ΤΗΣ ΜΑΡΘΑΣ ΠΥΛΙΑ
Στις εθνικές επετείους, στις κρίσιμες στιγμές του πολιτικού μας βίου, αλλά και όποτε άλλοτε η συγκυρία το απαιτεί, εμείς οι νεοέλληνες, ιδιαίτερα η πνευματική και πολιτική μας ηγεσία, ανατρέχουμε στον «ηρωικό» χαρακτήρα της ιστορίας μας. Αποδίδουμε έτσι στον εαυτό μας τη διαχείριση ενός ένδοξου παρελθόντος, με έναν τρόπο που παραδόξως ισορροπεί τις δικές μας ευθύνες ή και ενοχές. Το παλιό αυτό επιχείρημα, που σήμερα το επικαλούνται μεγαλόφωνα οι πιο συντηρητικές δυνάμεις, εκτός του ότι χρησιμοποιείται για να θεραπεύσει μια τραυματισμένη εθνική, ενδεχομένως και υπαρξιακή ολοκλήρωση, δεν είναι καν πρωτότυπο! Οι περισσότερες, αν όχι όλες οι εθνικές ιστορίες του κόσμου περηφανεύονται για το ξεχωριστό, ηρωικό τους παρελθόν.
Σήμερα, με την ευκαιρία του εθνικού εορτασμού μέσα στην τραγικότητα των μνημονίων, της κρατικής και ιδιωτικής χρεωκοπίας, της παραχάραξης της συνταγματικής νομιμότητας, με λίγα λόγια της πολιτικής και οικονομικής μας φτώχειας, πολλές φωνές αναζητούν δημόσια σωτήριες «αναλογίες» με τις τότε επαναστατικές διαδικασίες, τις εξωτερικές συνθήκες και τις απαρχές του νεοελληνικού κράτους. Είναι κι αυτός ένας τρόπος καθησυχαστικής, επωφελούς και ιδεολογικής χρήσης του παρελθόντος, όταν το παρόν έχει καταρρεύσει. Η ιστορία για άλλη μια φορά καλείται να υπηρετήσει τη συγκυρία και να υπακούσει στις ανάγκες της.
Ανήσυχοι όπως όλοι μας από την κρίση, αλλά αντίθετοι με τις εθνοκεντρικές γενικεύσεις που την συσκοτίζουν, επιχειρούμε από τις σελίδες των «Αναγνώσεων», για όγδοη συνεχή χρονιά, να προσεγγίσουμε μερικές όψεις της εθνικής μας συγκρότησης και των αναπαραστάσεών της, αξιοποιώντας τις φωνές των πηγών και των προσλήψεων, τις ρωγμές τους και τις πληροφορίες τους, επικαιροποιώντας τις λιγότερο δημοφιλείς αφηγήσεις τους, ανασυνθέτοντας, εν τέλει, άλλες εξίσου συγκεκριμένες, ενδεχόμενες ερμηνείες.
Η έννοια του «ηρωισμού» κεντρική, μυθική και γι’ αυτό ομιχλώδης σε όλες τις εθνικές ιστορίες, περιβάλλει με φωτοστέφανο εξαιρετικές, χαρισματικές προσωπικότητες, ακόμη και αμφισβητούμενα πρόσωπα ή και ολόκληρους πληθυσμούς που βρέθηκαν στο προσκήνιο σε εξαιρετικές, μεταβατικές ιστορικές συγκυρίες. Η σύνθεση του ηρωικού προφίλ, χρήσιμη για τη συνοχή της κάθε ιδεολογίας, εθνικής ή πολιτικής, προσκρούει συχνά στις αντιφάσεις που αυτές οι ίδιες ιδεολογίες κατεργάζονται. Για παράδειγμα, δεν είναι από όλους αποδεκτός ως ήρωας ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, ούτε ο Μακρυγιάννης, οι δε κοτσαμπάσηδες, παρότι συμμετείχαν ενεργά στην επανάσταση, θεωρούνται συλλήβδην «προσκυνημένοι». Οι εθνικοί ήρωες, πρόσωπα υπαρκτά, εικόνες αναρτημένες στο τέμπλο της συλλογικής μας μνήμης, έδρασαν σε συγκεκριμένες συνθήκες, και η σημασία της συνεισφοράς τους προκύπτει από την κατανόηση αυτών ακριβώς των ιστορικών συνθηκών.
Εκείνοι λοιπόν που έζησαν και τροφοδότησαν το καμίνι της επανάστασης του ’21, δεν συνεπάρθηκαν από το άγγιγμα του Θεού ή της μοίρας, ούτε από το μυστηριώδες κάλεσμα της εθνικής αφύπνισης∙ ζούσαν την κοινωνική, πολιτική και οικονομική διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και μέσα σ’ αυτό το χώρο πολεμούσαν να ξεφύγουν από τη διαρκή απειλή της δικής τους εξόντωσης, τότε που η Δύση οικοδομούσε μεγαλεπήβολα τη μετάβαση στη νεωτερικότητα. Από τη μια μεριά λοιπόν βίωναν συνθήκες απόλυτης κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας, σ’ ένα εξίσου ρευστό πολιτικό καθεστώς, ενώ, από την άλλη, οι εμπορικές, πνευματικές αλλά και μισθοφορικές επικοινωνίες των χριστιανών της αυτοκρατορίας με τη Δύση και τη Ρωσία, είχαν διανοίξει τη βασιλική οδό που κατέληξε στην επανάσταση. Στην επιχειρηματολογία που ακολουθεί, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε, σχηματικά, κάποιες από τις διαδρομές των πρωταγωνιστών της επανάστασης, με τη φιλοδοξία να κατανοήσουμε τα βήματα, «απομαγεύοντας» τη μυθολογία που τα περιβάλλει.
Στο β’ μισό του 18ου αιώνα, χριστιανικά ένοπλα σώματα στη Ρούμελη και τον Μοριά, παρείχαν προστασία σε χριστιανικά χωριά, και τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες σε χριστιανούς, κυρίως, αλλά και σε οθωμανούς αξιωματούχους. Από τα φυτώρια αυτά προέκυψαν οι εμπειροπόλεμοι οπλαρχηγοί του απελευθερωτικού αγώνα. Μάλιστα ο Κανέλλος Δεληγιάννης, γόνος μεγάλης προεστικής οικογένειας του Μοριά, γράφει στα Απομνημονεύματά του, πως ο Χαλήμπεης «πλουσιώτατος και κατέχων την πρώτην θέσιν παρά τοις Οθωμανοίς, ηναγκάσθη να ζητήση την φιλίαν των λεγομένων κλεπτών, διά να συστείλη την κατ’ αυτού αυθάδειαν των Αλβανών» μετά τα Ορλωφικά. Στην υπηρεσία των Δεληγιανναίων ήταν οι Πλαπουταίοι «επί κεφαλής 60 ανδρών κατά πρώτον», ενώ οι Κολοκοτρωναίοι, περί το 1800, διορίσθηκαν από την ίδια οικογένεια «κάποι», δηλαδή «αστυνομία διοικητική» επιφορτισμένη να εξιχνιάζει κλοπές και ζωοκλοπές, στις περιοχές Λεονταρίου και Καρύταινας. Πρόκειται εδώ για μια πάγια πολιτική της οθωμανικής αυτοκρατορίας, να μετακυλύει καταρχήν δευτερεύουσες αρμοδιότητες στις τοπικές αρχές, αλλά και για μια κραυγαλέα ένδειξη της αδυναμίας της τοπικής αλλά και της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας να διασφαλίσει αποτελεσματική στρατιωτική υπεροχή στις μεθοριακές επαρχίες. Γεγονός που, άλλωστε, μαρτυρά περίτρανα και η μετακίνηση μισθοφορικών σωμάτων, αλβανικών και άλλων, για την καταστολή της εξέγερσης του 1770 στην Πελοπόννησο.
Με τα δικά του λόγια, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης περιγράφει ως εξής στα Απομνημονεύματά του την παραπάνω στρατιωτική προεπαναστατική του αρμοδιότητα: «μ’ έβαλαν αρματολόν εις την επαρχίαν Λεονταριού κατά των κλεφτών, και εμπόδιζα το βιλαέτι με χατίρι. Δεκαπέντε χρονών ήμουν τότε. Έγινα είκοσι χρονών, υπανδρεύθηκα και επήρα ενός πρώτου προεστού του Λεονταριού [...] Έκτισα σπίτια, επήρα προικιό ελιαίς, αμπέλι, έγινα νοικοκύρης, εφύλαγα και το βιλαέτι. Εστεκόμαστε πάντοτε με το τουφέκι. Μας εφθόνησαν οι Τούρκοι και ήθελαν να μας σκοτώσουν [...] Είχα το Λεοντάρι και την Καρύταινα, έκαναν τέσσερους πέντε χρόνους αρματολός».
Το ζήτημα δεν ήταν βέβαια ο «φθόνος» των Τούρκων, αλλά η επίσης πάγια πολιτική τακτική της Υψηλής Πύλης να αποδιαρθρώνει τις τοπικές εξουσίες, μουσουλμανικές και χριστιανικές, ώστε με τη μέθοδο του «διαίρει και βασίλευε» να διασφαλίζει τη δική της σταθερή επιβολή. Τα βαρύ τίμημα της παραπάνω πολιτικής, που επέβαλλε την ποινή της δήμευσης και του αποκεφαλισμού στους ισχυρούς τοπάρχες, χριστιανούς και μουσουλμάνους, πλήρωσαν άλλωστε και οι μοραΐτες άρχοντες, Λόντοι και Δεληγιανναίοι το 1813 και 1816 αντίστοιχα. Αυτοί οι τελευταίοι, έζησαν τον κατατρεγμό λίγα χρόνια πριν την επανάσταση, όπως άλλωστε και άλλα μέλη της κομματικής τους φατρίας και, εν τέλει, μετά από συνεχή διαβήματα και τα ανάλογα μπαξίσια, κατάφεραν το 1817 να αποδεσμεύσουν την περιουσία τους από την επιβεβλημένη δήμευση. Με το ξεκίνημα της επανάστασης και συγκεκριμένα την 1η Απριλίου 1821, οι Δεληγιανναίοι έδωσαν διαταγή να σφαγούν όλοι οι μουσουλμάνοι της περιοχής τους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και να πυρποληθεί το τζαμί των Λαγκαδιών όπου ήταν και η έδρα τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο έσυραν τους χριστιανούς της περιοχής στη συνενοχή, σύμφωνα με την συλλογική ευθύνη που προέβλεπε η οθωμανική νομιμότητα, και τους εξανάγκασαν να περάσουν στην παρανομία και ακολούθως στην επανάσταση.
Μετά τον εξοντωτικό διωγμό των χριστιανικών ένοπλων σωμάτων του Μοριά, στον οποίο βέβαια συναίνεσαν και οι χριστιανοί πρόκριτοι, ο Κολοκοτρώνης αποβιβάστηκε το 1806 στη Ζάκυνθο∙ εκεί όπου, όπως αναφέρει, «όλα τα στρατεύματα, τα καπετανάτα, τα κλέφτικα της Ρούμελης είχαν καταφύγει στην Επτάνησον από τον ίδιον κατατρεγμόν τον εδικόν μου». Στην Επτάνησο, λοιπόν, μοραΐτες, ρουμελιώτες και σουλιώτες ένοπλοι, διωγμένοι όλοι ανηλεώς από το οθωμανικό έδαφος, στρατεύθηκαν διαδοχικά υπό τις ρωσικές, γαλλικές και αγγλικές δυνάμεις που διαγκωνίζονταν για τον έλεγχο του Ιονίου και της Αδριατικής.
Όπως σημειώνει ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, στο άρθρο του για τα «Ένοπλα Ελληνικά Σώματα» στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού (Αθήνα 2003), «όταν τα βρετανικά στρατεύματα έφθασαν στη Λευκάδα το 1810, βρέθηκαν σε αντίπαλα μετερίζια αφενός οι Έλληνες που είχαν στρατευθεί στο πλευρό των Βρετανών, υπό τους Λεπενιώτη, Κωνσταντή Πετμεζά και Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, και αφετέρου η ελληνο-αλβανική φρουρά που υπεράσπιζε το φρούριο εν ονόματι των Γάλλων [...]. Στο σώμα αυτό που έδρευε στη Ζάκυνθο, κατατάχτηκαν αρκετοί πολεμικοί άνδρες των Επτανήσων, της Ηπείρου, της Ρούμελης και του Μοριά, ο Δημήτριος Πλαπούτας, οι αδελφοί Αλέξιος και Κωνσταντίνος Βλαχόπουλοι, ο Γεώργιος Στράτος, ο Νικηταράς και ο πατέρας του Σταματέλος Τουρκολέκας, ο Αναγνωσταράς, ο Μιχαήλ Σπυρομήλιος, ο Ηλίας Χρυσοσπάθης, ο Χαράλαμπος Βιλαέτης και άλλοι, ορισμένοι από τους οποίους είχαν ήδη υπηρετήσει στο Ελληνο-αλβανικό Σώμα των Γάλλων ή και προηγουμένως στους Ελαφρούς Κυνηγούς των Ρώσων».
«Αφού έπεσε ο Ναπολέων», αναφέρει ο Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του, «ήλθε η διαταγή και διέλυσαν τα ξένα στρατεύματα και των Ελλήνων. Τους έδωκαν από 800 τάλληρα του κάθε αξιωματικού και του κατετάνιου 1200, και έτσι τους διέλυσαν». Λόγοι επιβίωσης, λοιπόν, σφυρηλάτησαν την επαναστατική ετοιμότητα των αγωνιστών του ’21 και λόγοι επιβίωσης έριξαν και τους χριστιανούς πρόκριτους στο καμίνι. «Για τους Σουλιώτες», γράφει ο Πέτρος Πιζάνιας στο άρθρο του «Επανάσταση και Έθνος» στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, «οι οποίοι είχαν χάσει κάθε δύναμη μετά την οριστική ήττα τους, η ένταξη στην Επανάσταση ήταν ένας τρόπος άρσης του κοινωνικού τους αδιεξόδου». Πολύ πριν από αυτό, το 1976, σ’ ένα άρθρο του στο περιοδικό Μνήμων, ο Βασίλης Κρεμμυδάς υποστηρίζει πως η βαθύτατη οικονομική κρίση στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που μετέτρεψαν το κοινωνικό αδιέξοδο σε επαναστατική διαδικασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου