22/6/25

Στην Αχερουσία της μνήμης

Χριστόφορος Κατσαδιώτης, Ο πειρασμός, 2023, oξυγραφία, ραφή με κλωστή, 90 x 50 εκ.
Της Χρύσας Φάντη*

ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ,  Sha la la, εκδόσεις LOGGIA, σελ. 64
                                                                                                  
Στο κλείσιμο του 2024, η Δήμητρα Παναγιωτοπούλου πραγματοποιεί την πρώτη λογοτεχνική εμφάνιση της, με τη νουβέλα Sha la la. Στο βιβλίο της, η κεντρική φιγούρα, που άλλοτε εμφανίζεται με το ονοματεπώνυμο Σίγμα Καναβούρης κι άλλοτε με τα αρχικά Χ.Π., μοιάζει με άνθρωπο που όσο κι αν προσπαθεί να κρατηθεί από κάτι, στο τέλος χάνει κάθε σημείο αναφοράς. O X. Π., επιστρέφοντας στη γενέθλια πόλη του –μια πόλη-φάντασμα, που τον γυρνά κάπου στη Βόρεια Ελλάδα της δεκαετίας του ’80–, βιώνει τις προκλήσεις μιας αλλόκοτης καθημερινότητας. Τόσο οι παροντικές αντιδράσεις όσο και οι αναμνήσεις του, εμφανίζονται ακατανόητες,  φορτισμένες με μια ανεξήγητη υπαρξιακή αγωνία.
Όπως στη Μεταμόρφωση του Κάφκα ο Γκρέγκορ Σάμσα, ή ο ανώνυμος κατηγορούμενος στη Δίκη, έτσι κι αυτός, παγιδεύεται μέσα στην ίδια του τη σκέψη, σε έναν λαβύρινθο γεγονότων που δεν έχουν ξεκάθαρη αιτία και αποτέλεσμα. Ένα πέσιμο δεν είναι βέβαια κάτι τραγικό, αλλά να προσ-γειώνεται κανείς σ’ αυτή την πόλη με το κεφάλι μισό μέτρο πάνω από το κράσπεδο και με τα χέρια ανοιγμένα σαν φτερά πουλιού δεν είναι και το πιο συνηθισμένο. (σελ. 9). Στην ανερμάτιστη περιπλάνησή του και τη μάταιη αναζήτηση ενός συμβολαιογραφείου και μιας πόλης που πιθανότατα πια δεν υπάρχουν, συναντά ένα παράταιρο πλήθος ανθρώπων ─περαστικούς και τύπους του περιθωρίου, ανάμεσά τους και μια παρέα μικρών τσιγγάνων αλλά και μια ομήγυρη από ηλικιωμένους άντρες, ένα κορίτσι σε ένα ψιλικατζίδικο, έναν προσωρινό ρεσεψιονίστα, έναν ταξιτζή, μια μικρή πόρνη, την κόρη ενός αποθανόντος συμβολαιογράφου, έναν περίεργο δικηγόρο, αλλά και πρόσφυγες, φυλακισμένους, αδέσποτα ζώα, ρακοσυλλέκτες και κοινωνικά απόκληρους─, οι οποίοι άλλο δεν κάνουν από το να τον ρίχνουν ακόμη πιο βαθιά στον υπαρξιακό του δαίδαλο.
Έχοντας χάσει τον έλεγχο των καταστάσεων και του εαυτού του, οι άλλοι παρουσιάζονται ως θραύσματα μιας αποσυνθεμένης πραγματικότητας, λειτουργούν περισσότερο ως συμβολικές παρουσίες παρά ως πραγματικές οντότητες, δημιουργώντας μια αίσθηση εγκλωβισμού. Πρόκειται για ένα ταξίδι πέρασμα ή για μια έξοδο από την Αχερουσία της Μνήμης; Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής περιγράφει τον Χ.Π., σε μια σχεδόν σουρεαλιστική περιπλάνηση, να κουβαλά μαζί του ένα ντοσιέ, το οποίο σχετίζεται με ένα σπίτι – πιθανώς μια κληρονομιά. Καθώς αναζητά τα έγγραφα, που κάποια στιγμή χάνει μυστηριωδώς, καλείται να αντιμετωπίσει μια πληθώρα κοινότοπων και ταυτόχρονα ασυνήθιστων σκηνικών, που προσδίδουν στην ιστορία μια εφιαλτική διάσταση. Μέσα σ’ αυτό πλαίσιο, όπου το καθημερινό μπλέκεται με το παράδοξο, όλα μοιάζουν περισσότερο με λαβύρινθο. Οι περιγραφές, άλλοτε υπερβολικά ρεαλιστικές και λεπτομερείς κι άλλοτε εξαιρετικά ελλειπτικές και ηθελημένα κρυπτικές, δημιουργούν την εντύπωση ενός λιποθυμικού εσωτερικού μονολόγου που προσδίδει στην όλη αφήγηση μια γοητευτική ασάφεια.
Σ’ αυτόν τον γοητευτικά ασαφή και θρυμματισμένο χωρόχρονο, η ροή είναι κινηματογραφική, με γρήγορες εναλλαγές εικόνων και συναισθημάτων. Όπως στο Η Αγωνία του Τερματοφύλακα πριν από το Πέναλτι, του Χάντκε, έτσι κι εδώ, ο ήρωας της Παναγιωτοπούλου περιφέρεται μέσα σε έναν κόσμο ψυχρό, σιωπηλό και απομακρυσμένο, με την εξωτερική πραγματικότητα να επιδρά πάνω του ως παραμορφωτικός καθρέφτης. Υπάρχει και εδώ μια σχεδόν μηχανική, τηλεγραφική καταγραφή, με άλματα στη σκέψη και με φράσεις που κόβονται απότομα, με ακαριαίες μεταβάσεις σκηνών και μια διαρκή αίσθηση αποπροσανατολισμού.  
Στη νουβέλα της Παναγιωτοπούλου, σε μια πόλη όπου οι άνθρωποι περιφέρονται σαν σκιές, αποκομμένοι από κάθε προσωπική σύνδεση, αυτή η χαοτική χωροχρονική μετατόπιση ─αποτέλεσμα κάποιας ανομολόγητης απώλειας─ προβάλλεται μέσ’ από αναπάντεχες λεκτικές, εικονοποιητικές και νοηματικές συνάψεις.  Η δομή του κειμένου, που βασίζεται στην αποσπασματικότητα, ενισχύει με τη σειρά της αυτή την αίσθηση, ενώ η γλώσσα, πυκνή, παραστατική, ποιητική και δυνατή σε μεταφορές, παίρνει συχνά μια γκροτέσκα, κωμικοτραγική χροιά. Αλλά και σε ότι αφορά το νοητικό και το συναισθηματικό υπόβαθρο του ήρωα, η φαινομενική απάθεια, οι αόριστες απευθύνσεις άλλοτε στον εαυτό του και άλλοτε σε κάποιο αόρατο ακροατήριο, επί της ουσίας, αντανακλούν μια υποβόσκουσα ψυχολογική φόρτιση, στοιχεία ανησυχητικής διάλυσης του εγώ.
Δεν ήξερα να πω γιατί, αλλά τριγύρω όλα μαρτυρούσαν άτακτη φυγή, έλεγε αργότερα, δεν ξέρω από πού κι ως πού, αλλά είχα αυτή την αίσθηση πως κάποιος άλλος από πριν τ’ άφησε όλα σύξυλα και το ’βαλε στα πόδια, ναι, αυτό σκεφτόμουν[…] (σελ. 15). Ο Χ. Π. μοιάζει να πάσχει από αμνησία, αποπροσωποποίηση ή ακόμα και σχιζοφρενική διαταραχή. Δεν μπορεί να θυμηθεί τα χαρτιά, τη βαλίτσα του, ούτε καν πώς έφτασε σε κάποια σημεία. Η συνάντησή του με τον «μουστακαλή» και η συνεχής αίσθηση ότι βρίσκεται υπό παρακολούθηση παραπέμπουν σε μια καταδιωκτική παραίσθηση, και μια διαρκή αμφιταλάντευση μεταξύ ενοχής και θυματοποίησης. Δεν είναι τυχαίο, ότι παρουσιάζεται από έναν το ίδιο ακαθόριστο αφηγητή, σαν να βλέπει τη ζωή και τους άλλους μέσα από ένα φίλτρο, να τους παρατηρεί για να βγάλει κάποιο στατιστικό στοιχείο, μια λίστα δεδομένων χωρίς συγκινησιακή φόρτιση. Η σκηνή της ανάκρισης θα μπορούσε να είναι μια αναφορά σε έναν καταπιεστικό μηχανισμό ελέγχου, που θυμίζει ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το γεγονός όμως, ότι ο υποτιθέμενος ανακριτής τον κατηγορεί ότι παρακολουθεί τους άλλους, ότι συλλέγει προσωπικά δεδομένα, θα μπορούσε επίσης να αποτελεί  προβολή της δικής του φοβίας ότι είναι εκείνος ο παρακολουθούμενος.
Ο «μουστακαλής» λειτουργεί ως εξουσιαστική φιγούρα, που ελέγχει και δικάζει χωρίς δίκαιη διαδικασία. Θυμίζει έναν ιδιότυπο εσωτερικό δικαστή, που δεν αφήνει χώρο για διαφυγή. Αυτό μπορεί να ιδωθεί ως μια μεταφορά για το πώς η σύγχρονη κοινωνία ασκεί έλεγχο στους πολίτες της. Η απώλεια του ντοσιέ και της βαλίτσας παραπέμπει στον τρόμο που επιφέρει στον πολίτη η πιθανότητα απώλειας της περιουσίας του και η έλλειψη σταθερότητας. Υπάρχει, επίσης, μια οιδιπόδεια διάσταση, ειδικά στη σκηνή που τον ρωτούν αν σκέφτεται τη μητέρα του. Μπλεγμένος σε έναν κυκεώνα ανακρίσεων και παρανοϊκών σκέψεων, ο Χ. Π. καταλήγει να αισθάνεται παγιδευμένος σαν ένα ζώο σε κλουβί. Η συνάντησή του με τον ελεγκτή τρένου, που τον αναγνωρίζει ως φίλο από το παρελθόν, φέρνει για εκείνον έναν νέο κύκλο αβεβαιότητας, καθώς αδυνατεί να τον αναγνωρίσει και συνεχίζει να μας παρουσιάζεται αναποφάσιστος, γεμάτος ανασφάλειες και εσωτερικές συγκρούσεις. Η ιστορία καταλήγει σε ένα δυστοπικό φινάλε, όπου ο Χ. Π. χάνει εντελώς την επαφή με την πραγματικότητα.
Αν θέλαμε να κατατάξουμε λογοτεχνικά το βιβλίο, θα λέγαμε ότι ανήκει στο ρεύμα της μοντερνιστικής λογοτεχνίας, όπου η πραγματικότητα διαστρεβλώνεται και η λογική ακολουθία των γεγονότων διαταράσσεται. Ο εσωτερικός μονόλογος, οι  σκηνές και οι εικόνες μοιάζουν με αναμνήσεις ή φαντασιώσεις∙ κατεξοχήν χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας του ρεύματος της συνείδησης. Συνδυάζοντας τον εσωτερικό ψυχολογικό κατακερματισμό του Μέρχαντ με την παρατηρητική, υπνωτιστική αποξένωση του Χάντκε, και αξιοποιώντας μεταμοντέρνες μορφές παρατήρησης και καταγραφής εικόνων, ονείρων και αναμνήσεων, ─για παράδειγμα, το μπλοκάκι με τις σημειώσεις του Χ. Π. θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πρότυπο σε μια προσπάθεια σύγχρονης σημειολογικής ανάλυσης─, καταδεικνύει την απώλεια ταυτότητας του πολίτη στον σύγχρονο κόσμο και την υπαρξιακή και κοινωνική του αποξένωση.

*Η Χρύσα Φάντη είναι συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: