2/7/11

Η αναζωπύρωση της παιδικής ηλικίας και η ανασκαφή της λέξης

ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΜΙΚΕ

ΤΖΙΝΑ ΠΟΛΙΤΗ, Επιστροφή. Τρία διηγήματα, εκδόσεις Άγρα, σελ. 56

Tρία διηγήματα της Τζίνας Πολίτη, γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, συγκροτούν τον τόμο με τον τίτλο Επιστροφή. Οι στίχοι από το ποίημα «Ηχώ» της Christina Georgina Rossetti που τοποθετούνται ως προμετωπίδα δίνουν το έναυσμα για μια κατάδυση στον χώρο της παιδικής ηλικίας, στην αντίστιξη με τον χώρο των μεγάλων, στη δημιουργία του κόσμου με τις λέξεις, στο παιχνίδι της μεταφοράς και της κυριολεξίας, στα αγαπημένα πρόσωπα που ανθίστανται στη λήθη, στον αποχωρισμό της συγγενικής αγκαλιάς εξαιτίας της αδυσώπητης Ιστορίας.

Στο πρώτο διήγημα του τόμου, με τον τίτλο «Η επιστροφή στη Σάλα», δημοσιευμένο για πρώτη φορά το 1989, η μικρή Πέπυ ψηλαφεί το κουκούλι της ζωής της μέσα στην ολόφωτη σάλα. Από αυτήν κιόλας την ψηλάφηση διακριτή θέση καταλαμβάνει ο λόγος, ο θάνατος, το πριν και το μετά του κόσμου, η προσπάθεια για κατανόηση. Οι σημασίες των λέξεων συγχέονται ανάλογα με τα υποκείμενα της εκφοράς. Ο κόσμος του παιδιού επιμένει στην αθανασία, στην ανοικείωση και στις μεταμορφώσεις των λέξεων που γεννούν νέες σημασίες, νέες εικόνες που υπερίπτανται με όχημα την παιδική φαντασία. Οι σκιές των λέξεων οδηγούν σε ιδεολογικές σημάνσεις. Για παράδειγμα, η σκιά της λέξης «τραπέζι» για την μικρή Πέπυ οδηγεί στην ανάκληση μιας  τελετουργίας σε μια μεγαλοαστική οικογένεια. Όταν όμως αυτός ο λεκτικός κόσμος συγκρούεται με τον φθαρμένο λεκτικό κόσμο των μεγάλων, αποκαλύπτεται και συγκαλύπτεται η αλήθεια του κόσμου, η ντροπή και η αλήθεια, η αθωότητα και η φθορά. Οι προβληματισμοί του κοριτσιού στα σκοτεινά για τις ειλημμένες αποφάσεις του νοήματος, για την εξουσία πάνω στις λέξεις επιφέρουν και το πρώτο χάσμα ανάμεσα στους μικρούς και τους μεγάλους. Μόνο που η διαχωριστική γραμμή δεν είναι μόνο ζήτημα ηλικίας, είναι κοινωνικά και ιδεολογικά χρωματισμένη και οδηγεί αναπόδραστα στις πρώτες απαγορεύσεις και στα πρώτα μεγάλα ΜΗ. Μάλιστα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο πλοηγός στους χώρους της απαγορευμένης γνώσης είναι πάντοτε ανώνυμος.  «Το δέντρο της γνώσης ήταν εκεί για να αποκαλύπτει το σώμα που κρυβόταν μέσα στα χαμένα ονόματα, αλλά το σώμα που αποκαλυπτόταν έπρεπε με τη σειρά του να ντυθεί ένα όνομα που να το κρύβει. Κι η ιστορία αυτή δεν τελείωνε ποτέ, γιατί τα ονόματα και τα σώματα δεν είχανε αρχή κι η αλήθεια ήταν αδελφή της ντροπής» (31-32). Πώς αλλιώς; H αποκάλυψη του σώματος είναι η απώλεια του ονόματος και η συγκάλυψή του είναι αντιστοίχως η επανεύρεση του ονόματος. Αυτή η συνεχής διελκυστίνδα ανάμεσα στην ηδονή και την οδύνη σ’ αυτό το πρώτο διήγημα του κομψού τόμου αφήνει και το σωματικό του αποτύπωμα. Το πρώτο ρίγος της σάρκας από ένα τρυφερό χάδι οδηγεί στην πρώτη υποψία για την αρχή της κατασκευής μιας έμφυλης ταυτότητας.  
Γιατί, στον περίκλειστο κόσμο της σάλας ένα ολόκληρο δίκτυο συγγενικών σχέσεων υφαίνεται και περιλαμβάνει γονείς, θείους, γιαγιάδες, νταντάδες. Καμιά διαφυγή από τον κόσμο αυτό; Μια και μοναδική προσπάθεια της μικρής Πέπυς έχει ημερομηνία λήξης. Ωστόσο, σ’ αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, το άπληστο βλέμμα προλαβαίνει να συλλάβει όχι μόνο εντυπώσεις αλλά και άγνωστες λέξεις που δεν ανήκουν στο πεδίο της οικείας σάλας. Η επιστροφή στην πρώτη κοιτίδα χωρίς να ολοκληρωθεί η περιπλάνηση στο σκοτεινό πέραν είναι προδιαγεγραμμένη.
Αν η μικρή Πέπυ επιχειρεί τις  μικρές και μεγάλες διαδρομές της ανάμεσα στη σάλα και το παιδικό δωμάτιο, ο Μάρκος του δευτέρου διηγήματος, με τον τίτλο «Η Στοά» και πρωτοδημοσιευμένο μόλις ένα χρόνο αργότερα (1990), κυκλοφορεί στον δημόσιο χώρο, υπό την αυστηρή ενήλικη επιτήρηση, και μάλιστα στην κρεαταγορά με το αίμα κρεμασμένο από τσιγκέλια. Δεν πρόκειται όμως μόνο για ομήλικα κείμενα. Θα έλεγα ότι πρόκειται για παραπληρωματικά διηγήματα καθώς το ένα συμπληρώνει το άλλο για να προβάλουν και τα δύο μαζί μια ολοκληρωμένη εικόνα μιας παιδικής ηλικίας που μεγαλώνει στα μέσα της δεκαετίας του ΄30 και ζητά την αναζωπύρωσή της μέσω της μνήμης. Λειτουργούν και τα δύο σε αλληγορικό επίπεδο σημαίνοντας την «αισθητική» και την «ηθική». Η ίδια μαγική αχλύ περιβάλλει την ανακάλυψη του κόσμου της ανάγνωσης και της γραφής.
Το αγόρι του δευτέρου διηγήματος πλανιέται μέσω των παραμυθιών στους δρόμους της λύπης για να οδηγηθεί γρήγορα στην οδυνηρή διαπίστωση ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ψέμα του παραμυθιού και την αλήθεια της πραγματικότητας αμβλύνεται και ότι το κόκκινο νήμα που τα συρράπτει είναι η οσμή του ανθρωπίνου κρέατος. Έτσι οι συγγένειες με την αρχική σκηνή είναι γερές. Το άλλο του κόσμου γίνεται όραμα και αποζητά την προσέγγιση και την υλοποίησή του. Δεν είναι λοιπόν περίεργος, αντιθέτως αφηγηματικά καλοδεχούμενος, ο ρόλος που καλείται να παίξει η θεατρική σκηνή. Η θέαση, η επιστροφή στην ψεύτικη ζωή μετά την λήξη της παράστασης, οι σκιές από τους παραμυθένιους ήρωες που σκαρφαλώνουν στους τοίχους του σκοτεινού δωματίου, υποδεικνύουν έναν δύσβατο δρόμο (πολιτικής) ηθικής.
Περισσότερο ιστορικό το τρίτο διήγημα επιστέφει τη συλλογή και φέρνει αντιμέτωπους τους μικρούς με το τραγικό είδωλο στον καθρέφτη, το είδωλο της ενηλικίωσης. Φέρει στο τέλος την χρονική ένδειξη Αύγουστος 2010 και δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά. Ο οχυρωμένος κόσμος της σάλας ραγίζει, το κουκούλι σπάει και η μεταμόρφωση της χρυσαλλίδας αρχίζει να συντελείται. Η Τζίνα Πολίτη ασφαλώς συντάσσεται μ’ αυτούς που πιστεύουν ότι η οχύρωση της ατομικότητας και η προφύλαξή της από την αιματομανή ιστορία είναι μια ουτοπία. Η πεποίθηση ότι τίποτε δεν θα διαταράξει την γαλήνη και την ηρεμία της σάλας θρυμματίζεται και η Ιστορία εισβάλλει στον «ατομικό» χώρο στο (μεταμορφωμένο) πρόσωπο του θείου Λάκη, γνωστού και από το πρώτο διήγημα. Έτσι η δικτατορία του Μεταξά, τα ξερονήσια, ο πόλεμος του 1940 και η Κατοχή ανακαλύπτονται μέσα από νέες λέξεις. Το στίγμα στην μικρή Πέπυ είναι ανεξίτηλο. Γι’ αυτήν η οριστική απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ορμητική εισβολή του ιστορικού κύματος.
Οι τίτλοι των διηγημάτων «Η επιστροφή στη Σάλα», «Η Στοά», «Ο Δρόμος» θα έλεγε κανείς ότι επιχειρούν μια κλιμακούμενη έξοδο προς τον δημόσιο χώρο της βίας και της εξορίας. Ο δροσερός, ειδυλλιακός κήπος έχει δώσει τη θέση του στην αποφορά του θανάτου που τώρα όμως δεν αποτελεί λεκτικό παιχνίδι αλλά σημάδι στο σώμα. «Πώς πολεμά κανείς τον Πόλεμο χωρίς να κάνει πόλεμο;» διατυπώνεται το κρίσιμο ερώτημα.
 Τα περιστατικά της παιδικής ηλικίας που δημιουργούν ολοένα και ευρύτερους ομόκεντρους κύκλους όπως η πέτρα που πέφτει σε λιμνάζοντα στεκάμενα νερά, που ανασύρονται από σκονισμένα συρτάρια της λήθης για να μνημειώσουν την αθωότητα, το ξάφνιασμα, την ανοικείωση της λέξης, την αναπαρθένευση του κόσμου δημιουργούν όλες τις προϋποθέσεις για μια Επιστροφή, κρατώντας ζωηρά την αντήχηση (όπως υποδεικνύει το ποίημα της Rossetti) από τους ήχους μιας τόσο μακρινής και ταυτοχρόνως τόσο κοντινής εποχής.
                                                                                  
H Μαίρη Μικέ διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: