(Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία)
ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΗΤΣΟΥ
Δημήτρης Πετσετίδης- Paradise |
Δεν ήταν πολύ μεγάλος. Ούτε εβδομήντα χρόνων.
Κι αγαπούσε μια πλατεία.
Πήγαινε και καθότανε αραιά και πού, δύο έως τρεις φορές το χρόνο οπωσδήποτε, σε κάποιο παγκάκι, συνήθως στο ίδιο, σε τούτη την πλατεία.
Στάση μετρό. Το κέντρο της Αθήνας. Ανεβοκατέβαινε αδιάκοπα ο κόσμος μπροστά του. Απροσδόκητα, «σαν να τον τσίμπησε η μύγα», όπως συνηθίζεται να λέγεται, πεταγόταν ορθός κι έτρεχε πίσω από μια γυναίκα. Την ακολουθούσε για καμιά πενηνταριά περίπου μέτρα, σταματούσε μετά αποκαμωμένος, μόλις την έφτανε και διαπίστωνε ότι την είχε εκλάβει για κάποια άλλη, της ζητούσε συγνώμη και κοίταζε γύρω του να δει αν τον είχε αντιληφθεί κανείς.
Αργότερα κατέβαινε τις σκάλες και χάνονταν προς τα υπόγεια του μετρό. Επέστρεφε στο σπίτι του και στην κανονική ζωή.
Δεν έπασχε από άνοια. Ήτανε εντάξει στα μυαλά του. Μόνο ετούτη την παραξενιά είχε.
Όταν του συνέβη για πρώτη φορά τρόμαξε κι ύστερα αποπειράθηκε να ξαναπάει στην πλατεία. Για να βάλει σε τάξη τη σκέψη του και να το ξεπεράσει.
Κατέληξε να επαναλαμβάνει αυτή την αντίδρασή του για εννιά συνεχή χρόνια.
Μπέρδευε τον σωματότυπο μιας γυναίκας, καθώς την έβλεπε από πίσω, με γυναίκα γνωστή του.
Σ’ εκείνο το μέρος ορίζανε πάντα τα ραντεβού τους. Γι’ αυτό η πλατεία πήρε εντός του άλλες διαστάσεις. Μια νοστιμιά. Μια κατακαθισμένη οικειότητα. Πηχτή σα λάδι που ανεβαίνει και γεμίζει τα κόκκαλα, το γυάλινο κορμί.
Αφού έτσι ακριβώς παίρνουν το νόημά τους και αποκτούν σημασία οι τόποι και τα πρόσωπα.
Όπως χύνεται από τον τενεκέ το πηχτό λάδι και ανεβαίνει, απίστευτα αργά, ως το στόμιο του μπουκαλιού, ψηλά ως το στενό λαιμό του. Τόσο αργά, που να προκαλεί την ηδονή.
Αυτή τη φορά όμως έγιναν διαφορετικά τα πράγματα. Διότι η γυναίκα που είδε ήτανε σίγουρα η αγαπημένη του.
Δευτερόλεπτο δεν αμφέβαλε τώρα. Κι ούτε προσπάθησε να καθυποτάξει την νοσηρή συνήθειά του.
Βιαστική, έστριψε αριστερά στη Σταδίου. Την έχασε προς στιγμήν. Παραλοϊσμένος έκοβε βόλτες επίμονες. Ανάτεμνε το χώρο οριζοντίως και καθέτως. Τον τεμάχιζε. Ο κόσμος τον κοίταζε περίεργος.
Πολύ αργότερα την είδε και πάλι να βγαίνει από κατάστημα της στοάς, φορτωμένη ψώνια.
Τη φώναξε με τ’ όνομά της.
Εκείνη δε γύριζε.
Έτρεξε προς το μέρος της.
Πέσανε πάνω του μια παρέα παιδιών που επέστρεφαν από τα φροντιστήρια, τον καθυστέρησαν.
Την έχασε ξανά.
Δεν απελπίστηκε. Βρήκε τη λύση.
Στο κατάστημα από όπου αυτή είχε ψωνίσει, ήταν πελάτης κι ο ίδιος.
Μπήκε μέσα, η υπάλληλος τον θυμήθηκε. Αγόρασε μια ζακέττα, περιέγραψε την κυρία, είπε πως ήτανε η σύζυγός του και ότι ήθελε να της στείλει τη ζακέττα ως δώρο-έκπληξη.
«Α, η κυρία Φαίη Αντωνοπούλου», γέλασε χαρούμενη η κοπέλα.
Την έβαλε να ελέγξουν μαζί την διεύθυνση, για να αποφύγουν κάποιο λάθος στην αποστολή. Τη μόνη διαφορά που βρήκε, είπε στην υπάλληλο, ήτανε στο κινητό, τον αριθμό του οποίου και κατέγραψε γρήγορα πάνω στο πακέτο με τα τσιγάρα του.
Έκτοτε δεν ξαναπήγε στην πλατεία. Της τηλεφωνούσε όμως κάθε μέρα.
«Πώς μπόρεσες και το ’κανες Φαίη τ’ όνομά σου;» ήτανε η πρώτη κουβέντα που της είπε.
Του έκλεινε το τηλέφωνο. Τον έβριζε σκαιότατα. Έλεγε πως δεν τον γνώριζε καθόλου. Ότι της ήταν άγνωστος. Τον απειλούσε.
Αυτός επέμενε να της θυμίζει γλυκές στιγμές από το κοινό παρελθόν τους, μέρες φωτεινές. Και ωραίες ατάκες του, όπως «η ζωή είναι μικρή, η στιγμή τεράστια».
Με τέτοια, ήταν σπουδαίος στο λόγο, αληθινός γητευτής, η γυναίκα εκείνη πείστηκε κι άρχισε να μιλάει μαζί του. Να επικοινωνεί.
Τον άκουγε με τις ώρες να ανακαλεί υπέροχες κοινές μνήμες τους, και δεν έκρυβε τη συγκίνησή της.
Σύντομα παραδέχτηκε πως νοστλαγούσε τις παλιές μέρες.
Τελικά υποχώρησε. Αποφάσισαν να κάνουν μαζί Χριστούγεννα.
Ν’ αφήσουν κι οι δυο τις οικογένειές τους. Τον άνδρα της, τη γυναίκα του.
Να τη ζήσουν ξανά αυτή τη νύχτα.
Επειδή του το χρωστούσε. Γιατί μέρες γιορτών τον είχε προδώσει.
Βγήκαν παραμονή Χριστουγέννων. Φιλήθηκαν με πάθος μόλις συναντηθήκανε. Κλάψανε μαζί σιγανά.
Την πήγε μετά στο Mont Parnes. Κάνανε εκεί ρεβεγιόν.
Ξεφαντώσανε, παίξανε στο καζίνο. Κερδίσανε. Κερδίσανε πολλά.
Κοιμήθηκαν μετά σε ωραία σουΐτα. Αγαπήθηκαν. Κούρνιασαν τα κορμιά τους, το ένα κολλητά στο άλλο, όπως παλιά.
Χαρούμενοι κι οι δύο, πριν μπούνε στο δωμάτιο, περπατήσανε μέσα στο δάσος της Πάρνηθας, στο χιονισμένο τοπίο.
Ξημέρωνε γλυκά. Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνό της και την αμέσως επόμενη στιγμή ήχησε το δικό του. Σκάσανε ταυτόχρονα στα γέλια.
Πέταξε πρώτη το κινητό της στο γκρεμό. Πέταξε κι αυτός το δικό του.
«People are strange, when you are a stranger», ακουγόταν η φωνή του Jim Morison στον ήχο της κλήσης.
«Οι άνθρωποι είναι παράξενοι, όταν είσαι ξένος, τα πρόσωπα δείχνουν άσχημα όταν είσαι μόνος, οι γυναίκες δείχνουν μοχθηρές όταν δεν είσαι επιθυμητός».
Ξύπνησε αργά το μεσημέρι κι η γυναίκα είχε φύγει.
Ο ήρωάς μας δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο. Ήταν σίγουρος πως άμα την έβρισκε, αυτή δεν θα τον εγκατέλειπε ποτέ.
Δεν ήταν επίσης σε θέση να εξηγήσει κι ένα άλλο πράγμα. Λιγότερο σημαντικό.
Πως η αγαπημένη, η γυναίκα της ζωής του, έμοιαζε να’ναι ακόμα στην ίδια ηλικία.
Ούτε σαράντα χρονών.
Αφού είχανε περάσει είκοσι χρόνια από τότε που οι δυο τους είχανε χαθεί.
Ο Ανδρέας Μήτσου (1950) έχει γράψει διηγήματα και μυθιστορήματα. Το τελευταίο του βιβλίο, «Ο αγαπημένος των μελισσών», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου