10/8/08

Ποιήματα που τώρα γράφονται


Στου Όσιου Λουκά το μοναστήρι, 73 χρόνια αργότερα

Κάθε άνοιξη –έτσι κι εφέτος- κατηφορίζοντας το λόφο για το μοναστήρι του Όσιου Λουκά, στην πρώτη αριστερή στροφή του δρόμου, αντικρίζουμε τις ίδιες ανεμώνες –κόκκινες από το αίμα του πεθαμένου Άδωνη- κάτω από τις ίδιες αμυγδαλιές, τις ανεμώνες που αντίκρυσε ο ποιητής πριν το Μεγάλο Πόλεμο, δειλινό του Μεγάλου Σαββάτου, σαν έφτασε προσκυνητής στα μέρη αυτά της Βοιωτίας, αυτές τις ίδιες ανεμώνες και σήμερα, απομεσήμερο Μεγάλης Παρασκευής του 2008, κατηφορίζοντας προς τον περίβλεπτο ναό για την αποκαθήλωση |με το νου στης Ανάστασης το θάμα|.
Στάθηκα σ’ ένα στασίδι –στο ίδιο ίσως που ήτανε στημένος κι εκείνος επτά δεκαετίες πρωτύτερα- και παρακολουθούσα τον παπά-Γιώργη, τον μειλίχιο ηγούμενο να ιερουργεί μαζί με τον Χρύσανθο, ωραίο σαν Άδωνη μοναχό απ’ το γειτονικό Ζερίκι, στα μαύρα και στα μαβιά του πένθους ντυμένοι |και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες στα χέρια και στα πόδια έτσι βαθιά ευωδούσαν!|
Γύρω τριγύρω στο καθολικό γυναίκες, άντρες και κορίτσια από τα γύρω μέρη: το Δίστομο, το Στείρι, το Κυριάκι, την Αντίκυρα, τα Άσπρα Σπίτια κι από τη Λειβαδιά μακρύτερα.
Ακούγαμε από το ψαλτήρι: |Σε τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον|, και τότε είδα να μπαίνει από τον πρόναο μέσα στην εκκλησία ένας γέροντας κουτσαίνοντας και το μηχανικό ποδάρι του να γίνεται ολοφάνερο καθώς η άρθρωση διαγραφόταν ανάγλυφη κάτω απ’ το παντελόνι όπως άλλαζε βηματισμό.
Τον παρατηρούσα όσην ώρα κράτησε η λειτουργία κι υπολόγιζα πως, αν ήταν αυτός, θα πρέπει να είναι πάνω από εκατό χρονώ!
Με την απόλυση βάδισα πλάι του και λίγο πριν την έξοδο απ’ την αυλή, όταν εκείνος παραπάτησε στο γλειμμένο λιθόστρωτο, τόνε συγκράτησα αρπάζοντάς τον απ’ το μπράτσο. Με κοίταξε χαμογελώντας μακάρια. «-Περίμενα να ‘ρθεις» -είπε. Βαδίσαμε λιγάκι και σταθήκαμε κάτω από τον πλαγιαστό κορμό του αιωνόβιου πλάτανου, κοιτάζοντας ανατολικά τον ελαιώνα της Λάκκας και πέρα τις κορφές του Ελικώνα.
«Είσαι ο Βαγγέλης της Γιώργαινας;» -τον ρώτησα χωρίς περιστροφές. «Εγώ είμαι!» -αποκρίθηκε. «Εσύ που τράνταζε τ’ αλώνι του Στειριού όταν χόρευες;», «|Μάρτυράς μου να ‘ναι ο στίχος|, εγώ είμαι!». «Μα πώς;!» -απόρησα- «αν ήσουν κληρωτός του ’18, στης Μικρασίας τον πόλεμο, και γεννημένος το 1900, θα ’κλεινες τα τριάντα πέντε σαν σε λογιάζαν όλοι για χαμένο στον πόλεμο. Τριάντα πέντε χρονώ λοιπόν σαν σε μνημείωσε ο ποιητής. Άραγε σήμερα είσαι εκατόν οκτώ και λογικά θα πρέπει να είσαι πεθαμένος!». «Όσο είπες είμαι, αν τόσο θες να είμαι, και λογικά ναι είμαι πεθαμένος!». «Και κάθε χρόνο το Μεγαλοβδόμαδο έρχεσαι στο μοναστήρι;». «Έρχομαι». «Και πώς ξανά δεν σε είδα;!». «Δεν με είδες γιατί μονάχα αν πιστέψεις στην αλήθεια της ποίησης μπορεί το θάμα να συντελεστεί, και γιατί μόνο φέτος ήρθες με ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου».
Γιώργος Χ. Θεοχάρης

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Έχω τη γνώμη ότι η ποίηση στεγάζεται στις εκλεκτές σελίδες των "ΑΝΑΓΝΩΣΕΩΝ" με τηνισχύ του λόγου της, κάτι που αμφισβητεί το δημοσιευόμενο του κ. Θεοχάρη ως ποίημα (ούτε καν βέβαια ως πεζού λόγου). Εκτός βέβαια αν ισχύουν και κάποιοι άλλοι τρόποι ή λόγοι στέγασης τέτοιων κειμένων, τελείως, κατά τη γνώμη μου, αδικαιολόγητα χαρακτηριζόμεων ως ποίηση. Τουλάχιστων ως τώρα δεν είχαμε τέτοια δείγματα από τις "ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ". Φιλικά Τακτικός αναγνώστης σας. Αθήνα