ΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ ΚΟΣΥΦΟΛΟΓΟΥ
DULCE MARIA CARDOSO, Βιολέτα, ή Γνωρίζω την αγάπη εξ ακοής, μτφρ: Μαρία Παπαδήμα, εκδόσεις Νήσος
«Λαός νικημένος, ποτέ πια ενωμένος»/ «ο ουρανός δε χωράει πουθενά σ αυτή τη ζωή»
Η συγγραφέας γεννήθηκε στην περιοχή του Τρας – ου – Μόντες στην Πορτογαλία, πέρασε όμως τα παιδικά της χρόνια στην Αγκόλα όπου μετανάστευσε με τους γονείς της. Επαναπατρίστηκε στην Πορτογαλία το 1975, μετά την Επανάσταση των Γαρυφάλλων και το τέλος της αποικιοκρατίας. Τρέφει μεγάλη αγάπη για την αφρικανική ήπειρο, την οποία μάλιστα επιχειρεί να αποτυπώσει εικονοκλαστικά σε άλλα κείμενα της, μιλώντας «για το δέντρο με τα μάνγκο στην αυλή» και για τη «θέα της θάλασσας που σμίγει με τη γη»[1], τα οποία περιγράφει ως βιώματα που διαμόρφωσαν την σκέψη της και «ζέσταναν την καρδιά της».
Το τιμημένο με το λογοτεχνικό βραβείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2009) βιβλίο της είναι μια αποτίμηση του βιώματος της πορτογαλικής κοινωνίας, την οποία η συγγραφέας «ξανασυνάντησε» στα νεανικά της χρόνια και «την» ζει μέχρι σήμερα. Η ιστορία της «πάσχουσας» Βιολέτας, η οποία αναδιηγείται τη ζωή της σε πρώτο πρόσωπο, ενώ αφήνει την τελευταία της πνοή μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, είναι μια μεταφορά της «πάσχουσας», σε τροχιά μετάβασης πορτογαλικής κοινωνίας, όπου για μια τριακονταετία περίπου η βαριά σαλαζαρική κληρονομιά αναμετριέται με τον εκσυγχρονισμό.
Η Dulce Maria Cardoso αντιμετωπίζει τη συγγραφή ως μία άσκηση πρωτοτυπίας του ύφους. Υιοθετεί ένα πρότυπο συνειρμικής αφήγησης των μυθιστορηματικών γεγονότων, όπου η πρώτη φράση γίνεται και η καταληκτική. Τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί δεν υπονομεύουν το περιεχόμενο, αλλά αντίθετα ενισχύουν το εγχείρημα της ανάκλασης της μνήμης μέσα από την αφήγηση. Γι αυτό το λόγο δε διακρίνονται σαφώς οριοθετημένες περίοδοι, έτσι ώστε λόγος και ιστορία, παράλογο και πραγματικό, να μπερδεύονται, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ανθρώπινη συνείδηση–μνήμη.
Το κείμενο της Cardoso δεν αποτελεί αυτοαναφορική καταγραφή της συναισθηματικής αστάθειας ενός ταλαιπωρημένου ατόμου. Η συγγραφέας επιλέγει να «περιεργάζεται» το ανθρώπινο θυμικό, κοιτάζοντας προς μία δυνητική οικουμενική του διάσταση. Η τοποθέτηση της Βικτώριας στο ενδιάμεσο ζωής–θανάτου λειτουργεί ως μεταφορά της θέσης της μετεπαναστατικής πορτογαλικής κοινωνίας στο ενδιάμεσο ευμάρειας–ύφεσης. Με αφορμή ή εφαλτήριο αυτό το «μεταίχμιο», η Cardoso συζητά για το φαινόμενο της απογοήτευσης για κοινωνικούς λόγους, για τα ανεπανόρθωτα τραύματα που προκαλεί ο ρατσισμός στους ανθρώπους και για τη δυσλειτουργία της οικογενειακής αγάπης. Η αναγνώριση της ηθικής εξαΰλωσης του οράματος της επανάστασης των Γαρυφάλλων ενοποιεί τον ιστό των κατακερματισμένων επιμέρους αφηγήσεων επιτρέποντας στη συγγραφέα να διατυπώσει ένα σχόλιο για την ανθρώπινη κατάσταση σε κοινωνίες και «επαναστάσεις» παρηκμασμένης ευημερίας.
Aν και η συγγραφέας επιμένει να τονίζει την επιλογή της να μιλάει «πιο πολύ» για την προεπαναστατική Πορτογαλία, δημιουργείται τελικά η εντύπωση, ότι δεν είναι η στρέβλωση των σκοπών της επανάστασης στη μετεπαναστατική Πορτογαλία που βρίσκεται στο επίκεντρο της αγωνίας της, όσο η απουσία του ίδιου του οράματος της επανάστασης, το οποίο και αποτελεί την έμπνευση για μια κοινωνία.
Ο θάνατος της Βικτώρια, όπως παρουσιάζεται από τη συγγραφέα, λειτουργεί ως συγκλονιστικό κίνητρο αφύπνισής της απέναντι στη συναισθηματικά «ανίκανη» ζωή της. Υπό την έννοια αυτή, το εύρημα του θανάτου της κεντρικής ηρωίδας δεν αποτελεί πρόφαση για τη μετατόπιση της συγγραφέα σε ένα «συγκαλυμμένο» αφηγηματικό «εξωλογισμό», αλλά συμβολίζει το μέγεθος και τη δυναμική του κινήτρου που την ωθεί στον αναστοχασμό και κατά συνέπεια στην ριζική, αν όχι αμετάκλητη, αλλαγή. Από τη σκοπιά αυτή, τολμούμε να εικάσουμε ότι το Os meus sentimentos δεν είναι ένα βιβλίο που με αφορμή ένα θάνατο σωματικό υπερασπίζεται την πνευματική διάσταση της ζωής, αλλά περισσότερο είναι ένα κείμενο που διερευνά το όριο μεταξύ της συναίνεσης–(παθητικής) αποδοχής και της εξώθησης στη ριζική αλλαγή. Η κραυγή θανάτου της «πάσχουσας» Βιολέττας συντονίζεται με τις αγωνίες που ξυπνά ο επαπειλούμενος συμβολικός κοινωνικός θάνατος. Η «ορμή θανάτου» γεννά αιτήματα για αλλαγή και τρέφει τα οράματα των επαναστάσεων που θ ακολουθήσουν. Εξάλλου, όπως η ίδια η συγγραφέας είχε πει με αφορμή το βιβλίο της « τίποτα δε μπορεί να κάνει τη ζωή πιο σημαντική και επείγουσα από την πιθανότητα ενός θανάτου[2] ».
Η Αλίκη Κοσυφολόγου είναι υποψήφια διδάκτωρ Πολιτικής επιστήμης
[2] Από συνέντευξη που παραχώρησε η συγγραφέας σε λογοτεχνικό πόρταλ το 2005: http://portalivros.wordpress.com/2009/07/16/dulce-maria-cardoso-%E2%80%93-entrevista-a-proposito-de-os-meus-sentimentos-edicoes-asa/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου