ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΥΛΙΔΗ
Ο Στέλιος Παυλίδης είναι σκηνοθέτης
Δημήτρης Πετσετίδης- Ανάγνωση |
Θυμάμαι τον Στάθη. Ένας μικρόσωμος, εύθραυστος άνδρας. Ξέμπλεξε στα σαράντα του από φυλακές και εξορίες. Δεκάξι χρόνια.
Δεν ξεπερνούσε το ένα κι εξήντα, με «πρωτάκι» έμοιαζε. Δεν είχε κανέναν, ήρθε σ’ εμάς. Η μάνα μου απ’ τα έντεκά της χρόνια, δούλευε μαζί του στα κλωστήρια του «Λαναρά» κι αργότερα, στα χρόνια της παρανομίας, ήταν ο «σύνδεσμός» του. Τον βολέψαμε στην κουζίνα, κι εγώ με την αδελφή μου μετακομίσαμε στο υπνοδωμάτιο, μαζί με τους γονείς.
Ήταν χειμώνας ακόμα, Μάρτης. Το θυμάμαι εξ αιτίας της παρέλασης που θα ’παιρνε μέρος η αδελφή μου. «Παραστάτη σημαιοφόρου» την είχαν επιλέξει κι ετοιμαζόταν. Είχε συνεφέρει με στουπέτσι τα πάνινα παπούτσια της και τα κρέμασε να στεγνώσουν. Αυτό ήταν το λάθος της! Τα ’δε η μάνα μας κι ενθουσιάστηκε.
-«Ό,τι πρέπει για τον Στάθη. Προσωρινά βέβαια, ώσπου να του οικονομήσω ένα ζευγάρι πέτσινα κλειστά, έστω και μεταχειρισμένα, ν’ αλλάξει με τα πέδιλα, που μπορεί να ’ταν βολικά για τη φυλακή, αλλά εδώ έξω βρέχονται τα πόδια του.»
Δεν επρόκειτο όμως και για τόσο «προσωρινά», γιατί ο Στάθης στα σαράντα του φορούσε το ίδιο νούμερο με την αδελφή μου, που ’ταν μόλις εννιά. Έψαχνε λοιπόν η μάνα μου σε γνωστούς και φίλους από τη μια, έκλαιγε και χτυπιόταν η αδελφή μου απ’ την άλλη, που ’βλεπε, χωρίς τ’ ασπρισμένα παπούτσια, να χάνει τη παρέλαση.
-«Προτιμότερο να βοηθήσεις έναν αγωνιστή, παρά να παρελάσεις μπροστά στο φασισταριό», προσπαθούσε να τη διαφωτίσει η μάνα μας.
Αλλά πού να καταλάβει η αδελφή μου, την ευκαιρία που της δινόταν, για την πρώτη «επαναστατική» της πράξη! Γι’ αυτήν, η επανάσταση είχε ήδη γίνει «απ’ τον Κολοκοτρώνη και την παρέα του», όπως της έλεγε ο δάσκαλος, κι εκείνη αυτόν πίστευε. «Έγινε τόσα χρόνια πριν και πέτυχε. Δεν χρειάζεται λοιπόν άλλη...»
Το δεύτερο κιόλας βράδυ, στρώθηκε το τραπέζι προς τιμήν του Στάθη. Στη λίστα των καλεσμένων συναγωνιστές και συντρόφια, άνθρωποι που κάποια στιγμή μοιράστηκαν μαζί του ψωμί και φόβο, πόνο και αρετή, τό ’νειρο, αλλά και τον ψίθυρο που κάνει ο θάνατος πριν μας βάλει στη σκιά του∙ ήταν όλοι εκεί. Κουζίνα και υπνοδωμάτιο ενώθηκαν σε μια τραπεζαρία. Κεντητά τραπεζομάντιλα βγήκαν απ’ τα σεντούκια. Σερβίτσια, που στη διαφορετικότητά τους μοιάζανε συλλεκτικά κομμάτια, δοξάστηκαν μαζί του. Και το γλέντι άναψε. Μ’ αγκαλιές, ιστορίες, αστεία και γέλια. Πολλά αστεία, για να μην τουμπάρει η βραδιά και χαθούν οι ισορροπίες. Γιατί όσο οι μνήμες ήταν κοινά βιωματικές, όλα κυλούσαν ζεστά και όμορφα. Όταν όμως τ’ «αποτυπώματα» άρχισαν ν’ αλλάζουν και τα «ίχνη» να χάνονται σε προσωπικές επιλογές, ήθελε προσοχή η κουβέντα, στήριξη, μέτρο. Και όχι πολλές ερωτήσεις, παρά μόνο μέχρι εκεί που τους έπαιρνε. Ορόσημο, για την κουβέντα, η μέρα που «χώρισαν». Μέχρι εκεί άνετα, όλο το παρελθόν στο τραπέζι. Έντονα, ειλικρινά, μ’ ενθουσιασμό. Φορτισμένα αλλά και ταπεινά, με ιστορική γνώση.
Μετά οι άλλοι «υπέγραψαν» και βγήκαν. Ο Στάθης έμεινε πίσω, μόνος. «Επιλογή του» ήταν, έτσι έκρινε εκείνος. Από κει και μετά τι να πουν, τι να ρωτήσουν; Οι ενοχές περίσσευαν, εμπόδιζαν. Ο Στάθης ναι, αυτός μπορούσε να ρωτά, διψούσε να μάθει τι φτιάξανε «οι απέξω»: οικογένειες, παιδιά, προόδους! Φούντωνε η περιέργειά του και χαιρόταν γι’ αυτά που άκουγε. Η ζωή έξω προχώρησε χωρίς αυτόν. Το ’ξερε, δεν διαμαρτυρόταν, είπαμε, επιλογή του ήταν.
Σιγά-σιγά οι άλλοι σώπασαν. Τ’ αστεία τέλειωσαν, κούρασαν. Η κυρίαρχη σκέψη της ομήγυρης δεν κρατιόταν άλλο, πίεζε, ζήταγε να εκφραστεί. Ο νονός του, πρώην καπετάνιος του ΕΛΑΣ, που στις διαταγές του πολέμησε κι ο Στάθης, το πήρε πάνω του. Στεγνά, άμεσα, χωρίς στολίδια.
-«Πώς άντεξες ρε Στάθη, πώς άντεξες τόσο ξύλο; Γιατί όχι κι εμείς; Γιατί σπάσαμε, γιατί σ’ αφήσαμε μόνο; Πού βρήκες τα κουράγια, τις αντοχές;»
-«Δεν ξέρω Κώστα, κι εγώ πονούσα, φοβόμουν, έτρεμα το ξύλο. Μετά όμως δεν ξέρω, κάτι έγινε. Μπορεί να ’ταν από δικό τους λάθος. Μ’ έβγαλαν απ’ τα όριά μου, απ’ τα όρια του φόβου μου... συνήθισα... το πήρα απόφαση, βρέθηκα από πάνω, πάνω απ’ αυτούς, σαν να ’γινα πιο δυνατός και τους νίκησα. Τι σημασία όμως έχει, πάει έγινε. Εγώ και τότε εσάς σκεφτόμουν, από σάς έπαιρνα δύναμη. Σας αγαπώ όλους, εσείς είστε η οικογένειά μου. Πολλές φορές σκέφτηκα να υπογράψω, να βγω κι εγώ, για να μην νομίζετε ότι ένιωθα καλύτερος. Σας ντρεπόμουν.»
Όταν, αργά, φύγανε όλοι, ο Στάθης ήταν σκασμένος. Καθόταν σιωπηλός με τον πατέρα μου και κάπνιζαν. Εγώ και η αδελφή μου πήγαμε να πλαγιάσουμε.
Η αδελφή μου κοιμήθηκε αμέσως, αλλά εγώ άκουγα το θόρυβο απ’ το πιατομάνι που ’πλενε η μάνα μου, τη σιωπή από τους δύο άνδρες, και προσπαθούσα να καταλάβω, όλα όσα είχα ακούσει.
Μετά, ο θόρυβος απ’ τα πιάτα σταμάτησε κι η μάνα τον ρώτησε:
-«Τι έγινε Στάθη, δε μιλάς, συγκινήθηκες μου φαίνεται. Δε σου ’λεγα ‘γώ ότι πάντα για σένα μιλούσαν, για σένα ρώταγαν; Σε θαύμαζαν!»
-«Ξέρεις κάτι, Αλεξάνδρα, δεν έπρεπε να βγω, την έκοψε ο Στάθης. Θέλω να γυρίσω στη φυλακή. Εγώ εκεί έμαθα να ζω. Εκεί ξέρω πώς να φερθώ, τι να πάρω και τι ν’ αφήσω. Εδώ η ζωή προχώρησε χωρίς εμένα, πήγε μακριά... πολλά χρόνια, δεν σας προφταίνω. Αισθάνομαι απ’ έξω. Σας βαραίνω.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου