10/12/23

Ο θάνατος στην πανδημία





ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

CATHERINE MILLOT, Άβαθο ρυάκι..., μτφρ. Βέρα Παύλου, εκδόσεις Επέκεινα
 
Ο θάνατος δεν κατείχε ποτέ σημαντική θέση στη  συνειδητή μου ζωή. Δεν τον σκέφτομαι καθόλου και με απασχολεί ακόμα λιγότερο. Να πεθαίνεις την τελευταία στιγμή, όπως έλεγε ο Σελίν, με το κουράγιο και την αξιοπρέπεια που έχω δει να γίνεται στα ζώα, με την απλότητά τους, αυτό εύχομαι.
Παρόλο που στην εφηβεία ο θάνατος δεν με απασχολούσε παραπάνω, μερικές φορές ξυπνούσα αλαφιασμένη μες στη νύχτα με τη σκέψη ότι κάποια μέρα θα πέθαινα. Με τυραννούσε μια ακατάλυτη μοναξιά, σαν να ήμουν στα πρόθυρα ενός επικείμενου θανάτου. Έπειτα αυτά τα ξυπνήματα σταμάτησαν.
Αργότερα ενδιαφέρθηκα για τις φιλοσοφίες της αρχαιότητας που βλέπουν τον θάνατο σαν κάτι αμελητέο, συνηχώντας με τούτο τον στίχο του Μαλλαρμέ: «Άβαθο ρυάκι, συκοφαντημένο, ο θάνατος».
Εντούτοις κατέχει σημαντική θέση, συχνά εν αγνοία μου, σε αυτά που γράφω.
Πρόσφατα κινδύνευσα να πεθάνω από κορωνοϊό. […]
Βρέθηκα μόνη με τη σκέψη ότι μπορεί και να πέθαινα, σκέψη που, παραδόξως, με γαλήνευε. Ήταν δύο η ώρα τη νύχτα. Κοίταζα τον μικρό χώρο στον οποίο βρισκόμουν και έλεγα ότι θα υπήρχαν σίγουρα πιο «σέξι» τόποι για να πεθάνω. Ήταν η λέξη που μου ερχόταν. Μα, όσο μικρός κι αν ήταν ο χώρος, με συνέδεε με τον απέραντο κόσμο και με μια ανθρωπότητα που βρισκόταν σε κίνδυνο, υπό το κράτος της θανατικής απειλής που πλανιόταν μέσω του ιού από τον οποίο είχα προσβληθεί. Η πρωτόγνωρη έκταση της πανδημίας, η τοξικότητά της, μας τοποθετούσαν όλους στην ίδια πλευρά.
Ξαναθυμόμουν την όμορφη μα και ζοφερή τοιχογραφία, Ο θρίαμβος του θανάτου, του Παλάτσο Abatellis στο Παλέρμο, που είχα πρωτοδεί με τον Ζακ Λακάν και είχα ξαναπάει να τη δω με τη Ρ., πριν από έναν χρόνο. Ο θάνατος, ιππεύοντας ένα σκελετωμένο άλογο, το οποίο ο Πάμπλο Πικάσο χρησιμοποίησε ως μοντέλο για την Γκερνίκα, ποδοπατούσε αδιακρίτως νέους και γέρους, πλούσιους και φτωχούς, ισχυρούς και καταφρονεμένους. Ένας κυνηγός με το τρομοκρατημένο του άλογο, ένας οργανοπαίκτης λαούτου, όμορφα πρόσωπα νεαρών κομψών γυναικών, υποταγμένα από φόβο και οίκτο, το κουφάρι ενός επισκόπου, ένα ωραίο αντρικό κεφάλι με μάτια κλειστά· χρειαζόταν χρόνος για να θαυμάσεις λεπτομερώς αυτές τις σκηνές ζωής και θανάτου που απέπνεαν μια κατάσταση γαλήνης. Ένιωθα την ίδια γαλήνη και στη σκέψη ότι μοιραζόμουν με τόσους άλλους την έκθεση σε αυτή τη μάστιγα, που σου χάριζε το σπάνιο συναίσθημα πως ανήκεις στην ανθρώπινη κοινότητα. Σε αυτή την κοινότητα, αισθανόμουν εμφατικά μια αυτονόητη αίσθηση του ανήκειν, δεδομένου ότι δεν είχα απαιτήσει μια προνομιακή μεταχείριση ώστε να παρακάμψω την άρνησή τους να νοσηλευτώ, πριν από τρεις μέρες. Ο νοσοκόμος, στον οποίο έδειξα, κάπως ενοχλημένη, πως δεν είχα νοσηλευτεί νωρίτερα, μου είπε ότι αν με είχαν δεχτεί, θα είχα πάρει τη θέση κάποιου πιο σοβαρά προσβεβλημένου από εμένα. Σήμερα πια ήμουν στη σωστή θέση, σύμφωνα με την αυτοδίκαιη ορθότητα της δικής μου στάσης να υποταχτώ σε αυτή την απόφαση, χωρίς καν να το σκεφτώ.
Επίσης θα ήταν σωστό να είμαι, ισότιμα με τους πάντες, στην ίδια μοίρα με τον οποιονδήποτε, ενώπιον της ασθένειας και του θανάτου. Μια τέτοια  απόλυτη έκθεση, μέσα στο μικρό δωμάτιο στο οποίο βρισκόμουν, ήταν κάτι σαν ένα απέραντο άνοιγμα στον κόσμο. Ολότελα εκτεθειμένη, είχα οδηγηθεί σε εκείνο το «πολύτιμο σημείο» όπου η ανθρώπινη ύπαρξη καταλήγει σε αυτό που είναι πλέον μη αναγώγιμο, «στη μοναξιά τού να είσαι ισότιμος με οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο», όπως τόνιζε ο Ζαν Ζενέ.
Μέχρι τώρα ήμουν προστατευμένη. Η ζωή μου, ενόσω την αναλογιζόμουν, παραδόξως, μου φαινόταν σαν κάτι «στρογγυλό». Είχα ζήσει μια «άνετη» ζωή, μονολογούσα. Με αυτή την ιδέα της άνεσης συνδεόταν η ανάμνηση της διαμονής σε πόλεις με παράδοση στην τέχνη, σε καλά ξενοδοχεία. Εκπλησσόμουν με αυτή τη λέξη: η άνεση δεν αποτελούσε ποτέ μία από τις αξίες μου. Έτσι νόμιζα. Τώρα μου φαινόταν ότι αυτή είχε επηρεάσει καθοριστικά τις επιλογές της ζωής μου, τον ρυθμό της ζωής, τα μέρη όπου ζούσα, πολύ περισσότερο απ’ όσο φανταζόμουν. Κυρίως τον ρυθμό, που υπερασπιζόμουν πάντα χωρίς να λογαριάζω τίποτα.
 Στη ζυγαριά υπήρχε σήμερα, από τη μια μεριά, η «στρογγυλεμένη» ζωή, η άνετη και προστατευμένη ζωή από την οποία ένιωθα ικανοποιημένη –το «στρογγυλό» υπαινισσόταν κάτι γεμάτο– και από την άλλη, το απεριόριστο άνοιγμα αυτής της έκθεσης στον θάνατο, σαν να είχαν έρθει τα πάνω κάτω.
Η ζυγαριά βρισκόταν σε ισορροπία. Και ήμουν ήρεμη, σε πλήρη σύμπνοια με την κατάστασή μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: