2/10/10

Λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΫΣΙΑΔΗ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΝΩΛΙΟΣ, …και το τέρας, διηγήματα, εκδόσεις Τρίτων, σελ. 248

Προσπαθώ να κατανοήσω την προκατάληψη, που για να είμαι ειλικρινής κουβαλάω κι εγώ ο ίδιος, απέναντι στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Κοινή πεποίθηση ότι πρόκειται για μια δεύτερης διαλογής λογοτεχνία, που μπορεί να μην κατατάσσεται στο σκληρό πυρήνα της παραλογοτεχνίας, αλλά σίγουρα φλερτάρει με τα όριά της. Πιθανώς να υπάρχει εδώ και μια δόση αλήθειας. Το να απομακρύνεται κανείς από αυτό που ζει, για να μιλήσει γι’ αυτό που φαντάζεται ότι θα ζήσουν οι κατοπινές γενιές, δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη τη λογοτεχνική γραφή: η ανάγκη κατασκευής μιας άλλης πραγματικότητας απορροφά λίγο πολύ τη δημιουργική φαντασία, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τους χαρακτήρες, τη γλώσσα και την ατμόσφαιρα.
Παίρνω λοιπόν στα χέρια μου τη συλλογή διηγημάτων του Μιχάλη Μανωλιού. Το προηγούμενο βιβλίο του, Σάρκινο φρούτο (Τρίτων, 1999), η συνεργασία του με το περιοδικό 9 της Ελευθεροτυπίας, η ενεργός ανάμειξή του στην Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας (ΑΛΕΦ) και κυρίως ένα πρώτο ξεφύλλισμα της συλλογής βεβαιώνουν πέρα από κάθε αμφιβολία του λόγου το αληθές: πρόκειται για επιστημονική φαντασία.
Όσο κι αν προσπαθώ να το αποφύγω, νιώθω την οικεία προκατάληψη να ορίζει την αναγνωστική προσέγγισή μου ερήμην, βέβαια της ίδιας της ανάγνωσης. Περιμένω να διαβάσω για ρομπότ, για κλώνους, για εξωγήινους, για διαπλανητικά ταξίδια, για την κατάκτηση του διαστήματος και για την καταστροφή της γης, για λογοτεχνικές δηλαδή υποθέσεις που με απομακρύνουν από το εδώ και το τώρα, αποκρύπτουν από τα μάτια μου το ανθρώπινο πρόβλημα ή το μεταθέτουν σε ένα άγνωστο περιβάλλον και αντιμετωπίζουν την επιστημονική εξέλιξη ως μια αυτορυθμιζόμενη δύναμη έξω από κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς προσδιορισμούς.
Αναρωτιέμαι τι με ενδιαφέρουν όλα αυτά κι ομολογώ πως περνάει από το μυαλό μου η ιδέα να ξεμπερδεύω μια και καλή. Να κλείσω δηλαδή το βιβλίο προτού να το ανοίξω και για να καθησυχάσω τη συνείδησή μου να ταμπουρωθώ πίσω από τη σχετική προκατάληψη: μα πρόκειται για «λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας».
Αλλά από τις πρώτες ακόμη σελίδες του βιβλίου αντιλαμβάνομαι πως τα πράγματα δεν είναι όπως ακριβώς τα έχω τακτοποιήσει μέσα στο μυαλό μου. Όχι ότι δεν μιλάει για ρομπότ, για κλώνους, για εξωγήινους, για διαπλανητικά ταξίδια, για την κατάκτηση του διαστήματος και για την καταστροφή της γης, αλλά αυτό γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε σε καμία περίπτωση να μη χάνεται η αίσθηση του εδώ και του τώρα.
Το στοιχείο του φανταστικού στον Μανωλιό λειτουργεί όχι τόσο ως σκοπός της λογοτεχνικής συγγραφής αλλά κυρίως ως το αφηγηματικό της μέσο. Που σημαίνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ασκήσεις προφητολογίας, μεσσιανικού ή καταστροφολογικού χαρακτήρα, αλλά με μια προσπάθεια βαθύτερης κατανόησης της ιστορικής πραγματικότητας του ανθρώπου μέσα από την χρονική απόσταση μιας μελλοντικής, πειραματικής σύμβασης με τον αναγνώστη. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με μια λογοτεχνική ιστοριογραφία του μέλλοντος, που από θέση αρχής διατηρεί προσηλωμένο το βλέμμα προς το παρελθόν, στο απώτερο δηλαδή παρελθόν και στο δικό μας παρόν, όχι για να το ψέξει, όχι για να το νοσταλγήσει, όχι για να το αρνηθεί, αλλά για να το εξηγήσει, να το ερμηνεύσει και να το φωτίσει με τη γνώση και την εμπειρία που μεσολάβησε.
Ανάμεσα λοιπόν στις «χρονομηχανές» και τα ανθρωποειδή, στα διαστρικά ταξίδια και το συμπαντικό Big Bang αναδύεται η οικεία πραγματικότητα των κοινωνικών ανισοτήτων και των ταξικών συγκρούσεων, του υπερπληθυσμού και της ανεπάρκειας τροφίμων, της ιδεολογικής χειραγώγησης και των κατασταλτικών μηχανισμών ελέγχου, των αδηφάγων μέσων ενημέρωσης και των παραθρησκευτικών οργανώσεων, της οικολογικής καταστροφής και της εξάντλησης των ενεργειακών πόρων, που πλαισιώνεται από το θέμα των σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα, των οικογενειακών δεσμών, του φόβου του θανάτου, της αγωνίας της μοναξιάς και κυρίως από το ζήτημα της ανθρώπινης ελευθερίας.
Η ελευθερία εδώ εξετάζεται μέσα από το πρίσμα της ατομικής στάσης που υιοθετείται μπροστά σε οριακά ηθικά διλήμματα. Η αφηγηματική επεξεργασία της στάσης αυτής θυμίζει τα λόγια του Τσβέταν Τόντοροφ, που μιλώντας για τον έστω και περιορισμένο χώρο της ατομικής αυτονομίας έδινε το παράδειγμα των μελλοθάνατων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που ως την τελευταία στιγμή είχαν τη δυνατότητα να αποφασίσουν αν θα πεθάνουν κρατώντας το χέρι του διπλανού τους ή όχι. Αν λοιπόν ένα τέτοιο άγγιγμα, ως αποτέλεσμα ατομικής επιλογής, συνιστά τη νίκη της ανθρώπινης αυτονομίας μπροστά στον ολοκληρωτισμό της πολιτικής εξουσίας, οι ήρωες του Μανωλιού αποπνέουν την αίσθηση ενός βαθύτατου ανθρωπισμού: συρρικνωμένοι, περιορισμένοι, καταπιεσμένοι από μια τεχνολογικά και επιστημονικά παντοδύναμη εξουσία, συνεχίζουν να δίνουν τις δικές τους μικρές μάχες μπροστά στον έλεγχο που υφίστανται, και συνεχίζουν να παίρνουν τις σωστές αποφάσεις μπροστά στα προβλήματα που τους ταλανίζουν.
Το πνεύμα αυτού του ανθρωπισμού διαπερνά το λόγο στην περίπτωση του ανθρώπου που πουλάει τις αναμνήσεις του για να εξασφαλίσει το βιοπορισμό της οικογένειάς του στο διήγημα «Θα είσαι εδώ», ή των κλώνων που εξεγείρονται εναντίον της αλαζονικής ιδιοκτήτριάς τους («Αίθρα») ή της μικρούλας που κατά αντιστροφή των ρόλων θέλει να υιοθετήσει το γενετικό αντίγραφο της μαμάς της («Αρμελίνα II») ή της κρατούμενης που υφίσταται την ποινή της Κινητικής και Αισθητηριακής Απομόνωσης («Καληνύχτα!») ή της μητέρας που προτιμά να χάσει το παιδί της από το να πεθάνουν άλλα για λογαριασμό του («Περίπατος στον Άρη»). Δεν λείπει βέβαια σε κάποιο σημείο κι ο συγκαλυμμένος διδακτισμός («Above Us Only Sky»), αλλά η αρνητική εντύπωση που αφήνει αντισταθμίζεται από πινελιές χιούμορ («Απειροτρείς Ευχές», «Το καλάθι των αχρήστων του γραφείου μου και οι Αρχικές Συνθήκες του Σύμπαντος»), ανεπιτήδευτου λυρισμού («Μια βόλτα στα άστρα», «Κι εγώ καλύτερα»), λεπτής στοχαστικής διάθεσης («Το χρώμα του αίματος») και κυρίως από μια γλώσσα που παρά τους ειδικούς όρους δεν ενδίδει στον εύκολο εντυπωσιασμό και διατηρεί απ’ την αρχή μέχρι το τέλος την απλότητα, τη χάρη και τη σαφήνειά της.
Κλείνοντας το βιβλίο αντιλαμβάνομαι πόσο άδικες, πόσο μυωπικές είναι συχνά οι λογοτεχνικές κατηγοριοποιήσεις, που πίσω από τον ουδέτερο περιγραφικό χαρακτήρα τους κρύβουν μια εξουσιαστική αξιολογική διάθεση. Η λογοτεχνική κατηγορία της «επιστημονικής φαντασίας», όπως παλιότερα η αντίστοιχη κατηγορία του «αστυνομικού μυθιστορήματος», κουβαλά τέτοια συγκαλυμμένα στερεότυπα και προκαταλήψεις, που τελικά μάς εμποδίζουν να αντιληφθούμε το αυτονόητο: πως η λογοτεχνική αξία ενός βιβλίου δεν μπορεί να αποτιμάται με κανένα κριτήριο πέρα από τη λογοτεχνική του αξία. Και το βιβλίο αυτό δεν υστερεί σε τέτοια αξία.

Ο Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης είναι πεζογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: