Αποσπάσματα από αφιέρωμα των «Αναγνώσεων» στον Ντίνο Χριστιανόπουλο (τχ. 105, 1/1/2005)
-Το Εναντίον των βραβείων, των κλικών και των κρατικών επιχορηγήσεων, που γράφτηκε το 1977, δεν ήταν μόνο μια προσωπική δήλωση αλλά διέγραφε έναν ρόλο για τον λογοτέχνη. Τριάντα χρόνια μετά, μήπως περισσεύουν οι συμβιβασμοί των πνευματικών ανθρώπων με την εξουσία και την αγορά;
-Το Εναντίον το έγραψα σαν ένα πιστεύω ή και ευαγγέλιο, όχι για τους άλλους αλλά για τον εαυτό μου. Επομένως, αν εγώ κατάφερα να το εφαρμόσω, είμαι ευχαριστημένος. Ότι οι άλλοι δεν θα το εφάρμοζαν είμαι σίγουρος. Όταν από πολύ μικρός άρχισα να μιλώ εναντίον των βραβείων, κανείς δεν ήθελε ούτε να με ακούσει, με τον ίδιο τρόπο που σήμερα δεν θέλουν να με ακούσουν. Πες ότι ήμουν μια φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Πάντως, αν μπορεί ένας άνθρωπος να εφαρμόσει τα ίδια του τα διαγράμματα για τις αρχές και τις ιδέες του, τότε αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο.
Από τη συνέντευξή του
στον Μάκη Καραγιάννη
Η όποια «αιρετικότητά» του, ό,τι πιθανόν να αντιμετωπίζεται από κάποιους ως ιδιορρυθμία, δεν είναι παρά αποτέλεσμα της συνεπούς κριτικής στάσης του, η οποία κάποτε εκφράζεται με οξύ τρόπο, όμως δεν έχει καμιά σχέση με τις θορυβώδεις εκφάνσεις της μεταπολεμικής κρίσης αξιών και προτύπων, π.χ. με τον ακροδεξιών αποκλίσεων ριζοσπαστισμό του Ρένου Αποστολίδη, ο οποίος την ίδια εποχή υπονόμευε τις δυνατότητες μιας πλειάδας νεαρών λογίων της Αθήνας. Αντίθετα, ο Χριστιανόπουλος, ζώντας την εποχή του, ενταγμένος απολύτως εντός της, κατάφερε να δημιουργήσει τον απαραίτητο ζωτικό χώρο, ένα ολόδικό του, φιλόξενο, γόνιμο και ενεργό «άσυλο» μαθητείας: μέσα του όλοι μεγαλώσαμε.
Από το κείμενο
του Κώστα Βούλγαρη
Τον Ντίνο Χριστιανόπουλο τον πλησίασα εκείνο τον καιρό που οι μπροστινές σόλες των παπουτσιών του έχασκαν σαν το ανοιχτό στόμα του κροκόδειλου και οι γιακάδες των πουκαμίσων του ήταν λιωμένοι από την πολυκαιρία.
Από το κείμενο
της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου
Κάποτε τον είδα –δεν με έβλεπε- να σκύβει στη βρεμένη άσφαλτο του Λευκού Πύργου, με δέος να πιάνει στα χέρια του ένα σκοτωμένο περιστέρι και να μονολογεί. Και τότε είχα άλλη μια όψη του μπροστά μου.
Από το κείμενο
του Γιώργου Χρονά
-Πληρώσατε κάποιο κόστος γι’ αυτή τη μοναχική σας πορεία;
-Όχι κόστος, η λέξη είναι πολύ κουλτουριάρικη, εδώ πρόκειται για θυσίες με το ίδιο μου το αίμα. Η ερώτηση έπρεπε να είναι: αντέχετε να πληρώνετε με το ίδιο σας το αίμα αυτό που ευθύς εξαρχής θεωρήσατε ως δικό σας modus vivendi και δικό σας προορισμό; Αν αντέχετε, μπράβο∙ αν δεν αντέχετε, σε ποιους τομείς υποχωρήσατε; Εγώ δεν ξέρω κανέναν που να νομίζει ότι υποχώρησα, εκτός από κάποιους κακεντρεχείς που λένε ότι έχω υποχωρήσει από τις αρχικές μου ιδέες, αλλά αυτό δεν μου το απέδειξαν. Θα σου πω ένα παράδειγμα: μέσα στο Εναντίον μιλώ εναντίον των βραβείων και εναντίον των κρατικών επιχορηγήσεων. Πριν είκοσι χρόνια είχαν δημιουργηθεί οι λογοτεχνικές συντάξεις, για τις οποίες έγραψα ότι δεν έπρεπε το κράτος να δίνει συντάξεις, επειδή κάποιοι έγραψαν πέντε ωραία ποιήματα. Όταν, λοιπόν, ετέθη θέμα λογοτεχνικών συντάξεων εγώ αντέδρασα και είπα ότι αρνούμαι να υποβάλω αίτηση για να πάρω λογοτεχνική σύνταξη. Αυτό το έκανα πριν είκοσι χρόνια. Δεν υπέβαλα, δεν πήρα. Κατά καιρούς διάφοροι έρχονταν και μου έλεγαν, "μα κάνεις κακό στον εαυτό σου και ψευτοσυντηρείσαι". Εγώ έχω μια μικροσκοπική σύνταξη με 480 ευρώ το μήνα, με τα οποία μπορούν να ζήσουν μόνο οι κότες. Θα μπορούσα με μια σύνταξη λογοτεχνική, που άλλωστε τη δικαιούμουν, να έχω ένα μεγαλύτερο εισόδημα. Όχι. Αρνήθηκα και έκτοτε βράζω μες στη φτώχια μου, άλλωστε δεν περνώ και πολύ άσχημα, υπάρχουν και χειρότερα. Λοιπόν, απ' αυτό το συγκεκριμένο παράδειγμα καταλαβαίνεις τι θα πει να πληρώνεις με το ίδιο σου το αίμα, αυτά που είπες ως μεγάλες ηθικές αρχές. Όχι μόνο δεν το μετάνιωσα, όχι μόνο δεν υπεχώρησα, αλλά έτσι θα πάει ως το τέλος.
Από τη συνέντευξή του
στον Μάκη Καραγιάννη
Ολόκληρο το αφιέρωμα στο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου