Μερικά πρακτικά στοιχεία
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ
Σήμερα, παρά την κορυφαία αξία που έχει η Κριτική και η Θεωρία της, τα πρακτικά αποτελέσματά τους, αυτά που φτάνουν στον επαρκή αναγνώστη λογοτεχνίας της χώρας μας, είναι απολύτως ανεπαρκή. Για το γεγονός αυτό, κεντρική ευθύνη έχει το, κατ’ ευφημισμό, κράτος μας, η πολιτική του για το βιβλίο και η κρατικοελεγχόμενη παράδοση του πεδίου σε στρατιά από ιδιοτελείς εγκάθετους. Στον ιδιωτικό τομέα, η υπερπαραγωγή παραλογοτεχνίας, με λυσσαλέα αναζήτηση του ποθητού... «ευπώλητου» βιβλίου, είναι συστημική. Και συμβαίνει ως παράπλευρο έγκλημα του οικονομικού πολέμου, στα πλαίσια της «παγκοσμιοποίησης». Παράλληλα, στα πανεπιστήμια, σχετικές μελέτες, σε «δοκιμαστικό σωλήνα»–in vitro, συχνότατα ατέρμονες, δολιχοδρομικές, καταλήγουν κερδοφόρα σε αέναες, ναρκισσιστικές αναπαραγωγές, που δεν βελτιώνουν τη θέση και την παρουσία τής, σήμερα, παραγόμενης λογοτεχνικής κριτικής.
Αλλά, η λογοτεχνία, όπως και το σύνολο της κοινωνικής μας ζωής, έχει άμεση, κατεπείγουσα ανάγκη από πρακτικά αποτελέσματα, μέσα στη ζωή–in vivo. Αυτονόητη η επάνοδος τής, τραγικά απούσας σήμερα, αξιολογικής κριτικής λογοτεχνίας, με ταυτόχρονη καταγγελία του λοιμού των «βιβλιοπαρουσιάσεων».
Τα όρια λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας δεν είναι ασαφή, όσο κι αν γράφονται και βραβεύονται, ως λογοτεχνικά, βιβλία με ύφος εφημεριδογραφίας «life style». Αυτό, το μη γλωσσικό, μη λογοτεχνικό ύφος, απευθύνεται σε έναν υβριδικό αναγνώστη–Zapper (παράγωγο του zapping) –κατά τον Α. Μαραγκόπουλο–, που διαβάζει 20-50 σελίδες, πότε από το ένα ή το άλλο βιβλίο. Έτσι, ο σεσημασμένος πελάτης «ευπώλητων» βιβλίων, αποκτά «κοινωνικό στυλ»-«καταξίωση», ανάλογη με εκείνη του αγοραστή παγκοσμιοποιημένων προϊόντων «μαϊμού».
Σε εποχές με φυγόκεντρες πολιτικές «αναζητήσεις» (διάβαζε, μορφές τυραννίας), ως προς το ιδεώδες της άμεσης δημοκρατίας, η Κριτική υποχωρεί προσωρινά, και η λογοτεχνία κινείται εξίσου φυγόκεντρα, παραλογοτεχνικά. Κι όμως, στο κέντρο της πραγματικής λογοτεχνίας, πάντοτε υπάρχει το μέτρο των πραγμάτων. Ακριβώς όπως υπάρχει μετρική και στην ποίηση του ελεύθερου στίχου, έτσι υπάρχει μέτρο και στον πεζό λόγο. Το μέτρο αυτό διαθέτει συγκεκριμένα, αξιολογικά κριτήρια κριτικής, που έχουν σχέση με τους Τρόπους και τις Τεχνικές, την κράση ανάμεσα σε Αφήγηση και Περιγραφή, την Ποιητική στους αφηγηματικούς σπονδύλους, τη συνολική αποτίμηση του Ύφους, κ.ά.
Η πίστη μου στην αξία της λογοτεχνικής κριτικής, βασισμένης σε κριτήρια, είναι πολύχρονη και σταθερή: (βλ. «Το παγόβουνο, Χωρίς λογοτεχνικό κανόνα και κριτήρια κριτικής;», Η Αυγή, 20/4/2008, σελ. 35, αφιέρωμα–Βιβλίο: Θεωρία, Λογοτεχνία, Αριστερά, εκδόσεις: Το Πέρασμα, 2008). Έτσι, γράφοντας σήμερα για τη λογοτεχνική πεζογραφία, ελπίζω ότι κάποια απολύτως πρακτικά κριτήρια θα είναι χρήσιμα, στον επαρκή αναγνώστη. Αυτόν που προσπαθεί να δια–κρίνει ένα λογοτεχνικό βιβλίο, μέσα στον ωκεανό των εκδιδόμενων, ενώ έχει ήδη διαβάσει πλήθος από ανούσιες «βιβλιοπαρουσιάσεις» – συχνότατα προϊόντα συναλλαγής. Κείμενα όπου κατά κανόνα επεξηγείται και μόνο το νόημα, η «υπόθεση» του έργου, σαν να είναι ο αναγνώστης νοητικά ανάπηρος και δεν μπορεί να καταλάβει τι λέει κάθε βιβλίο.
Αλλά, με αναφορά μόνο στο Περιεχόμενο (νόημα, υπόθεση), αποσιωπούνται οι τεχνικές, τα μορφικά τεχνάσματα και ο προαπαιτούμενος δεινός χειρισμός της γλώσσας. Στοιχεία απολύτως απαραίτητα, για να αναδειχθεί και η Μορφή, κάθε έργου. Γιατί είναι κοινός τόπος ότι Μορφή και Περιεχόμενο αποτελούν αδιαίρετο ζεύγμα.
Κριτικής κριτήριο πρώτο, λοιπόν, η γλώσσα. Η λογοτεχνία, ως γνωστόν, γράφεται με λέξεις και όχι με ιδέες που προϋπάρχουν, ως προκειμενικό υλικό, σε κάθε συγγραφέα. Ο χειρισμός της γλώσσας, ενώ είναι ποιοτικό προαπαιτούμενο, κατατείνει σε ισόβια συγγραφική άσκηση. Γιατί το ενδολεκτικό τοπίο είναι ένας εννοιακός χώρος, που μοιάζει με αέναο, ρευστό σταυρόλεξο. Ζητούμενο, λοιπόν, εκ μέρους συγγραφέα και αναγνώστη, η επίλυση αυτού του «σταυρόλεξου», που πέραν της Γραμματικής επάρκειας περιλαμβάνει: συντακτικό, λεκτική οικονομία, ενάργεια Μορφής και Περιεχομένου, συγγραφική ιδιοπροσωπία Αυτά είναι κάποια πρακτικά κριτήρια κριτικής, με τα οποία ο αναγνώστης μπορεί να ελέγξει, κατ’ αρχήν, οποιοδήποτε βιβλίο, και μόνο με την ανάγνωση μερικών παραγράφων, ίσως των πρώτων. Γιατί το πώς ξεκινάει ένας συγγραφέας είναι απολύτως δηλωτικό του πώς θα προχωρήσει. Η αρχή μιας ιστορίας, ο τρόπος, η τεχνική με την οποία εισάγεται, αποτελούν, κι αυτά, κριτήρια κριτικής.
Κορυφαίο κριτήριο, ενσωματωμένο στη γλώσσα, είναι η οργανικότητά της, η οργανική της φύση. Γιατί ο συγγραφέας δεν είναι αχθοφόρος μεταφοράς γεγονότων, κοινότοπων περιγραφών και ανούσιας κουβεντούλας. Έτσι, η οργανικότητα στη λογοτεχνική γλώσσα, είναι που επιβάλει στο λογοτέχνημα, σχέδιο, δομή, οργάνωση και νόημα, στα χύμα περιφερόμενα γεγονότα.
Η έννοια της «οργανικής ενότητας μιας ιστορίας, σαν να είναι ένα ζωντανό πλάσμα» είναι γνωστή από τον Αριστοτέλη. Αλλά, και ο Gustav Freytag, στο Technique of the Drama, εξερευνά τρόπους, ώστε να φτάσει σε μία βάση, σε έναν πυρήνα της οργανικής ενότητας του έργου. Και ο Moses L. Malevinsky, στο The Science of Playwriting, μιλάει για τον οργανικό πυρήνα της Ιδέας. Παράλληλα, γνωστές είναι οι απόψεις των: Μαλέρμπ, Βαλερύ, Σεφέρη, Έλιοτ, Μπόρχες, που κατατείνουν στο ότι η λογοτεχνική γλώσσα είναι κρυστάλλινη γλώσσα. Και, μια τέτοια γλώσσα προϋποθέτει οργανικότητα.
Συλλογιστικά συνεχόμενο και το, τόσο πολύ! ενοχλητικό για κάποιους, κριτήριο της λογοτεχνικότητας, που έθεσε ο Ian Mukarovsky, το 1920. Ενοχλητικό, γιατί η κατάκτηση της λογοτεχνικότητας θέλει μόχθο και πολύχρονο κόπο γραφής. Και, σήμερα, αυτό δεν βολεύει τα βιβλία–χάμπουργκερς, από εκδότες φαστφουντάδες. Αλλά, σε πείσμα κάθε μαύρου κερδοσκοπικού μετώπου, ισχύει και θα ισχύει η ουσία της λογοτεχνικότητας. Δηλαδή: όσο μεγαλύτερη είναι η ένταση, στην κράση σημαίνοντος και σημαινόμενου, τόσο πιο ουσιαστικό και σημαντικό είναι το κείμενο που προκύπτει.
Όπως προαναφέρθηκε, κριτήρια αποτελούν τα μορφικά τεχνάσματα, οι Τρόποι και οι Τεχνικές, που χρησιμοποιούνται στη λογοτεχνία. Όμως, πριν καν αρχίσει η αφήγηση, πρέπει ο συγγραφέας να έχει επιλύσει το θέμα της περσόνας του αφηγητή του. Αυτό, το κορυφαίο ζήτημα, αποτελεί δομικό κριτήριο λογοτεχνικής κριτικής. Η σχέση Συγγραφέα – Αφηγητή – Προσώπου ή Προσώπων της μυθοπλασίας (Χαρακτήρα ή Χαρακτήρων), είναι πρωταρχικής σημασίας. Το ποιος μιλάει και από ποια θέση–εστίαση, συναποτελούν δύο ειδικότερα κριτήρια. Και, εδώ είναι που γίνεται το Βατερλώ πολλών συγγραφέων.
Στην εξέλιξη κάθε ιστορίας, τα κυριότερα αφηγηματολογικά εργαλεία είναι ταυτόχρονα και αξιολογούμενα κριτήρια συγγραφής, όπως: περιγραφή, αφήγηση και, φυσικά, κλιμάκωση, κορύφωση, αποκλιμάκωση και λύση ή τέλος της ιστορίας. Όλα αυτά μαζί συνιστούν ένα γενικότερο κριτήριο, τη «διαχείριση της συνολικής αφήγησης μέσα στον αφηγηματικό χρόνο», όπως τίθεται στη μελέτη του Gerard Genette. Δηλαδή, το «μήνυμα» ή «υπόθεση» του έργου –φυσικά, σπουδαία παράμετρος, σε περιβάλλον «τέχνης»...– έρχεται μετά! και μέσα από όσα προαναφέρθηκαν. Το να προβάλλεται λοιπόν, σε μια «βιβλιοπαρουσίαση», μόνο η «υπόθεση», σαν κάτι μετέωρο, ξεκομμένο από άλλα ουσιώδη κριτήρια, δείχνει το διανοητικό επίπεδο του βιβλιοπαρουσιαστή και, συνηθέστατα, την ανάγκη του για ιδιοτελή κοινωνική και κυρίως πολιτική προπαγάνδα.
Διαβάζοντας, ο αναγνώστης κινητοποιεί αυτόματα τα πέντε ενδιάθετα, μέσα του, κλασικά ερωτήματα: ποιος, πού, πότε, τι, γιατί. Και περιμένει απαντήσεις, από τον συγγραφέα, σε κάθε! σειρά του κειμένου. Απαντήσεις που, εκτός από την πορεία της υπόθεσης, σχετίζονται με τις συγγραφικές επιλύσεις (κορυφαίο ζήτημα κριτικής). Έτσι, σχηματοποιείται και το γενικότερο κριτήριο της πλοκής.
Αλλά, η πλοκή παράγεται πρώτιστα από τους χαρακτήρες. Και ο έλεγχός τους γίνεται με συγκεκριμένα κριτήρια: αν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους έχουν πειστικότητα, ποιότητα. Αν είναι ενδιαφέρουσα και λειτουργική η ψυχολογία, ο λόγος τους. Αν έχουν βάθος, δηλαδή, αν συντελείται η κλιμάκωση, η «ωρίμανσή» τους, μέχρι το τέλος του έργου, κ.ά. Συναφές, γενικότερο, κριτήριο: ο έλεγχος κλιμάκωσης σύγκρουσης, όπως τον θέτει ο Layos Egri.
Όταν ο Andre Gide έλεγε, «Εκείνο που ενδιαφέρει τον συγγραφέα είναι τα όσα έχει βάλει μέσα στο βιβλίο του ασυναίσθητα», έθετε μια ολόκληρη Θεωρία Πρόσληψης. Και, στη λογοτεχνική κριτική, όλα κατατείνουν στη διασάφηση της Πρόσληψης, με τη μελέτη, αξιολόγηση και αποσαφήνιση τόσο των «ασυναίσθητων» όσο και των «εν επιγνώσει» στοιχείων της συγγραφής. Γενικώς, οτιδήποτε στη λογοτεχνία δεν αισθητοποιείται, ουσιαστικά και λειτουργικά, αποτελεί κριτήριο κακής γραφής.
Οι σχολές Αφηγηματολογίας αλληλεπίδρασαν δραστικά με την Κριτική και τη Θεωρία της. Όμως, καταλυτικό κριτήριο, μετά από εκείνα που προαναφέρθηκαν, είναι το αν ο συγγραφέας, τελικά, πετυχαίνει να παρουσιάσει ένα μέρος του κόσμου με προσωπικό τρόπο (κατάθεση ιδιοπροσωπίας), δίνοντας δικό του, διαφορετικό, νόημα.
Γιατί, μέσα από όσα πρακτικά κριτήρια παρουσιάστηκαν, και άλλα που λόγω έκτασης, παραλήφθηκαν, δραματική μυθοπλασία, στη λογοτεχνική πεζογραφία, σημαίνει κατ’ εξοχήν: φαντάζομαι, ετεροβιώνω, αναπλάθω με οργανική γλώσσα, πράττω με Ποιητική, και δίνω νέο νόημα σε κοινότοπα ερεθίσματα. Δηλαδή, ανανοηματοδοτώ τον κόσμο.
Ο Γιώργος Ρωμανός είναι συγγραφέας,
romanosg.blogspot.com
και εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Πανδώρα,
pandoraperiodiko.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου