14/1/12

Μπλε λαμπιόνια

ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ
Δημήτρης Πετσετίδης- Βιβλιοφάγος
Νεφέλη Ρίζου, επτά ετών
Εγώ το σκέφτηκα, μόνη μου. Είπα θα χαρούν με την έκπληξη. Γιατί τα φωτάκια ήταν ψιλούτσικα και χρωματιστά, ταιριάζανε. Τα έβαλα στην πρίζα, τράβηξα το κεφάλι της Μπάρμπι και τα πάτησα μέσα. Προσεκτικά, με το δάχτυλο. Άναβε, έσβηνε το κεφάλι της, αλλά μετά δεν έμπαινε στη θέση του με τίποτα. Κρίμα, πολύ κρίμα, δηλαδή, γιατί έδειχνε ωραίο έτσι μπλε. Αλλά δεν στεκόταν. Το σελοτέιπ ξεκολλούσε συνέχεια. Και μετά ήρθε η μαμά, πάτησε τις φωνές, χαλάω τα παιχνίδια μου ούρλιαξε, και θα θυμώσει ο Άγιος Βασίλης. 

Γι' αυτό σου γράφω τώρα, κύριε Άγιε Βασίλη, να σου εξηγήσω, γιατί η μαμά θα τα πει όπως τη συμφέρει. Και να μου φέρεις, σε παρακαλώ, ένα αδελφάκι, να παίζω μαζί του. Να το διαλέξεις να μη χαλάει εύκολα, για να μη φωνάζει η μαμά. 

Κώστας Τσίτουρας, πενήντα τριών 
ετών, λαχειοπώλης

Στεκόταν δίπλα μου με το μωρό. Το είχε τυλίξει σε μια μπλε κουβέρτα με παπάκια. Δεν είναι δικό της, σκέφτηκα, δεν του έριχνε μισή ματιά, μόνο το δρόμο κοίταγε, τα αυτοκίνητα, πότε θα σταματήσουν στο φανάρι, να τρέξει. Μα δεν της έδιναν λεφτά, κανένας δεν κατέβαζε το τζάμι κι ας ήτανε γιορτές, αλλάξανε οι άνθρωποι, πέτρωσε η καρδιά τους, έχουν προβλήματα θα πεις, έχουν και παραέχουν, τι να τους συγκινήσει ένα άπλυτο μωρό, πονήρεψε ο κόσμος, δεν βάζει χέρι στην τσέπη. Πέρασαν ώρες, άρχισε αυτό να κλαίει απαρηγόρητο, το ξεγέλασε λίγο με το δάχτυλο, μετά με την κουβέρτα, εκείνο πιπιλούσε το βρομερό πανί αλλά δεν χόρταινε, ξάφνου ανταριάστηκε, άρχισε να τσιρίζει. Στο τέλος έσκυψε, κόλλησε το στόμα της στο στόμα του, έβγαλε τη γλώσσα της τρυφερά, την άρπαξε εκείνο κι άρχισε να την πιπιλάει λαίμαργα. Κοίταζα που έμειναν κολλημένοι, στόμα με στόμα. 
Σ' ένα λεπτό, αγρίεψε απότομα, τραντάχτηκε η κοτσίδα της στην πλάτη κι έβγαλε φωνή: «Τι κοιτά, ρε; Δεν έχεις ξαναδεί μωρό να πεινάει;»
Ντράπηκα.
Κι ούτε της είπα πως το δικό μας το μωρό το χάσαμε τριών χρονών από κακιά αρρώστια. Ο ξένος πόνος δε λογαριάζεται. Το ξέρω, γι' αυτό πήγα παραπέρα.

Νίκος Μαράνος, είκοσι ενός ετών, σπουδαστής βιβλιοθηκονομίας
Φώναξε το όνομά μου και μπήκα. Με θυμάσαι; ρώτησε. Δεν ήμουν σίγουρος για το επίθετο, το όνομά του ήταν, νομίζω, Σταύρος ή Στράτος. Ίδιος, όπως στην Τρίτη Γυμνασίου. Καθόταν στο πίσω θρανίο, ζωγράφιζε με στυλό όπου έβρισκε. Κάτι μπαρμπαδάκια όλο. 
Με τοποθέτησε προσεκτικά στο κουβούκλιο. Με είχε προειδοποιήσει για το θόρυβο, μου έδωσε και ωτοασπίδες. Έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος, σε διατεταγμένη ακινησία, καρφώθηκα στο καθρεφτάκι, μισή λωρίδα πάνω από τα φρύδια μου. Πρόσεξα το μικρό μελάνωμα πάνω αριστερά κι ένα σπυράκι που πάλευε να σκάσει. Το σκιαγραφικό έτρεχε στη φλέβα. Ο τομογράφος άρχισε τη δουλειά του.
Μου υποσχέθηκε πως θα μου ανακοινώσει τα αποτελέσματα της μαγνητικής εξέτασης του εγκεφάλου μου σε ένα τέταρτο. Στο τζάμι, έξω απ' την αίθουσα αναμονής, μια γύφτισσα με το μωρό της τυλιγμένο σε κουβέρτα. Βγήκα να πάρω αέρα, πέταξα στην ποδιά της το δεκάρικο που είχα κρατημένο για τα μεσημεριανά σουβλάκια. Χαζό, αλλά περίμενα να μου ανταποδώσει την καλή πράξη το μηχάνημα. 


Κυρία Μαρέτα Νικολίνου, ογδόντα τριών ετών, συνταξιούχος δασκάλα

Αιαί. Παπαί. Οτοτοί. Οποία αμάθεια και πνευματική οκνηρία. Αγνοούσι τα κάλαντα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Κρούουσι την θύραν, ερωτώσι μιξοβαρβαριστί «να τα πούμε;» και άδουσι παραφώνως το ευρωπαϊκόν «τρίγωνα-κάλαντα». Και τούτο ουχί ολόκληρον, αλλά κατά το ήμισυ. Απορώ και εξίσταμαι. Δεν υπάγουσι σχολείον; Δεν έχουσιν εγγραμμάτους διδασκάλους; 
Τη εξαιρέσει της Νεφέλης, η ελήλυθε άδουσα πλήρως, ορθοφώνως και μελωδικώς, το «Χριστός γεννάται». Ω. Τι εύχαρες κοράσιον. Και μοι εζήτησε, αντί χρημάτων, τα κυανά λαμπιόνια της καλής σάλας, α παρέδωκα εκθύμως. Οποία λεπτότης εορταστικών άμα τε χριστιανικών αισθημάτων. 


Τζόρνταν, δεκαέξι χρόνων, μαθητής Λυκείου
Εγώ δεν ξέρω να τα λέω καλά. Δεν έχω πολλές λέξεις στο κεφάλι μου. Κωλώνω, τα παρατάω εύκολα. Όμως ήθελα να της το πω. Δοκίμασα πόσες φορές, αλλά τίποτα. Πήρα λοιπόν τα λαμπάκια, εκείνα τα μπλε που βρήκα πεταμένα, ψιλούτσικα ήταν, ό,τι έπρεπε, μακρύ καλώδιο, τα άρπαξα μόλις τα πέταξε εκείνη η μαμά που έσερνε το κοριτσάκι με τα κλάματα. 
Έφτιαξα ένα διαστημόπλοιο όλο φωτάκια. Το φωτογράφησα κι έστειλα, ανήμερα της γιορτής, μήνυμα στο κινητό της. Στον τοίχο του facebook έγραψα «ΕΛΑ». Σου είπα, δεν έχω πολλές λέξεις στο κεφάλι μου. Αν θέλει, θα καταλάβει.

Το τελευταίο βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου, «Απόψε δεν έχουμε φίλους», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια: