7/5/23

Οι πόλεμοι του Μουσταφά

Του Γιώργου Νούση*

DAVID HURY, Ο Μουσταφά πάει στον πόλεμο, μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 616

Γκιστάβ, Μιμούν, Μουσταφά. Γαλλία, Αλγερία, Μαρόκο. Τα παραπάνω στοιχεία θα μπορούσαν να αναφέρονται στις ζωές τριών ανθρώπων οι οποίοι βίωσαν ο καθένας τη δική του μάχη, τον δικό του πόλεμο, τη δική του ιστορία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τις ιστορίες, τους πολέμους και τις ταυτότητες ενός ανθρώπου, τις διαδρομές του οποίου παρακολουθούμε, ξετυλίγοντας παράλληλα το νήμα που συνδέει την αποικιοκρατία και την αποαποικιοποίηση με τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, τον δωσιλογισμό και την Αντίσταση.
Ο Γάλλος ιστορικός Henry Rousso, μελετώντας την εξέλιξη της μνήμης του Πολέμου της Αλγερίας στο δημόσιο πεδίο, παρατήρησε ότι το καθεστώς συλλογικής λήθης που είχε επικρατήσει για πάνω από τριάντα χρόνια μετά τη λήξη του, διαδέχθηκε ένα καθεστώς υπερμνησίας που χαρακτήρισε τις δεκαετίες 1990 και 2000.
Αυτό το «καθεστώς» φαίνεται τα τελευταία χρόνια να ακολουθεί και η λογοτεχνία του γαλλικού νουάρ μυθιστορήματος, τοποθετώντας μια πληθώρα έργων στο πλαίσιο του γαλλο-αλγερινού πολέμου, καταδεικνύοντας πόσο ενεργή παραμένει η μνήμη του και πώς, εντέλει, η λογοτεχνική αφήγηση και η σχέση της με το ευρύ και δυναμικό πεδίο της Δημόσιας Ιστορίας συμβάλλει, ως εναλλακτικός τρόπος αφήγησης και παραγωγής νοημάτων για το παρελθόν, στο να καταστήσει απτή την αίσθηση της ιστορικότητας των γεγονότων.
Το μυθιστόρημα του David Hury εγγράφεται στην παραπάνω λογική, προσθέτοντας ένα καινούργιο στοιχείο, το οποίο διαρρηγνύει το μονοπώλιο της γαλλο-αλγερινής διαμάχης. Εντάσσοντας στο λογοτεχνικό κάδρο μια «νέα» πρώην γαλλική αποικία, το Μαρόκο, ο συγγραφέας επιτυγχάνει, δίχως να εξοβελίζει τη γαλλο-αλγερινή σύγκρουση, να εμπλουτίζει το ιστορικό πλαίσιο, συμβάλλοντας στη σφαιρικότερη ανάδειξη ενός μνημονικού αποικιακού παλίμψηστου με κέντρο τη γαλλική μητρόπολη. Αυτό που καταφέρνει ουσιαστικά ο Hury είναι να θέσει στο επίκεντρο την ιστορία της γαλλικής αποικιοκρατίας, ως πολιτισμικού φαινομένου που διαμόρφωσε εν πολλοίς την εικόνα της Δύσης και συνέβαλε στη συγκρότηση της ταυτότητας του Ευρωπαίου ως συλλογικού εαυτού.
Οι νοοτροπίες, οι συμπεριφορές και η οριενταλιστική κατασκευή της εικόνας του «άλλου» αναδεικνύονται μέσα από τη διάδραση του πρωταγωνιστή Μουσταφά με έναν από τους βασικούς χαρακτήρες της πλοκής, τον Αρμάν. Ο Μουσταφά, γεννημένος στην όαση του Φιγκίγκ, στο Μαρόκο, όπου έζησε την παιδική κι εφηβική του ηλικία, θα επιστρατευτεί το 1939, σε ηλικία 20 ετών, και θα ριχτεί στη σύντομη μάχη της Γαλλίας. Στη συνέχεια, παρακολουθούμε την πορεία του από την ένταξή του στις αντιστασιακές δυνάμεις των Ελεύθερων Γάλλων του Ντε Γκωλ, καταλήγοντας, μέσα από αφηγηματικές παλινδρομήσεις μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, στο Παρίσι της απελευθέρωσης και στην ανάμειξή του στα δίκτυα του FLN με φόντο τον Πόλεμο της Αλγερίας. Εκεί, προσπαθώντας να διαμορφώσει το μέλλον του ενώ το παρελθόν τον καταδιώκει, θα αντιληφθεί ότι στη μητρόπολη η συμπερίληψη δεν αποτελεί χαρακτηριστικό της γαλλικότητας, καθώς αυτό που πραγματικά είχε σημασία για την ταυτότητά του ήταν η χώρα προέλευσης και όχι η χώρα για την οποία αγωνίστηκε.
Φέρνοντας στο προσκήνιο την ιστορία της αποικιοκρατίας, γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό ιστορικό φαινόμενο, που εμπλέκει τόσο την εξωτερική πολιτική, στο πλαίσιο ενός κεντρικού πολιτικού και οικονομικού σχεδιασμού, που αφορούσε τον τρόπο και τους όρους της αποικιακής εξάπλωσης μιας αυτοκρατορίας, όσο και τις δυναμικές που αναπτύσσονταν ανάμεσα στα δρώντα υποκείμενα.
Μέσα από την αφήγηση, αναδεικνύονται οι σχέσεις αποικιοκρατών και αποικιοκρατούμενων και ο κομβικός ρόλος των αξιωματούχων που δρούσαν θεσμικά εκτός μητρόπολης, στις απομακρυσμένες υπερπόντιες αποικίες. Τους ανθρώπους που πολύ εύστοχα ο ιστορικός Wolfgang Mommsen είχε αποκαλέσει «men on the spot», οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις καθόριζαν τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά τεκταινόμενα, διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο «πολιτικού μικροκλίματος», που σε κάθε περίπτωση παρήγε δυναμικές, δημιουργούσε νοοτροπίες, καθόριζε συμπεριφορές και συγκροτούσε ταυτότητες.
Οι προσλήψεις της γαλλικής πολιτικής του εκπολιτισμού αποτελούν επίσης αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης. Σε κάποιο σημείο του βιβλίου, ο Γάλλος διοικητής του Μαρόκου αναφέρει: «[...] η Γαλλία δεν έχει παρά μία φιλοδοξία, να βοηθήσει το βασίλειό σας να βρει τη θέση που του αρμόζει σε τούτο τον αιώνα». Θυμήθηκα, διαβάζοντας, τη δήλωση του πρώην προέδρου Nicolas Sarkozy, ο οποίος επισκεπτόμενος το Πανεπιστήμιο στο Dakar της Σενεγάλης, το 2007, είχε δηλώσει ότι «η τραγωδία για την Αφρική είναι ότι ο Αφρικανός δεν έχει ακόμη εισέλθει ολοκληρωτικά στην ιστορία». Η «εκπολιτιστική αποστολή» του 19ου αιώνα αποκτούσε νομιμοποιητική ισχύ, στο πλαίσιο μιας μεταποικιοκρατικής λογικής, εκπεφρασμένης στο δόγμα της «αντι-μετάνοιας» (anti-repentance) που χαρακτήριζε τις πολιτικές μνήμης του Γάλλου πρώην προέδρου.
Η έννοια της γαλλικότητας είχε αποτελέσει κεντρικό πολιτικό διακύβευμα της διακυβέρνησης Sarkozy, μια έννοια η οποία σμιλευόταν και συγκροτούνταν πάνω σε μια συμβολική μανιχαϊστική διαίρεση του «εμείς» κι «αυτοί», όπου η επανεφεύρεση του γαλλικού μεγαλείου, με όρους μιας φαντασιακής αποικιοκρατικής νοσταλγίας, ως συλλογικής ταυτότητας του εθνικού «εμείς», αντιπαραβαλλόταν στον κατασκευασμένο εχθρό των μεταναστών και των μειονοτήτων ως των κατεξοχήν «άλλων».
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του βιβλίου αφορά την αφήγηση της Αντίστασης, των δικτύων που εμπλέκονται και κυρίως του τρόπου με τον οποίο αποδίδονται, αφενός, η επιφυλακτικότητα, η δυσπιστία και ο φόβος που χαρακτήριζαν τις επαφές των οργανωμένων, αφετέρου, η αποτύπωση της γκρίζας ζώνης ως χαρακτηριστικό των μεταπελευθερωτικών εκκαθαρίσεων, στο πλαίσιο της απονομής Δικαιοσύνης. Η αμφισημία που χαρακτήριζε τις ανθρώπινες σχέσεις, καθορίζοντας τις εκάστοτε αποφάσεις στην πορεία των δρώντων υποκειμένων από την Αντίσταση έως την Απελευθέρωση και η ενδεχομενικότητα ως ιστορική συνθήκη του μεταπολέμου, αποδίδονται με γλαφυρότητα, συνιστώντας ένα από τα αφηγηματικά προτερήματα του βιβλίου.
Η αρχειακή έρευνα του συγγραφέα είναι επίσης εμφανής και ενισχύεται από την προσπάθειά του να παραμείνει σε σύμπνοια με τις ιστοριογραφικές προσεγγίσεις των γεγονότων που παρατίθενται. Αυτό βέβαια δεν λειτουργεί πάντοτε προς όφελος της αφήγησης, καθώς σε ορισμένες στιγμές δημιουργείται μια αίσθηση παράθεσης πληροφοριών με τη χρήση μάλλον απλουστευτικών, επεξηγηματικών διαλογικών σχημάτων και όχι μια προσπάθεια ουσιαστικής ενσωμάτωσής τους στην ιστορία, η οποία θα μπορούσε ίσως να έχει και μικρότερη συνολικά έκταση.

* Ο Γ. Νούσης είναι υποψήφιος διδάκτορας Ευρωπαϊκής Ιστορίας, ΕΚΠΑ

Χριστίνα Κάλμπαρη, Βουνοκορφές σε ομίχλη (ανατολή), 2022, ακρυλικό σε καμβά, 165 x 180 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: