12/5/24

Πόλεμος, πρόσφυγες, εθνικισμός

Της Μάγιας Στάγκαλη*

PAUL LYNCH, Το τραγούδι του προφήτη, Μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης – Μαρία Αγγελίδου, Εκδόσεις GUTENBERGALDINA, σελ. 343
 
Ο ιρλανδός συγγραφέας Paul Lynch, ηλικίας σαράντα επτά ετών και με αρκετές διακρίσεις στο παρελθόν, έλαβε το βραβείο  Booker (2023) για την πρώτη του υποψηφιότητα με το μυθιστόρημα  Το τραγούδι του προφήτη.
Στο ανά χείρας βιβλίο ο συγγραφέας πραγματεύεται ρεαλιστικά το επίκαιρο θέμα του πολέμου και του προσφυγικού δράματος. Με στόχο την αφύπνιση του αισθήματος κοινωνικής αλληλεγγύης, θέλει να φέρει  τον αναγνώστη στη θέση του θύματος της προσφυγικής κρίσης ώστε να αντιληφθεί την ύπαρξη πραγματικών ανθρώπων και την τραγωδία τους πίσω από την ανωνυμία της τηλεοπτικής είδησης. Έτσι, παρουσιάζει την Ιρλανδία σε κατάσταση ολοκληρωτικού καθεστώτος που οδηγεί σε εμφύλια σύρραξη και ευρωπαίους πολίτες να βρίσκονται στη δεινή θέση προσφύγων με μοναδική οδό σωτηρίας τη θάλασσα. Στον απροσδιόριστο λογοτεχνικό χρόνο του Lynch με χαρακτηριστικά του παρόντος, ένα εθνικιστικό κόμμα με το όνομα Κόμμα Εθνική Ένωση έχει βρεθεί πρόσφατα στην εξουσία. Ο συγγραφέας δεν διευκρινίζει τον τρόπο ανάληψης της εξουσίας ούτε τις κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές συνθήκες που ευνόησαν την πορεία του κόμματος. Ο αναγνώστης γνωρίζει τους ήρωες του βιβλίου ενώ το κράτος έχει τεθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και παρακολουθεί μέσω της εφιαλτικής καθημερινότητας της μεσοαστικής οικογένειας Στακ τη ραγδαία κατάλυση των συνταγματικών δικαιωμάτων και τη διάλυση της  χώρας. Τα πρόσωπα του έργου είναι η Άιλις, ο Λάρι, τα τέσσερα παιδιά τους και ο πατέρας της Άιλις με αρχόμενη άνοια. Το αστυνομικό κράτος, με τη μορφή δυο υπαλλήλων της μυστικής αστυνομίας, εισβάλει ένα βράδυ στην ζωή τους με συνέπεια τη σύλληψη του Λάρι, λόγω της συνδικαλιστικής του δράσης στον χώρο της εκπαίδευσης, και στη συνέχεια την εξαφάνιση του. Η Άιλις, ερευνήτρια στο πεδίο της ιατρικής, μένει μόνη με τα τέσσερα παιδιά ενώ πρέπει να επισκέπτεται σχεδόν καθημερινά και τον πατέρα της που αρνείται να μείνει με την υπόλοιπη οικογένεια. Όταν ξεσπάει εμφύλιος πόλεμος ο μεγαλύτερος γιος της, δεκάξι – δεκαεφτά χρονών, περνάει στην αντίσταση και μετά από λίγο διάστημα τα ίχνη του χάνονται.
Ο συγγραφέας παρακολουθεί τη συντριβή των ηρώων του καθώς χάνουν τον έλεγχο της ζωής τους  και το αλλόκοτο εγκαθίσταται σε ό,τι μέχρι χθες αντιλαμβάνονταν ως κανονικό. Αν υπάρχει κάτι που ο Lynch μπορεί να χειριστεί επιδέξια είναι το σασπένς και τις αποχρώσεις του μαύρου, τον λαβύρινθο του αφόρητου, διαρκούς τρόμου. Από την πρώτη σελίδα του κειμένου σκηνοθετεί μια κλειστοφοβική, ζοφερή ατμόσφαιρα που κλιμακώνεται γρήγορα από την στέρηση της ελευθερίας έως τον θάνατο. Η καθημερινότητα της Άιλις  συρρικνώνεται στο φάσμα της αγωνίας και της οργής καθώς βρίσκεται ανίσχυρη απέναντι στον εφιάλτη του αστυνομικού κράτους. Η απελπισία για την ξαφνική απώλεια αγαπημένων προσώπων, που μεταλλάσει τη ζωή των ανθρώπων σε κάτι μη αναγνωρίσιμο, αποδίδεται με ένταση, χωρίς μεγαλοστομίες,  μέσα από τα αυτονόητα καθημερινά πράγματα  που έχουν γίνει ξένα.
Ο Lynch θέλει να προβληματίσει επάνω στον εκφυλισμό της δημοκρατίας τον Δυτικό αναγνώστη ο οποίος, ενώ η ακροδεξιά κερδίζει έδαφος, εκείνος συνεχίζει να αισθάνεται προστατευμένος εντός της ευρωπαϊκής ομαλότητας και των δημοκρατικών θεσμών. Το mainstream ύφος γραφής του κειμένου εξυπηρετεί την σαφή πρόθεση του συγγραφέα να κάνει προσιτό στο ευρύ κοινό, τόσο το θέμα της δικτατορίας ή του φασισμού στον σύγχρονο Δυτικό κόσμο όσο και το ανοίκειο θέμα της προσφυγικής ταυτότητας. Η Άιλις, το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου, αν και είναι πολίτης ενός κράτους της βορειοδυτικής Ευρώπης, ζει τον τρόμο ενός ανθρώπου που βρίσκεται στη Συρία ή στη Γάζα. Είναι σύμβολο της ανθρώπινης εκμηδένισης από την εξουσία οπουδήποτε. Δίπλα της, στις σελίδες του Lynch, περπατούν  οι άνθρωποι που έχουν υποστεί βασανιστήρια, αυτοί που άντεξαν και αυτοί που δεν άντεξαν. Αυτοί που κράτησαν το πτώμα του παιδιού τους σε βομβαρδισμένους δρόμους και αυτοί που έβαλαν το παιδί τους στην αβεβαιότητα της  θάλασσας για να το σώσουν.
Ο Lynch βάζει στο στόχαστρό του τον εφησυχασμό της Δύσης αλλά και την ασυνέπεια του πολιτισμού απέναντι στις αξίες του, τον εθισμό στην αποανθρωποποίηση, αρκεί μόνο να σκεφτούμε ότι έχουμε συνηθίσει τις κλειστές δομές προσφύγων σε νησιά που εμείς κάνουμε τις διακοπές μας. H φράση, “τόσο το κεφάλι” μπροστά σε μια βάρκα, αποτελεί ήττα του πολιτισμού κατά τον Lynch. Με τον τίτλο του βιβλίου δεν μας παραπέμπει σε μια εσχατολογική, βιβλική αποκάλυψη για το τέλος του κόσμου, αλλά στην καταστροφή ως κάτι που συμβαίνει συνέχεια, και ως τοπικό και ως προσωπικό γεγονός.

*Η Μάγια Στάγκαλη είναι βιβλιοκριτικός

Θάνος Μακρής, Ephemeral Exercises of Melancholia: After Bernardino Campi - The Shell, 2024, ψηφιακή εκτύπωση σε plexiglas/dibond, 20 x 20 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: