιμένω το ασανσέρ, και κουτρουβάλησα στις σκάλες
στο φως των κεραυνών που έσχιζαν τον αέρα. Φτάνοντας στο ισόγειο αλαφιασμένος,
την ώρα που ορμούσα από την έξοδο στην καταιγίδα, διέκρινα με την άκρη του
ματιού μου τη φιγούρα που έμπαινε στο ασανσέρ, φορώντας ένα σακάκι ίδιο με το
δικό μου. Δεν σταμάτησα. Έφτασα στο σπίτι μου κι όρμησα στο δωμάτιο εκείνο.
Ήταν άδειο, όμως στο ξύλινο πάτωμα φαίνονταν καθαρά οι λασπωμένες πατημασιές
εκείνου που διέσχισε την καταιγίδα για
να ταράξει για πάντα τις νύχτες μου. Χωρίς να τολμώ να κοιτάξω προς το
καταραμένο κτίριο, έκλεισα τα πατζούρια κι ύστερα κλείδωσα αυτή την πόρτα για
πάντα. Όμως συχνά τη βρίσκω ανοιχτή και πρέπει να βρω το κουράγιο να πλησιάσω
και να την κλειδώσω πάλι. Σίγουρα θα μου πείτε ότι όλα αυτά είναι αποκυήματα
της φαντασίας μου κι ότι η μοναχική ζωή έχει ταράξει το μυαλό μου. Πώς εξηγείτε
όμως το γεγονός ότι στην είσοδο του εγκαταλειμμένου πια κτιρίου, όπως μου έχουν
πει, γιατί εγώ ούτε απ' έξω δεν περνάω, υπάρχει ακόμα η πινακίδα με το όνομά
μου;
Έτσι μου αφηγήθηκε αυτή την ιστορία, μια κρύα
νύχτα του χειμώνα, ένας σεβάσμιος γέροντας. Και να πώς μου αφηγήθηκε ξανά την
ιστορία ο ίδιος άνθρωπος –ο ίδιος; επιτρέψτε μου, από μιαν άποψη, να αμφιβάλλω–
μόλις μερικές μέρες αργότερα.
-Ναι, θα σου διηγηθώ ξανά, αφού θέλεις, την
ιστορία με το τηλεσκόπιο, αν και δεν θυμάμαι να στην έχω ξαναπεί. Αλλά είμαι γέρος
πια, ξεχνάω εύκολα. Σε εκείνο εκεί το ερείπιο, λοιπόν, που ακόμα το λένε
Μέγαρο, έζησα κοντά δεκαπέντε χρόνια. Συχνά ασυναίσθητα με οδηγούν εκεί τα
βήματά μου. Στέκομαι τότε ξαφνιασμένος μπρος στην πόρτα, κοιτώντας τα κλειδιά
που ήδη κρατώ στα χέρια, σαν να ξυπνάω από όνειρο. Μα είναι φυσικό. Έζησα
δεκαπέντε χρόνια εκεί πάνω.
Την τελευταία μέρα που πάτησα εκεί, λοιπόν, όταν
πια είχα μαζέψει όλα τα πράγματά μου και τα είχα μεταφέρει στο καινούργιο σπίτι
μου, αυτό εδώ, βρέθηκα μόνος μου να περπατώ στα άδεια δωμάτια. Ήμουν ακόμα νέος
σχετικά και εύκολα δενόμουν με τα πράγματα. Το γυμνό διαμέρισμα με λυπούσε.
Ένοιωθα σαν ερπετό που αλλάζει το δέρμα του και το αφήνει πίσω. Κι αυτό το
δέρμα κρατούσε κάτι από μένα. Οι μυρωδιές στους τοίχους, τα σημάδια από τα
έπιπλα, τα ίχνη από τις κορνίζες.
Κάποια στιγμή βρέθηκα στο παράθυρο να κοιτάω την
πόλη. Είχε βραδιάσει. Έψαξα για το καινούργιο σπίτι μου. Δεν ήταν μακριά, δυο
τετράγωνα απόσταση, το ξέρεις άλλωστε. Ανάμεσα από στέγες και ταράτσες διέκρινα
στην αρχή ένα μέρος από την αυλή, τα κεραμίδια, κι ύστερα το φωτισμένο
παράθυρο. Εκεί, με έκπληξη είδα ότι κάποια φιγούρα στεκόταν πίσω από το
τηλεσκόπιο που ήταν στραμμένο προς τα μένα. Αναρωτήθηκα μήπως έκανα λάθος, όμως
όχι, αυτό ήταν το σπίτι. Κάποιος ήταν μέσα στο σπίτι μου λοιπόν και με
κοιτούσε. Σίγουρα κάποιος κλέφτης. Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη, ωστόσο δεν
μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του. Του έγνεψα αγριεμένος και του
φώναξα, αν και ήταν αδύνατον να με ακούσει. Τον είδα να οπισθοχωρεί, κοιτώντας
πάντα προς το μέρος μου. Φορούσε άσπρο πουκάμισο όπως εγώ και τα μαλλιά του
ήταν ξανθά σαν τα δικά μου. Ύστερα ξανακοίταξε από το τηλεσκόπιο και βγήκε
τρέχοντας από το δωμάτιο. Είχα μείνει παγωμένος. Περίμενα αρκετά μήπως
ξαναφανεί. Κατόπιν, ξεχνώντας να κλειδώσω πίσω μου, όρμησα στις σκάλες. Θυμάμαι
καθαρά κάποια σκιά να μπαίνει στο ασανσέρ καθώς πηδούσα έξω στη βροχή που είχε
αρχίσει να πέφτει. Έφτασα γρήγορα στο
σπίτι. Ήταν άδειο. Μπήκα σε εκείνο το δωμάτιο. Τίποτα δεν έδειχνε πως είχε μπει
κάποιος διαρρήκτης. Ίσως και να είχα κάνει λάθος. Κάθισα μπρος στο τηλεσκόπιο
και έβαλα διστακτικά το μάτι. Ήταν στραμμένο προς το Μέγαρο. Είδα εκείνο το
παράθυρο, λοιπόν, και τον εαυτό μου, ναι, τον ίδιο τον εαυτό μου να με κοιτάει
με φρίκη. Μετά αυτός χάθηκε στο σκοτάδι κι εγώ έμεινα εκεί αποσβολωμένος.
Πέρασαν κάμποσα λεπτά. Ξαφνικά, άκουσα ήχο
κλειδιών στη εξώπορτα και βιαστικά βήματα μέσα στο σπίτι. Κρύφτηκα τρομαγμένος
πίσω από την πόρτα του δωματίου και σκέφτηκα μόνο πως τα λασπωμένα χνάρια μου
θα πρόδιδαν την κρυψώνα μου. Όμως, ο άγνωστος επισκέπτης μπήκε στο δωμάτιο,
έκλεισε το παράθυρο κι ύστερα βγήκε τρέχοντας σχεδόν, τραβώντας πίσω του και
κλειδώνοντας την πόρτα. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί προσπαθώντας να κρατήσω
την ανάσα μου. Ευτυχώς είχα όλα τα κλειδιά μαζί μου. Όταν βγήκα από το δωμάτιο
δεν υπήρχε πια κανείς μέσα στο σπίτι.
Από τότε δεν έχω καταφέρει
να ηρεμήσω. Έχω συχνά την αίσθηση πως κάποιος άλλος κατοικεί εδώ, μαζί μου.
Κάποιος που αλαφροπατώντας κάθε νύχτα κλειδώνει αυτήν εκεί την πόρτα, όπου το
τηλεσκόπιο, αραχνιασμένο πια, έχει μείνει να κοιτάει την εικόνα του στο τζάμι.
Ο Μανώλης Λυδάκης είναι αρχιτέκτονας. Το
διήγημα ανήκει στην αδημοσίευτη συλλογή διηγημάτων "Η Χώρα - Αληθινές
Ιστορίες"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου