Της Χρύσας Φάντη*
ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, Sha la la, εκδόσεις LOGGIA, σελ. 64
Έχοντας χάσει τον έλεγχο των καταστάσεων και του εαυτού του, οι άλλοι παρουσιάζονται ως θραύσματα μιας αποσυνθεμένης πραγματικότητας, λειτουργούν περισσότερο ως συμβολικές παρουσίες παρά ως πραγματικές οντότητες, δημιουργώντας μια αίσθηση εγκλωβισμού. Πρόκειται για ένα ταξίδι πέρασμα ή για μια έξοδο από την Αχερουσία της Μνήμης; Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής περιγράφει τον Χ.Π., σε μια σχεδόν σουρεαλιστική περιπλάνηση, να κουβαλά μαζί του ένα ντοσιέ, το οποίο σχετίζεται με ένα σπίτι – πιθανώς μια κληρονομιά. Καθώς αναζητά τα έγγραφα, που κάποια στιγμή χάνει μυστηριωδώς, καλείται να αντιμετωπίσει μια πληθώρα κοινότοπων και ταυτόχρονα ασυνήθιστων σκηνικών, που προσδίδουν στην ιστορία μια εφιαλτική διάσταση. Μέσα σ’ αυτό πλαίσιο, όπου το καθημερινό μπλέκεται με το παράδοξο, όλα μοιάζουν περισσότερο με λαβύρινθο. Οι περιγραφές, άλλοτε υπερβολικά ρεαλιστικές και λεπτομερείς κι άλλοτε εξαιρετικά ελλειπτικές και ηθελημένα κρυπτικές, δημιουργούν την εντύπωση ενός λιποθυμικού εσωτερικού μονολόγου που προσδίδει στην όλη αφήγηση μια γοητευτική ασάφεια.
Σ’ αυτόν τον γοητευτικά ασαφή και θρυμματισμένο χωρόχρονο, η ροή είναι κινηματογραφική, με γρήγορες εναλλαγές εικόνων και συναισθημάτων. Όπως στο Η Αγωνία του Τερματοφύλακα πριν από το Πέναλτι, του Χάντκε, έτσι κι εδώ, ο ήρωας της Παναγιωτοπούλου περιφέρεται μέσα σε έναν κόσμο ψυχρό, σιωπηλό και απομακρυσμένο, με την εξωτερική πραγματικότητα να επιδρά πάνω του ως παραμορφωτικός καθρέφτης. Υπάρχει και εδώ μια σχεδόν μηχανική, τηλεγραφική καταγραφή, με άλματα στη σκέψη και με φράσεις που κόβονται απότομα, με ακαριαίες μεταβάσεις σκηνών και μια διαρκή αίσθηση αποπροσανατολισμού.
Στη νουβέλα της Παναγιωτοπούλου, σε μια πόλη όπου οι άνθρωποι περιφέρονται σαν σκιές, αποκομμένοι από κάθε προσωπική σύνδεση, αυτή η χαοτική χωροχρονική μετατόπιση ─αποτέλεσμα κάποιας ανομολόγητης απώλειας─ προβάλλεται μέσ’ από αναπάντεχες λεκτικές, εικονοποιητικές και νοηματικές συνάψεις. Η δομή του κειμένου, που βασίζεται στην αποσπασματικότητα, ενισχύει με τη σειρά της αυτή την αίσθηση, ενώ η γλώσσα, πυκνή, παραστατική, ποιητική και δυνατή σε μεταφορές, παίρνει συχνά μια γκροτέσκα, κωμικοτραγική χροιά. Αλλά και σε ότι αφορά το νοητικό και το συναισθηματικό υπόβαθρο του ήρωα, η φαινομενική απάθεια, οι αόριστες απευθύνσεις άλλοτε στον εαυτό του και άλλοτε σε κάποιο αόρατο ακροατήριο, επί της ουσίας, αντανακλούν μια υποβόσκουσα ψυχολογική φόρτιση, στοιχεία ανησυχητικής διάλυσης του εγώ.
Δεν ήξερα να πω γιατί, αλλά τριγύρω όλα μαρτυρούσαν άτακτη φυγή, έλεγε αργότερα, δεν ξέρω από πού κι ως πού, αλλά είχα αυτή την αίσθηση πως κάποιος άλλος από πριν τ’ άφησε όλα σύξυλα και το ’βαλε στα πόδια, ναι, αυτό σκεφτόμουν[…] (σελ. 15). Ο Χ. Π. μοιάζει να πάσχει από αμνησία, αποπροσωποποίηση ή ακόμα και σχιζοφρενική διαταραχή. Δεν μπορεί να θυμηθεί τα χαρτιά, τη βαλίτσα του, ούτε καν πώς έφτασε σε κάποια σημεία. Η συνάντησή του με τον «μουστακαλή» και η συνεχής αίσθηση ότι βρίσκεται υπό παρακολούθηση παραπέμπουν σε μια καταδιωκτική παραίσθηση, και μια διαρκή αμφιταλάντευση μεταξύ ενοχής και θυματοποίησης. Δεν είναι τυχαίο, ότι παρουσιάζεται από έναν το ίδιο ακαθόριστο αφηγητή, σαν να βλέπει τη ζωή και τους άλλους μέσα από ένα φίλτρο, να τους παρατηρεί για να βγάλει κάποιο στατιστικό στοιχείο, μια λίστα δεδομένων χωρίς συγκινησιακή φόρτιση. Η σκηνή της ανάκρισης θα μπορούσε να είναι μια αναφορά σε έναν καταπιεστικό μηχανισμό ελέγχου, που θυμίζει ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το γεγονός όμως, ότι ο υποτιθέμενος ανακριτής τον κατηγορεί ότι παρακολουθεί τους άλλους, ότι συλλέγει προσωπικά δεδομένα, θα μπορούσε επίσης να αποτελεί προβολή της δικής του φοβίας ότι είναι εκείνος ο παρακολουθούμενος.
Αν θέλαμε να κατατάξουμε λογοτεχνικά το βιβλίο, θα λέγαμε ότι ανήκει στο ρεύμα της μοντερνιστικής λογοτεχνίας, όπου η πραγματικότητα διαστρεβλώνεται και η λογική ακολουθία των γεγονότων διαταράσσεται. Ο εσωτερικός μονόλογος, οι σκηνές και οι εικόνες μοιάζουν με αναμνήσεις ή φαντασιώσεις∙ κατεξοχήν χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας του ρεύματος της συνείδησης. Συνδυάζοντας τον εσωτερικό ψυχολογικό κατακερματισμό του Μέρχαντ με την παρατηρητική, υπνωτιστική αποξένωση του Χάντκε, και αξιοποιώντας μεταμοντέρνες μορφές παρατήρησης και καταγραφής εικόνων, ονείρων και αναμνήσεων, ─για παράδειγμα, το μπλοκάκι με τις σημειώσεις του Χ. Π. θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πρότυπο σε μια προσπάθεια σύγχρονης σημειολογικής ανάλυσης─, καταδεικνύει την απώλεια ταυτότητας του πολίτη στον σύγχρονο κόσμο και την υπαρξιακή και κοινωνική του αποξένωση.
*Η Χρύσα Φάντη είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου