8/1/23

Κλασικά κείμενα

Της Κωστούλας Μάκη*

ΦΡΑΝΣΙΣ ΣΚΟΤ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ, Το κακοτράχαλο πέρασμα και άλλες ιστορίες, Μετάφραση: Ρ. Πέσσαχ, Εισαγωγή: Στ. Ροζάνης, εκδόσεις Ηριδανός, σελ. 198
ΦΡΑΝΣΙΣ ΣΚΟΤ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ, Έρωτας στη νύχτα, Μετάφραση - Επίμετρο: Σ. Γεροδήμου, εκδόσεις Ερατώ, σελ. 366

«Κάποτε στη μακριά, καλυμμένη προβλήτα, ήρθες σε μια χώρα που έμοιαζε φάντασμα το οποίο δεν ήταν πλέον Εδώ και δεν ήταν ακόμη Εκεί».
(Το κακοτράχαλο πέρασμα, σ. 11)

Οι «περιπατητικές» αναγνώσεις στα κλασικά κείμενα εμπεριέχουν πολυδαίδαλους δρόμους και κινδύνους. Ας πούμε πως ο κλασικισμός στο παλίμψηστο των μέχρι τώρα ερμηνειών μπορεί να αναπαράγει έναν πρωτόγονο βιογραφισμό ή παράλληλα να παραμείνει σε απλουστευτικές διαπιστώσεις, σχεδόν ισοπεδωτικές. Η αναγνωστική περιπλάνηση διατηρεί το περιεχόμενό της αν και εφόσον συνδέεται με ιστορικότητα που ανατέμνει σε επάλληλες συνομιλιακές επιστρώσεις το εδώ και τώρα των ημερών με τις εκτυλίξεις του παρελθόντος, θίγοντας μελλοντικές προοπτικές για τις κινήσεις του κόσμου, αισθητικά, προσωπικά, πολιτικά.
Στην περίπτωση του έργου του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ αυτό που επανέρχεται ως μόνιμη επωδός είναι η περιγραφή της ανόδου και της πτώσης του αμερικάνικου ονείρου στον μεσοπόλεμο. Το κυνήγι ενός τεχνητού κόσμου, αστικού και μεγαλοαστικού βίου, με ξέφρενα πάρτυ, τζαζ μουσική, έρωτες, ποτό, την αποθέωση του σινεμά, οδηγεί σε απανωτές διαψεύσεις, και η κατάρρευση δεν είναι μόνο προσωπική αλλά σηματοδοτεί την αλλαγή των ιστορικών συνθηκών και τη λαίλαπα μιας αποσαρθρωμένης εποχής, στην οποία ανατρέπονται τα δίπολα της προόδου και της οπισθοδρόμησης, της ευτυχίας και της δυστυχίας, της κοινωνικότητας και της αποξένωσης. Όσο για τον ίδιο τον συγγραφέα, η καταξίωση και η παρακμή, η σχέση του με τη Ζέλντα Φιτζέραλντ, ο αλκοολισμός και ο θάνατος του στα σαράντα τέσσερα χρόνια του δρουν μυθοποιητικά και παραμένουν ενεργά στοιχεία που φτιάχνουν το προφίλ του μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, τα έργα του συγγραφέα και ο ίδιος περιέχουν πολλά περισσότερα από τα παραπάνω αναγνωστικά κλισέ που περιορίζουν το εκτόπισμα του έργου και την επικαιρότητά του στο σήμερα. Οι δύο ανά χείρας προσεγμένες συλλογές διηγημάτων περιλαμβάνουν συνολικά δώδεκα διηγήματα του συγγραφέα (έξι η καθεμία και ανάμεσά τους ένα κοινό: το ο Μαγνητισμός) και είναι αφορμή για νέες κειμενικές οικειοποιήσεις.
Στην εισαγωγή του, στο πρώτο βιβλίο, Κακοτράχαλο πέρασμα και άλλες ιστορίες, ο Στέφανος Ροζάνης εντοπίζει στον Φιτζέραλντ την «αλλοτριωμένη εικονοποιία του ονείρου», καθώς και την ειρωνική χροιά απέναντι στην παλινδρόμηση και τα διλήμματα των χαρακτήρων του. Η διορατικότητα των περιγραφών της καθημερινότητας σε όλες τις εκφάνσεις της και στις λεπτομέρειες σπιτιών και αστικού τοπίου εγκιβωτίζει τον ιστορικό χρόνο στην υλικότητά του, επιτελώντας τη συνύπαρξη των κοινωνικών συμβάντων με τις ατομικές διαδρομές. Η δεξιοτεχνική περιγραφή των συναισθημάτων των ηρώων, καθώς παρατηρούν και καταγράφουν τις επιθυμίες, τα διλήμματα και τα απρόοπτα των κοινωνικών σχέσεων, δεν διαχωρίζουν το ατομικό από το πολιτικό, αφού οι χαρακτήρες εντάσσονται και κινούνται στις εκάστοτε συμβάσεις της εποχής τους σε μια διαρκή προσπάθεια να επιβιώσουν σε κοινωνικά συστήματα προσποίησης και μόνιμων αλλαγών. Αυτό που φαίνεται μόνο ψυχολογικό είναι τελικά και κοινωνικοπολιτικό, επειδή καταγράφει τα δυναμικά σχέσεων, τάξης και εποχής όπου οι ψευδαισθήσεις του ονείρου και η κατασκευή μιας ακατάπαυστης προόδου στην οποία όλοι και όλες θέλουν να αποτελέσουν μέρος της, διαμορφώνουν τις επιλογές των χαρακτήρων και τις απανωτές μεταβάσεις από την επίπλαστη «κανονικότητα» σε συνθήκες όπου τίποτα από όσα καθορίζουν ατομικό και κοινωνικό δεν είναι οικεία.
Η μεταιχμιακότητα που εγγράφεται στα διηγήματα του Φιτζέραλντ αποτελεί προωθητικό όχημα ανάγνωσης των κρίσεων του παρόντος. Το παροδικό, ανάμεσα σε αυτό που ήταν αλλά δεν είναι πια, είτε αναφέρεται στη σύντομη ευμάρεια μιας χώρας ή μιας ιστορικής περιόδου, είτε στις φιλίες, τον έρωτα και τις εκδοχές εαυτού σε όλη τη θραυσματικότητά τους, γίνεται αφετηρία για να βρεθούν στις τωρινές καταρρεύσεις σχήματα περιεκτικά, όταν δεν είναι διόλου εύκολο να μιλήσεις για όσα συμβαίνουν. Το ανοίκειο στα διηγήματα του Φιτζέραλντ ορίζει τις απότομες μεταβάσεις του ιστορικού χρόνου και δεν διαχωρίζεται από τη συναισθηματική ρευστότητα των χαρακτήρων. Σε όλα τα διηγήματα ο Φιτζέραλντ, με ρηξικέλευθες περιγραφές, αντιστρέφει με πικρόχολη τρυφερή διαύγεια κάθε κατασκευή του ενιαίου συγκροτημένου εαυτού. Αντιτίθεται επίσης σε κάθε ψυχολογική απόπειρα που υποστηρίζει τη σταθερή ύπαρξη ενός χαρακτήρα στον χρόνο και τον χώρο. Στα διηγήματα ο Φιτζέραλντ καταγράφει επιπλέον τον διάχυτο ηθικό θετικισμό της εποχής, τις έμφυλες διαφοροποιήσεις και τις επίμονες προσπάθειες επικράτησης μιας ανέμελης ηδονικής συνθήκης που είναι προδιαγεγραμμένη να καταρρεύσει λόγω των επίπλαστων χαρακτηριστικών της. Ο Φιτζέραλντ καταγράφει λεπτομερώς και τις προσπάθειες των γυναικείων χαρακτήρων να διεκδικήσουν τις επιθυμίες τους αντιστεκόμενες στις πιέσεις της εποχής για ηθική αγνότητα.

«[…] “Είναι ένας κακόβουλος μικρός πουριτανός”, είπε η Τζομπίνα αποφασιστικά. “Μου έκανε την παλιομοδίτικη ηθικολογική διάλεξη για τη νικοτίνη και τον μοντέρνο χορό και για τα φιλιά, και για εκείνον τον τίμιο, ειλικρινή άντρα που θα με συναντήσει κάποια μέρα […]. Ουφ, όλα ήσαν τόσο γλοιώδη και φρικτά, μου έφεραν αναγούλα»[1].

Ακόμα όμως και στις πιο δύσκολες στιγμές τίποτα δεν είναι απλουστευτικά ή λυρικά μελοδραματικό. Αντίθετα, ίσως είναι μονόδρομος η αποδοχή των συναισθηματικών «πάνω-κάτω» που συνδέονται με τον κοινωνικό μιμητισμό και την προσπάθεια να είσαι ενεργός/η και αποδεκτός/η στο κοινωνικό πεδίο. Η προσποίηση καμιά φορά είναι αναπόφευκτη αν και αναγνωρίσιμη.

«Όταν το πράγμα γίνεται πολύ χάλια υποκρίνομαι ότι είμαι στην κορυφή ενός δέντρου, και κουνιέμαι πίσω μπρος. Αλλά τελικά καταλήγω να προσποιούμαι το καθετί, και τελικά πρέπει να προσποιηθώ ότι είμαι στα καλά μου ενώ ξέρω ότι δεν είμαι».[2]

Η γλώσσα του Φιτζέραλντ διατηρεί μια εντοπισμένη υλικότητα, η οποία τεκμηριώνει όχι μόνο τις διαφορετικές της τροπές αλλά και την επιτελεστικότητά της. Έτσι, πριν τον Βιτγκενστάιν και τις σύγχρονες λογοκοινωνιοψυχολογικές θεωρίες στα διηγήματα των δύο ανθολογιών (η μεταφραστική αρτιότητα της Πέσσαχ και της Γεροδήμου αποδίδουν προσεκτικά και χωρίς υπερβολές το γλωσσικό σύμπαν του συγγραφέα) εξαιτίας της αμεσότητας της γραφής στην λεπτομερή απόδοση των συναισθηματικών ακολουθιών των διηγηματικών χαρακτήρων η οικειοποίηση με όσα αισθάνονται οι αναγνώστες είναι κάθε φορά εκ νέου προσβάσιμη.

«Έρωτας στη νύχτα. Δοκίμασε τη γεύση τους σε τρεις γλώσσες-ρωσικά, γαλλικά και αγγλικά- και κατέληξε πως στα αγγλικά ήταν καλύτερα. Στην κάθε γλώσσα σήμαιναν διαφορετικού είδους έρωτα και διαφορετική νύχτα […]. Ο αγγλικός έρωτας έμοιαζε πιο εύθραυστος και ρομαντικός»[3].

Ο έρωτας, οι προσδοκίες, οι διαφορετικές συνθέσεις του και η διάρκειά του ακόμα και στις πιο ρομαντικές εκδοχές και ανεξάρτητα από την κατάληξή του είναι προϊόν αναζήτησης, ενώ την ίδια στιγμή τοποθετείται και αυτός σε μια ιστορικότητα ατομική, γλωσσική και κοινωνική. Η έκφραση και οι επιχρωματισμοί του είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τις ιστορικές αλλαγές που τροποποιούν και την πορεία των χαρακτήρων.

«Θαρρείς και δεν είχε ποτέ χρόνο για έρωτες – ο Πόλεμος, η Επανάσταση και τώρα η φτώχεια είχανε συνωμοτήσει εναντίον της γεμάτης προσδοκίες καρδιάς του»[4].

Αν μπορεί να προκύψει πάντως ένα συμπέρασμα είναι τελικά πως: «υπάρχουν όλων των ειδών οι έρωτες στον κόσμο, αλλά ποτέ ξανά ο ίδιος έρωτας»[5] και πως επίσης δεν υπάρχει τέλεια ζωή ή συγκεκριμένο πλάνο ευτυχίας. Ας σημειωθεί εδώ ότι καθώς διάβαζα τα διηγήματα των συλλογών εντόπισα ένα σημαντικό σημείο αποχώρησης και διαφοράς ανάμεσα στα διηγήματα του Φιτζέραλντ στην Αμερική του μεσοπολέμου και τις παροντικές συνθήκες. Κάθε χαρακτήρας σε αυτό που ορίστηκε ως «ιστορικό της κοινωνικής ζωής»[6] διεκδικεί και εκφράζει τα συναισθήματά του παρά τις όποιες συνέπειες ή εντοπίζει τις αμφισημίες του ίδιου και των κοινωνικών δικτύων. Στην οξυμένη οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση εντός και εκτός και με την εγκαθίδρυση της βιοπολιτικής του τρόμου και της απομόνωσης με την έναρξη της πανδημίας και μέχρι σήμερα πιθανότατα η διαχείριση του κοινωνικού εαυτού να γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. Αναφέρομαι στην παρατηρημένη δυσκολία να μιλήσεις ανοιχτά για όσα συμβαίνουν ή νοιώθεις, για την προσποίηση που μπορεί να συμβεί όταν δεν τολμάς άμεσα να εκφράσεις, να υποστηρίξεις και να διεκδικήσεις συμβολικά και πραγματικά την παρουσία σου μέσα στους άλλους. «Είναι σαν να περιμένει ο κάθε ένας να γελοιοποιηθεί κάποιος άλλος»[7] με αποτέλεσμα να μένουμε περίκλειστοι στις εσωτερικές μας σκέψεις και κόσμους.
Ο λογοτεχνικός τόπος του Φιτζέραλντ παραμένει επίκαιρος γιατί πέρα από την ακέραια λογοτεχνική αισθητική του έργου του μας προσφέρει υλικό για να έρθουμε πιο κοντά στο πώς επιδρούν οι σημερινές μεταβάσεις των διαδοχικών κρίσεων στις σχέσεις, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες, αποκαλύπτοντας ιστορικά και κοινωνικά τοπία που αλλάζουν διαρκώς, απαιτώντας πάντα νέους όρους αφηγήσεων, οι οποίες θα μιλήσουν για το πού και πώς στεκόμαστε κάθε φορά που φτάνουμε σε «βαθμό καύσης»[8]. Κάθε φορά που φαίνεται ότι όλα εκρήγνυνται και απανθρακώνονται, διατηρείται στο έργο του Φιτζέραλντ ένας ουσιώδης ανθρωπισμός, ο οποίος και στις πιο δύσκολες συνθήκες επιδιώκει την ανάπτυξη τεχνικών αντίστασης ακόμα και με την παραδοχή πως ενίοτε τα λόγια δεν επαρκούν για να περιγράψουν τη συνθετότητα των πραγμάτων.

«Μπροστά στο μυστήριο της άγνωστης ανθρώπινης ζωής που έτρεχε στους δρόμους χαμηλά, ο Μπέηζιλ ένιωσε πως η σημασία των λόγων του ήτανε φτενή και ανούσια»[9].

*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος

[1] Από το «Η τέλεια ζωή», Έρωτας στη νύχτα, σελ. 88-89.
[2] Το κακοτράχαλο πέρασμα, σ. 29.
[3] Έρωτας στη νύχτα, σ. 11.
[4] Έρωτας στη νύχτα, σ. 42
[5] Η τέλεια ζωή, από το Έρωτας στη νύχτα, σ. 71.
[6] Γεροδήμου, Σ. από το επίμετρο στο Έρωτας στη νύχτα, σ. 364
[7] Η τέλεια ζωή, Έρωτας στη νύχτα, σ. 73.
[8] Οι σκανταλιάρηδες ντετέκτιβς, Έρωτας στη νύχτα, σ. 161.
[9] Νομίζει πως είναι υπέροχος, Έρωτας στη νύχτα, σ. 289.

Μιχάλης Μανουσάκης, Αφανείς ήρωες, 2020, ακρυλικό και μολύβι σε ξύλο, 20 x 13 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: