Ο λαϊκισμός ως φασισμός της
καθημερινότητας
Του Κώστα Βούλγαρη
Η απαξιωτική φράση, «ράδιο
αρβύλα», προέρχεται από τη στρατιωτική θητεία και περιέγραφε τα fake news, που συνήθως αφορούσαν τις φήμες για μείωση
της θητείας, τότε 24 ή και περισσοτέρων μηνών. Fake news που έπαιζαν, σαδιστικά, με τον πόνο των
φαντάρων. Έγινε τίτλος εκπομπής από αυτούς τους θεσσαλονικείς, που επιμένουν να
μιλούν με την ιδιαίτερη προφορά της
περιοχής, εκπομπής υποτίθεται σατιρικής γεγονότων της καθημερινότητας. Καμιά
σάτιρα όμως δεν προκύπτει, τόσα χρόνια τώρα που η εκπομπή μεσουρανεί στις
τηλεοπτικές οθόνες, παρά μόνο ένας κρυόπλαστος λαϊκισμός, ακραιφνώς δεξιάς
αντίληψης και ιδεολογίας, για τούτο και ουδεμία σχέση έχει με την αποδομητική
σάτιρα, ή, ακόμα ακόμα, με κάποια εναλλακτική θέαση της καθημερινότητας.
Προσφάτως, στο στόχαστρο της
εκπομπής βρέθηκε η δημόσια ανάγνωση ενός ποιήματος από τον επίσης θεσσαλονικιό
ποιητή Γιώργο Αλισάνογλου, στο πρόσωπο του οποίου, επί της οθόνης, και στο
πρόσωπο του ποιητή Ρον Πάτζετ, επί του κειμένου, εκτοξεύτηκε όλη η χολή της
αγραμματοσύνης και της απαιδευσίας. Η απάντηση του Αλισάνογλου:
«Μια γνωστοποίηση για την αποκατάσταση της αλήθειας
και της τηλεοπτικής μαρκετίστικης νοοτροπίας που προτείνετε ως εκπομπή, που
δυστυχώς μέσω του "εναλλακτικού" προσώπου που πλασάρετε στον μέσο
τηλεθεατή έχετε την τάση να σαρώνετε και να διαπομπεύετε −μεταξύ άλλων−, ένα
από τα σημαντικότερα πολιτιστικά αγαθά που μας έχουν απομείνει, την ίδια την
λειτουργία της ποίησης:
Το ποίημα ‘Σκούπισμα’ που διακωμωδείτε στο πρόσωπό μου
είναι του σημαντικού ποιητή Ρον Πάτζετ από τη σκηνή της Νέας Υόρκης, φίλο των
Τζον Άσμπερι, Κένεθ, Κόκ, Τζιμ Τζάρμους, Πάτι Σμίθ, κλπ.
Συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο Πέρασα ωραία μαζί σου
πάλι, σε μετάφραση Βασίλη Παπαγεωργίου, εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2020, το οποίο
περιλαμβάνει τα ποιήματα που ακούγονται στην ταινία ‘Paterson’ (2016) του
Τζάρμους.
Σε μια εποχή που το καθεστώς κάνει μεγάλο πόλεμο στον
πολιτισμό, το να κοροϊδεύεις και να χλευάζεις την ποίηση, είναι να παίζεις το
παιχνίδι τους.»
Παρόμοιες απαξιωτικές εκφράσεις
απέναντι στην ποίηση, και εν γένει την τέχνη, είναι στοιχείο της
καθημερινότητάς μας, όταν όμως «βρίσκουν τον χρόνο τους» σε μια τηλεοπτική
εκπομπή ιδιαίτερης τηλεθέασης, αποτυπώνουν την ευρύτερη, κυρίαρχη κοινωνική
αντίληψη για την τέχνη. Τόσο κυρίαρχη, που με δυσκολία κρύβεται κάτω από την παροιμιώδη
αδιαφορία για τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία της κυβέρνησης.
Της οποίας τα «επίσημα»
πεπραγμένα αφορούν τις απολύτως τρέχουσες μικρο-αποφάσεις, μικρο-στελεχώσεις
και μικρο-εξυπηρετήσεις, επιλογές της ίδιας, απαξιωτικής αντίληψης με αυτή των
τηλεοπτικών αστέρων, γι’ αυτό και φαντάζομαι πως η προϊσταμένη του οικείου
υπουργείου μάλλον θα χασκογελά, δικαιωμένη με το συμβάν.
Το παζλ συμπληρώνει η αδηφάγος
προσπάθεια τόσων και τόσων άσχετων, όχι απλά να εκδώσουν ένα μόνο κατ’ όνομα ποιητικό,
ή και πεζογραφικό βιβλίο, αλλά επιπλέον να διεκδικήσουν τον χώρο τους και τον
χρόνο τους στο ψηφιακό σύμπαν, υποδυόμενοι τους θεράποντες της τέχνης του
λόγου, συνήθως εξοδεύοντας μη ευκαταφρόνητα ποσά για το εκδοτικό μικρο-συμβάν
τους, ευτελίζοντας κι αυτοί με τη σειρά τους και, διά της προϊούσας σύγχυσης,
ακυρώνοντας την λειτουργία της λογοτεχνίας, με τον φασισμό του αβρόχοις ποσίν παρείσακτου:
«γιατί όχι κι εγώ;»
Ναι, αυτά συμβαίνουν στον ούτως ειπείν
«πολιτισμό», αποτυπώνοντας την κρίση της νεοελληνικής κοινωνίας, όσες
«αναβαθμίσεις» κι αν λάβει η οικονομία της από τους «οίκους αξιολόγησης», όμως
όλα τούτα δεν αφορούν την τέχνη, και εν προκειμένω την ποίηση ως τέχνη, η
οποία, σε πείσμα όλων των καιρών συνεχίζει να βλαστάνει, στο οικείο, διακριτό
πεδίο της, ακόμα και υπό συνθήκες αυτόχρημα δραματικές.
Έτσι, στον καλό ποιητή Γιώργο Αλισάνογλου
δεν θα εκφράσω «την συμπάθειά μου» αλλά θα του θυμίσω, όπως και σε όλους τους
ευάριθμους κατοικούντες την πόλιν των ιδεών και των τεχνών, πως όλα τούτα δεν
είναι πρωτοφανή, έστω κι αν τώρα γενικεύονται απειλητικά. Να π.χ. η αίσθηση του Ρώμου Φιλύρα στην εποχή
του, που εισπράττει «τη χλεύη, τη βρισιά και τη ντροπή», όπως και η απάντηση
του Καρυωτάκη, ο οποίος, αναδεχόμενος την πατερική ρήση, «την αλμυράν της
ασεβείας υπερβάντες θάλασσαν άσωμεν», επιτίθεται βαρναλικά απέναντι
στον ούτως ειπείν «λαό», τηλεθεατή τώρα της εν λόγω εκπομπής, και στην
κοινωνική ασφυξία, αλλά και, συνεκδοχικά, απέναντι στην εξουσία, «κακή» ή και
«καλή», προτρέποντας τον ποιητή:
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό
κράτησε σκήπτρο και λύρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου