ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
Αριστεροσύνη
σημαίνει πρώτα και κύρια πολιτική αξιοπρέπεια. Βρεθήκαμε στους δρόμους της
αριστεράς από την πρώτη μας νεότητα γιατί ψυχανεμιστήκαμε ότι κάτι μέσα στο
έρμα της μπορεί να σώσει την αξιοπρέπειά μας. Και όταν σήμερα συμπολίτες από
κάθε λογής κοινωνική κατηγορία και επάγγελμα συρρέουν στο αριστερό σχήμα του
ΣΥΡΙΖΑ, το κάνουν γιατί με τη στάση τους έχουν ήδη διασώσει μέσα στον
καθημερινό βίο την αξιοπρέπειά τους.
Ό,τι με μύριους όσους τρόπους έχει υπαινικτικά ή ανοικτά δηλωθεί
ως κατάρρευση του αξιακού συστήματος της μεταπολίτευσης, κι επανέφερε ευθαρσώς
ο Α. Κιουπκιολής στις «Αναγνώσεις» της προηγούμενης Κυριακής, είναι ακριβώς το
ζήτημα μιας αριστερής αξιοπρέπειας. Η αποστροφή, όχι μόνο μέσα απ’ την ανάγκη
αλλά αν θέλετε και για λόγους αισθητικής, στη νεοπλουτίστικη γλίτσα που
τυράννησε για δεκαετίες την ελληνική κοινωνία είναι το μείζον κοινό
χαρακτηριστικό που συνδέει γενιές ανθρώπων οι οποίες προσέρχονται στην
αριστερά, ενώ πολλοί απ’ αυτούς δεν έχουν καν μια αμυδρή ιδέα για τα περαιτέρω.
Για όσους λοιπόν διατείνονται ότι
τώρα συνωστίζονται σε τούτη όσοι θέλουν να διασώσουν τα «προνόμιά» τους, μάλλον
συνεχίζουν να ναρκισσεύονται. Έζησα τη χτεσινή μου νύκτα σ’ ένα νοσοκομείο, με
νέους, απλήρωτους γιατρούς, νοσοκόμες και εν γένει προσωπικό, κι είχα την
εμπειρία μιας καθόλα ευγενούς, επαγγελματικής κι ανεπιτήδευτης, μ’ ό,τι μπορεί
να σημαίνουν για μας αυτές οι λέξεις, αντιμετώπισης
για μένα και τη θυγατέρα μου. Έχω τη βεβαιότητα ότι αυτή είναι η υπεραξία που
κουβαλάει τούτη η νέα γενιά και σώζει τούτον τον τόπο. Σ’ αυτήν και μόνο την
υπεραξία μπορεί να στηριχτεί μια νέα αρχή για όλους μας, που θέλει να διασώσει
ό,τι αξίζει να διασωθεί.
Όσοι μάχονται να περισώσουν τα ανεμομαζώματά τους, μ’ επικεφαλής
μια προβεβλημένη μειοψηφία και της δικής μου γενιάς, προέβαλαν ως θυμική
αντίδραση την ψήφο για μια κυβέρνηση όπου θα ηγεμονεύει η αριστερά, και στη
συνέχεια δεν έκαμαν τίποτε άλλο παρά να υποβάλουν τον φόβο και τον πανικό στην
ούτως ή άλλως μικροαστική μας κατάσταση. Κι εδώ ξεγελάστηκαν. Γιατί έχοντας υιοθετήσει
μια ψοφοδεή εκδοχή αξιοπρέπειας που συνέχει μιαν ελίτ σε παρακμή, εικάζουν ότι
το συναίσθημα κι όχι μια αποστασιοποιημένη, έλλογη σκέψη είναι αυτή που
διακατέχει τη μάζα του λαού και κατ’ επέκταση των μοναχικών ψηφοφόρων που
«διαμαρτυρήθηκαν». Ο λαϊκισμός στη χύδην έκφρασή του είναι πράγματι η ιδεολογία
που δεσπόζει στο θυμικό τους, καθώς νομίζουν ότι όσοι δεν ανταποκρίνονται στα
δικά τους κριτήρια ευζωίας δεν πληρούν στοιχειώδη γνωρίσματα της ανθρώπινης
υπόστασης.
Αυτοί λησμόνησαν, έγραφε ο γεμάτος μεγαλείο ψυχής Βάλτερ Μπένγιαμιν,
πού χρωστούν τη δύναμή τους, και γι’ αυτό, συμπληρώνουμε, τους αξίζει, επιεικώς,
το χειρότερο: η λησμονιά.
Η έλλογος κατακραυγή όσων κινητοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια,
μα κι εκείνων που στήριξαν νοερά τούτες τις κινητοποιήσεις, διαμόρφωσε μια
πλειοψηφία που δεκαετίες τώρα την πέταγαν στα μούτρα όσων τολμούσαν να
αντιμιλήσουν: μια σιωπηλή πλειοψηφία που
μ’ όποιους όρους κι αν εκφραστεί γύρω από την πολιτική αριστερά στην εκλογική
αναμέτρηση είναι ο φορέας μιας διαφορετικής αξιοπρέπειας. Αυτή η αξιοπρέπεια
έχει ως έρεισμα την κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη. Μ’ αυτά τα λιγοστά
συμπράγκαλα πορεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια η αριστερά κι αυτό διέγνωσαν μέσα στον
γεμάτο αντιφάσεις, ανακολουθίες, μα βαθιά δημοκρατικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, οι
συμπολίτες που με θαυμαστή ψυχραιμία και εμμονή στηρίζουν την πολιτική του
πρόταση. Στην άβυσσο της παγκοσμιοποίησης και της συνεχούς ανακατανομής του
παγκόσμιου και τοπικού πλούτου, η υπεραξία που γεννά το κεφάλαιο του αριστερού
λόγου είναι το τελευταίο υλικό κεφάλαιο που έχει μείνει αλώβητο.
Ο Γιώργος Μερτίκας είναι δοκιμιογράφος και μεταφραστής
Γιώργος Σακκάς |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου