6/8/11

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ (1)

Της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Όπως είναι γνωστό, στο πλαίσιο της μεσαιωνικής κοσμοαντίληψης ο χριστιανός θεωρείται «οδίτης» που «οδεύει την του βίου οδόν» για τη μεταθανάτια ζωή. Από την οπτική αυτή δύσκολα νοείται ταξίδι με στόχο την αναψυχή ή την ικανοποίηση μιας περιέργειας, στάσεις τόσο οικείες σε μας. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι στο Μεσαίωνα σπάνια ταξίδευαν ή ότι ταξίδευαν μόνο όσοι ανήκαν στη λεγόμενη «αργόσχολη τάξη»∙ κι ούτε πάλι ότι οι βυζαντινοί συγγραφείς αδυνατούσαν να συνθέσουν ρεαλιστικές ταξιδιωτικές περιγραφές. Σημαίνει απλώς ότι μια απαξιωτική ματιά και στάση απέναντι στο χώρο και γενικά στον επίγειο κόσμο είχε μια συγκεκριμένη ιδεολογική, δηλ. κοινωνικο-πολιτική, σημασία, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχε και η αμφισβήτησή της. Για τους περισσότερους λοιπόν ανθρώπους το ταξίδι –μαζικά, σε μικρότερες ομάδες ή μοναχικά– προϋπέθετε την ανάληψη μιας διοικητικής, στρατιωτικής, εκκλησιαστικής υπηρεσίας ή ακόμα εμπορικές συναλλαγές∙ μάλιστα ο πραγματευτής του Μεσαίωνα ανήκε σ’ αυτούς που ασχολούνταν με μια «βάναυση» τέχνη, ήταν εκτεθειμένος στους ληστές αλλά και στιγματισμένος με αρνητικά στερεότυπα. Ακόμα, από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους πολλοί ταξίδευαν και για την εκπλήρωση ενός πνευματικού στόχου, όπως προσκύνημα στους Αγίους Τόπους ή σε άλλα θρησκευτικά κέντρα.

Κοντά στις παραπάνω (θεμιτές) μετακινήσεις, η (άσκοπη) περιπλάνηση αποτελεί επίσης ένα σημαντικό κεφάλαιο της μεσαιωνικής κοινωνικής ιστορίας μάλλον παρά της ταξιδιωτικής γραμματείας: Όσοι εγκατέλειπαν τη γη (τους), φυγόδικοι, καταδικασμένοι σε δήμευση και εξορία, αναθεματισμένοι ή διωγμένοι λόγω επιδρομών, καταστροφής της σοδειάς κ.λπ., με τη «φούνδα» (=δισάκι) στον ώμο –εξ ου κάποιοι δυιστές/μανιχαϊστές ονομάστηκαν «φουνδαγίται»–, μετατρέπονταν σε πλάνητες, ζητιάνους ή σε εποχιακά απασχολούμενους εδώ κι εκεί. Όλοι αυτοί, μαζί με τις μοναχικές φιγούρες περιπλανώμενων ασκητών/(ψευδο)αγίων, δεν ήσαν μόνο ανεπιθύμητοι. Σύμφωνα με το δίκαιο της εποχής, διέπρατταν παράπτωμα που συνεπαγόταν συγκεκριμένη τιμωρία. Γι’ αυτό διώκονταν από τις πολιτικές/εκκλησιαστικές αρχές, στιγματισμένοι ως ληστές, αιρετικοί κ.λπ.
Μέσα από τα φετινά αυγουστιάτικα ταξίδια θα επιχειρήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε ορισμένες μεσαιωνικές αντιλήψεις φορέων εξουσίας, τόσο για το φυσικό χώρο όσο και για πολλαπλούς όρους συμβίωσης στη Χερσόνησο διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και ατόμων.
***
Το σημερινό απόσπασμα, από το γνωστό σατυρικό κείμενο Τιμαρίων, γραμμένο σε μορφή διαλόγου, είναι πολλαπλά ενδιαφέρον: Καταρχήν ο ανώνυμος συγγραφέας, «φιλόσοφος» και ίσως γιατρός, δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το υπαίθριο παζάρι έξω από τη Θεσσαλονίκη. Το επισκέπτεται με την ευκαιρία της γιορτής του Αγίου Δημητρίου, της οποίας και περιγράφει το τελετουργικό. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι, τόσο ο Τιμαρίων όσο και ο ακροατής-φίλος του Κυδίων, εκφράζουν μια ασυνήθιστα φιλοπερίεργη διάθεση για το χώρο και τους ανθρώπους. Αποδεσμευμένος από τις λογοτεχνικές και γενικότερες συμβάσεις, ο συγγραφέας παρεκκλίνει εξαρχής από την κυρίαρχη ιδεολογία. Τόσο η περιγραφή του γεωγραφικού χώρου στο α΄ μέρος του έργου (απ’ όπου αντιγράφουμε) όσο και στο β΄ μέρος η ονειρική κατάβασή του στον κάτω κόσμο (τοποθετείται στη Θράκη όπου βρέθηκε επιστρέφοντας προς την Κωνσταντινούπολη) αποπνέουν ευχάριστη και κριτική στάση απέναντι στη ζωή και αποδραματοποιείται ο θάνατος.
Βέβαια, η ρεαλιστική περιγραφή από μόνη της δεν θα συγκροτούσε αξιοπρόσεκτο λόγο, ακόμα κι αν αντλούσε από αρχαίες πηγές, αντιγραμμένες αλλά παραμελημένες για αιώνες. Το σημαντικό εδώ είναι ότι αυτός ο τρόπος έκφρασης λειτουργεί ανατρεπτικά, γιατί αμφισβητεί πολιτικο-κοινωνικές συμβάσεις (όπως εκφράζονται μέσα από φορείς της εξουσίας, π.χ. ο δουξ Θεσσαλονίκης) και θεοκρατικές αρχές (π.χ. χωρισμός της ψυχής από το σώμα μετά θάνατο).
Δημήτρης Καλόγηρος-
Η αίσθηση του χρώματος
Αυτό το ανορθόδοξο, στην ορθόδοξη Ανατολή, βλέμμα πάνω στο φυσικό χώρο και σε φορείς της εξουσίας μάς επιτρέπει ν’ αφουγκραστούμε μια φωνή αμφισβήτησης από μέρους κάποιων θυλάκων που, ίσως, τότε συγκροτούνται ως συλλογικό σώμα. Υποδεικνύει επίσης μορφές κριτικής ιδιοποίησης της αρχαιότητας: Σ’ ό,τι αφορά τις νύξεις τού συγγραφέα –μέλος πιθανότατα παρόμοιων κύκλων– για την αριστοκρατική καταγωγή του δούκα Θεσσαλονίκης, η «αρχαιολογία» εκλαμβάνεται ως αμφισβητούμενο πρόσημο∙ χρησιμοποιείται, αντίθετα, ως πολύτιμη δεξαμενή/κληρονομιά, απ’ όπου αντλούνται εκκοσμικευμένοι λόγοι. Μ’ αυτούς ο συγγραφέας  (ανα)προσδιορίζει ρεαλιστικά τόσο τον επίγειο χώρο ως αξία όσο και τον κάτω κόσμο απαλλαγμένο από τον τρόμο της κόλασης! Μ’ άλλα λόγια, ο Τιμαρίων σηματοδοτεί, πράγματι, μια περίπτωση «αναβιώσεως αρχαίων λόγων» (για να χρησιμοποιήσουμε avant la lettre τη διατύπωση τού 14ου αιώνα). Τη συνειδητή και αριστοτεχνική αναπαραγωγή, ωστόσο, του λόγου του Λουκιανού δεν θα ήταν ιστορικά ορθό να την αντιληφθούμε με τους εθνικούς σύγχρονούς μας όρους ή γενικά ως αναγέννηση της αρχαιότητας, ουμανισμός κ.τ.ό.: Όλα δείχνουν ότι ο Τιμαρίων κατέφυγε στο συγκεκριμένο αρχαίο παράδειγμα, γιατί απ’ αυτό μπορούσε να συγκροτήσει αντ-επιχείρημα σ’ ένα αγώνα, άνισο, αν κρίνουμε από το πόσο καλά ο (Καππαδόκης;) συγγραφέας σφάλισε τ’ όνομά του.

Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (αρχές 12ου αιώνα)
Στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου



...ΚΥΔΙΩΝ: Άρχισε να ιστορείς, καλέ μου φίλε, όσο σε λούζει το φως του ήλιου∙ ακόμη περισσότερο που κοντεύει η ώρα να λύσουν τα βόδια [δειλινό]...
ΤΙΜΑΡΙΩΝ: Γνώριζες, φίλε Κυδίωνα, απ’ όταν χωριστήκαμε, πόσο ευλαβής και ιερός ήταν ο σκοπός της αποδημίας μου, γι’ αυτό δεν χρειάζεται να μιλάμε περισσότερο για πράγματα που ξέρεις. Απ’ όταν λοιπόν μαζί βγήκαμε απ’ την πόλη, με τη βοήθεια κάποιας θείας πρόνοιας, άκοπη ήταν η πορεία και τα επιμέρους πήγαν καλά. Με μια λέξη, με υποδοχές και προσφορές σαν σε σατράπες μας εξασφάλισε, αν και φτωχικά ντυμένοι, κατά πως πρέπει σε φιλοσόφους. Κανέναν δηλαδή από τους φίλους πάνω στο δρόμο μας κι από τους δεμένους με το σόι μας με δεσμό [φιλο]ξενίας δεν άφησε απληροφόρητο: Άλλος [μας] συνάντησε πηγαίνοντας στο χωράφι, άλλος γυρνώντας. Άλλος το έμαθε από το δούλο του, ή έτυχε στο δρόμο του να μας συναπαντήσει, ή άλλος οργώνοντας κοντά στο δρόμο. Κι όλοι μάς φιλοξένησαν. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να απαριθμήσω τις πολυτελείς και ευχάριστες συνεστιάσεις τους, παρά μόνο παρομοιάζοντάς τες με εκείνες των σατραπών και των τυράννων; Από τα γεγονότα γνωρίζεις, βέλτιστέ μου, ότι υπάρχει κάποια επιστασία του παντός, από την οποία διευκολύνεται η ζωή όσων προτιμούν τη φιλοσοφία... Στον πηγαιμό λοιπόν, όλα ήσαν ωραία κι είχαμε την υγειά μας∙ στο γυρισμό όμως πολύ οδυνηρά και έμοιαζαν με τραγωδία.
...Αλοίμονο με την απληστία σου, φίλε Κυδίωνα∙ δεν χορταίνεις διηγήσεις και ακούσματα για άλλα μέρη. Ας τα πάρουμε λοιπόν με τη σειρά και είθε να μας συγχωρήσεις αν ξεχάσουμε κουρούνα που πέταξε γύρω μας ή πέτρα που χτύπησε στα πόδια των αλόγων και βάτο που μπλέχτηκε στα πόδια μας. Κατεβήκαμε λοιπόν στην ξακουστή Θεσσαλονίκη πριν τη γιορτή του μάρτυρα Δημητρίου. Κι η ψυχούλα μας ήταν εύθυμη και υγιές το κορμί μας. Καθώς όμως, για μάς, το να είμαστε αργόσχολοι είναι όπως για τους Εβραίους να τρώνε χοιρινό, αφού δεν είχαμε να νοιαστούμε για φιλοσοφία [«λόγοι»] κι ο καιρός το επέτρεπε, κινήσαμε για να κυνηγήσουμε στον Αξιό.
Αυτός είναι το μεγαλύτερο ποτάμι στη Μακεδονία, που απ’ τα βουλγαρικά όρη πηγάζει, σε μικρά χωριστά ρυάκια, κατεβαίνοντας μετά σμίγει σ’ ένα συλλάγκαδο –ο Όμηρος θάλεγε και ωραίος και μεγάλος–, κατεβαίνει προς την παλαιά Μακεδονία και την Πέλλα κι εκβάλλει στην κοντινή παραλία. Ο τόπος είναι πολύ σπουδαίος∙ αποδίδει στους γεωργούς κάθε καλλιέργεια και πλούσια σπορά∙ στους στρατιώτες είναι ευχάριστος για ιππασία, στους στρατηγούς κατάλληλος για να συντάσσουν και να παρατάσσουν τις φάλαγγες κι ό,τι πρέπει για την άσκηση των οπλιτών, καθώς η φάλαγγα δεν διασπάται από τίποτα. Τόσο επίπεδη είναι η γη χωρίς πέτρες και θάμνους, ώστε, αν ήθελες να κυνηγήσεις, θάλεγες ότι εδώ, ακόμα κι αν η Φαίδρα δεν είχε ερωτευθεί τον Ιππόλυτο, θα έκανε εδώ ωραία ιππασία και θα φώναζε στα σκυλιά να φέρουν τα παρδαλά ελάφια.
Τέτοιος λοιπόν είναι ο τόπος στον Αξιό. Έτσι κι εμείς, με τους δικούς μας και με τους φίλους των συγγενών μας, περάσαμε ωραία και κυνηγήσαμε τις μέρες πριν από τη γιορτή. Όταν  αυτή έφτασε, αμέσως επιστρέψαμε στην πόλη κι αφού στους ιερούς ναούς ήρθαμε και προσκυνήσαμε, γυρνάγαμε στο πανηγύρι που είχε στηθεί έξω από τις πύλες. Αρχίζει έξι μέρες πριν τη γιορτή και τελειώνει την αμέσως επομένη.
...Τα Δημήτρια είναι γιορτή όπως ήταν τα Παναθήναια για τους Αθηναίους και τα Πανιώνια για τους Μιλήσιους. Έτσι και στους Μακεδόνες γίνεται η πιο μεγάλη γιορτή. Συρρέει σ’ αυτή όχι μόνο το πλήθος των ντόπιων και των αυτοχθόνων αλλά από παντού και κάθε λογής, από τους Έλληνες απ’ όλα τα μέρη, από όλα τα γένη των Βουλγάρων που κατοικούν απ’ τον Ίστρο ως τη Σκυθία, Καμπανοί [=νoτιο-δυτικοί Ιταλοί], Ισπανοί, Πορτογάλοι και Κέλτες πέρα από τις Άλπεις. Με μια λέξη, απ’ τις ακτές του ωκεανού φτάνουν προσκυνητές κι απεσταλμένοι στον μάρτυρα∙ τόσο μεγάλη είναι η φήμη του στην Ευρώπη.
Εγώ όμως, επειδή είμαι Καππαδόκης πέρα απ’ τα σύνορα κι ως τώρα άπειρος –μόνο ακουστά είχα–, ήθελα να είμαι θεατής όλου του θεάματος και τίποτα αθέατο να μην ξεφύγει από μπροστά μου. Γι’ αυτό κι ανέβηκα στην κορυφή, που ’ναι κοντά στο πανηγύρι, και τα ’βλεπα όλα με άνεση: Ήταν λοιπόν σκηνές εμπόρων μπηγμένες στο χώμα αντικριστά, η μια δίπλα στην άλλη, σε δυο μακριές παράλληλες σειρές, αφήνοντας μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, για να διαβαίνει το πλήθος... Κάθετα στις σειρές, σε κάποια σημεία τους, άλλες σκηνές ήταν στημένες, κι αυτές σε κοντές σειρές που ξεπρόβαλαν σαν κοντούλικα πόδια που σέρνονται πάνω σε ολκούς [=μηχανή πάνω στην οποία σύρονται πλοία]. Κι άξιζε πράγματι να το κοιτάς: στην πραγματικότητα δυο σειρές, αλλά, με τόσο πυκνές και στοιχημένες [σκηνές], σαν ένα ζώο να φαίνεται∙ σαν ολκός φαίνονταν οι σκηνές που στηριζόταν σε πόδια, ενωμένα εγκάρσια. Μα την αγάπη σου, μου ’ρχόταν, καθώς απ’ την κορυφή παρατηρούσα το σχεδιάγραμμα του στησίματος των σκηνών, να το παρομοιάσω με σαρανταποδαρούσα που στο στενόμακρο σώμα [της] κάτω από την κοιλιά ξεφυτρώνουν μικρούλικα και πυκνά πόδια.
Κι αν ζητάς, φιλοπερίεργε φίλε μου, να μάθεις [οι σκηνές] τι περιείχαν, όπως παρατήρησα μετά που κατέβηκα απ’ την κορυφή, ποικίλα εμπορεύματα: ανδρικά και γυναικεία υφάσματα και νήματα, όσα μεταφέρουν στους Έλληνες εμπορικά καράβια απ’ τη Βοιωτία και την Πελοπόννησο και την Ιταλία. Κι η Φοινίκη όμως κι η Αίγυπτος πολλά στέλνει, η Ισπανία και οι Ηράκλειες στήλες φτιάχνουν τα πιο ωραία σκεύη. Αυτά όμως τα φέρνουν οι ίδιοι οι έμποροι από τις χώρες [τους] στην παλαιά Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη. Κι ο Εύξεινος Πόντος, που στέλνει μέσω της Κωνσταντινούπολης τα δικά του, κι αυτός στολίζει το πανηγύρι με εμπορεύματα που τα κουβαλάνε πολυάριθμα άλογα και μουλάρια. Κι αυτά στη συνέχεια κατέβηκα και τα εξέτασα από κοντά. Όσο όμως καθόμουν στην κορυφή, απολάμβανα τα είδη και το πλήθος των ζώων και πόσο ωραία ερχόταν στ’ αυτιά μου το ανακατεμένο βουητό τους: άλογα χλιμίντριζαν, βόδια μουγκάνιζαν, πρόβατα βέλαζαν, γουρούνια γρύλιζαν και σκυλιά γάβγιζαν∙ τα τελευταία ακολουθούσαν τ’ αφεντικά τους που κυνηγούσαν άλλοτε λύκους κι άλλοτε κλέφτες.
Αφού, έτσι με άνεση, παρατήρησα και χόρτασα θεάματα, επέστρεψα στην πόλη (Θεσσαλονίκη) ν’ απολαύσω κι άλλα θεάματα, δηλαδή την ιερή σύναξη.

Πηγή:
Τιμαρίων ή των κατ’ αυτόν παθημάτων, (Roberto Romano έκδοση, εισαγωγή, μετάφραση σχόλια, Timarione), Nάπολη 1974.
Μετάφραση Α.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: