Της Σοφίας Βούλγαρη*
ΕΝΤΟΥΆΡ ΛΟΥΊ, Αλλαγή: μέθοδος, Αθήνα: αντίποδες, 2022 [Édouard Louis, Changer: méthode, Paris: Éditions du Seuil, 2021]
Με μια αφήγηση που ισορροπεί ανάμεσα στην αναστοχαστική παρατήρηση και τη συγκινημένη αναπόληση ο Εντουάρ Λουί εξιστορεί στο τελευταίο του βιβλίο τους σταθμούς του κοινωνικού ταξιδιού του από τις φτωχές λαϊκές τάξεις του γαλλικού Βορρά στο Παρίσι της διανόησης και της τέχνης. Πρόκειται για έναν απολογισμό και μία απολογία, όπου ο αφηγητής-συγγραφέας επιχειρεί να αναλύσει και να κατανοήσει – μέσα από επίπεδα που τέμνονται και φωνές που διασταυρώνονται, μέσα από «φανταστικές συνεντεύξεις» με τον εαυτό του (μπροστά στον καθρέφτη) και «φανταστικούς μονολόγους» με προνομιακούς αποδέκτες τους αλληλο-συμπληρούμενους πρωταγωνιστές της ιστορίας της φυγής του, τον πατέρα του και την Έλενα, τη φίλη των εφηβικών του χρόνων στην Αμιένη, τις πράξεις, τα κίνητρα, τις αποφάσεις και τις αντιφάσεις του.
Μέσα από την εξιστόρηση της πορείας του από την κλειστή, συντηρητική κοινωνία του χωριού του, όπου βίωνε συνεχώς αυτό που ονομάζει εμφατικά «Προσβολή» (30) λόγω της απόκλισής του από το πρότυπο της αρρενωπότητας, της πορείας του από τη μίζερη καθημερινότητα της λαϊκής, φτωχής και αμόρφωτης οικογένειάς του στη ζωή του ως μαθητή λύκειου στην Αμιένη, όπου γνωρίζοντας την Έλενα και τη δική της ευκατάστατη και καλλιεργημένη αστική οικογένεια, αποφασίζει να αλλάξει, να ξεφύγει από την ταπεινή του καταγωγή, στη σταδιακή απελευθέρωση (σωματική, ψυχολογική και κοινωνική), την αναγέννησή του, την ανακάλυψη των παρισινών κύκλων των διανοούμενων, μέσω του Ντιντιέ Εριμπόν, και από εκεί στην Εκόλ Νορμάλ του Παρισιού, τη μύηση στη χλιδάτη ζωή των καλλιεργημένων μεγαλοαστών, τον αγώνα της οικονομικής επιβίωσης και, τέλος, στη συγγραφή των βιβλίων του – μέσα λοιπόν από αυτήν την εξιστόρηση, η οποία φιλτράρεται από την ενοχή και τις τύψεις για την εγκατάλειψη αγαπημένων ανθρώπων, το τελευταίο βιβλίο του Εντουάρ Λουί αγγίζει τεράστια ζητήματα: εκτός από το δίπολο φυγή-επιστροφή, πάνω στο οποίο χτίζεται η αφήγηση, το δίπολο μνήμη-λήθη – στο πνεύμα του οδυσσειακού νόστου –, τις συγκρουσιακές διαπλοκές ανάμεσα στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, το τρίπτυχο ταυτότητα-ετερότητα-εαυτότητα, τον διαλογικό, πληθυντικό και πολυφωνικό (μέσω των άλλων) και επιτελεστικό (μέσω της μίμησης, της ταύτισης, της επαναληπτικής αναπαραγωγής, μέσω δηλαδή ρόλων) χαρακτήρα της υποκειμενικότητας, τις τραυματικές, τραγικές και δραματικές σχέσεις στο πλαίσιο της οικογένειας, το άλυτο πρόβλημα της προσωπικής ευτυχίας.
Το βιβλίο αφηγείται, πιάνοντας το νήμα από το τέλος του Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ και συνομιλώντας με τα βιβλία που ο συγγραφέας αφιέρωσε στον πατέρα και τη μητέρα του, τις παγίδες, τις απογοητεύσεις και τις εκπλήξεις που κρύβει η «αρρώστια της αλλαγής» (263). Πρόκειται για το ημερολόγιο των αλλεπάλληλων μεταμορφώσεών του, ένα μυθιστόρημα διαμόρφωσης, μέσω του οποίου ο επιτυχημένος πια συγγραφέας Εντουάρ Λουί επιχειρεί να θεραπεύσει τις ενοχές που άφησε πίσω της η (μεθοδική) διαδικασία της αλλαγής. Είναι επίσης το χρονικό μιας προαναγγελθείσας όσο και ανέφικτης επιστροφής ή μιας ανέφικτης φυγής, το βιβλίο της αδύνατης επιστροφής ή της αδύνατης φυγής, της επιστροφής στη φυγή, της φυγής από την επιστροφή ή/και της φυγής ως επιστροφής – μια «οδύσσεια», με άλλα λόγια, όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας στο τέλος του πρώτου από τους δύο προλόγους αυτού του (διπλού) βιβλίου (17).
Η δομή και η μορφή του βιβλίου παρακολουθούν τις περιπέτειες αυτής της «οδύσσειας», ενώ ο αφηγητής-Οδυσσέας χειραγωγεί τον αναγνώστη υποβάλλοντάς του – μέσω της μονότονης και μεθοδικής επαναληπτικότητας της αλλαγής (Αλλαγή: μέθοδος είναι, άλλωστε, ο τίτλος) – την εμμονικότητα της μεταμόρφωσης, την αίσθηση μιας καταναγκαστικής τάσης φυγής, για να τον οδηγήσει στο τέλος του αφηγηματικού ταξιδιού σε μια νησίδα λυρικής σχεδόν επιστροφής στον αρχετυπικό κόσμο των παιδικών αισθήσεων: «(Δεν νοσταλγώ τη φτώχεια, μόνο τις μυρωδιές και τις εικόνες)» (281). Έτσι, λόγω της αφηγηματικής χειραγώγησης, η οποία μετέρχεται – με πανουργία – τη λογική των δυαδικών αντιθέσεων και τους ρυθμούς μιας πιεστικής, αχαλίνωτης επιθυμίας, ο αναγνώστης, εθισμένος στην αποκοπή και τη φυγή, ξαφνιάζεται, συνέρχεται και συνειδητοποιεί ότι ο πολυμήχανος αφηγητής τον έχει αναγκάσει να διανύσει τη δική του πορεία, ενώ εκείνος έχει ήδη προ πολλού μετακινηθεί σε άλλο σημείο· και ακούγοντας εκείνη την άλλη, παράλληλη φωνή – η οποία παραμονεύει σε όλη την έκταση της αφήγησης και αναφύεται μέσα σε παρενθέσεις, με πλάγια στοιχεία, σε θραύσματα –, τις σειρήνες του αντίλογου, που υμνούν την επιστροφή, ο αναγνώστης συγκινείται – σχεδόν δακρύζει: «Θα ήθελα να γυρίσω πίσω στο χρόνο ...» (279).
Το ερώτημα με το οποίο αρχίζει και τελειώνει το βιβλίο είναι το ερώτημα που, είτε εκφράζεται ρητά είτε υπονοείται, απασχολεί κάθε αυτοβιογραφικό συγγραφέα: «Γιατί γράφω;». Στην περίπτωση του Εντουάρ Λουί το ερώτημα δεν αγγίζει μόνο τη σχέση της γραφής με το παρελθόν και το μέλλον, το εγώ και τις μεταμορφώσεις του, αλλά προσκολλάται στο δίδυμο φυγή-επιστροφή και συσχετίζεται, τελικά, με την αδυνατότητα της φυγής. Στην περίπτωσή του ο αυτοαναφορικός στοχασμός του αυτοβιογραφούμενου περιλαμβάνει όχι μόνο τη λειτουργία του γράφειν ως πεδίου διαπραγμάτευσης αυτών των ζητημάτων αλλά και τη χρήση του ως εργαλείου αλλαγής, κατάκτησης της ελευθερίας, αποκοπής από ένα μισητό παρελθόν (260), σωτηρίας δηλαδή από τη μοίρα της κοινωνικής του τάξης (225) και, έτσι, μέσου εκδίκησης για το παρελθόν (270), με την έννοια της κοινωνικής ανέλιξης, της ορατότητας, της επιτυχίας και καταξίωσης σε χώρους που έχουν σημασία και αξία για την αστική τάξη:
Θέλω να είμαι ξεκάθαρος, για μένα το διακύβευμα ήταν η αλλαγή και η απελευθέρωση, όχι τα βιβλία ή το λογοτεχνικό ταλέντο. [...] Αν ξαφνικά ονειρευόμουν να γίνω συγγραφέας, δεν ήταν επειδή ονειρευόμουν να γράψω, αλλά επειδή ονειρευόμουν να αποκοπώ οριστικά από το παρελθόν [...] Όσα γράφω δεν είναι η ιστορία της γέννησης ενός συγγραφέα αλλά εκείνη της γέννησης μιας ελευθερίας, μιας αποκοπής, με κάθε κόστος, από ένα μισητό παρελθόν. (159)
Πέρα όμως από τη χρησιμοθηρική διάσταση του γράφειν, η οποία αφορά ούτως ή άλλως το αρχικό κίνητρο του Λουί και αναφέρεται στην κοινωνική διάσταση της απελευθέρωσης, εκείνο που υπογραμμίζει ο ώριμος σήμερα συγγραφέας Εντουάρ Λουί στο τελευταίο του βιβλίο είναι το διακύβευμα της ψυχολογικής απελευθέρωσης μέσα από το γράψιμο για το παρελθόν. Βέβαια, ήδη στην πρώτη σελίδα του πρώτου προλόγου η λειτουργία (ή ο στόχος) του γράφειν παρουσιάζεται σε δύο αντικρουόμενες εκδοχές: Από τη μια μεριά, παρέχει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να «σταθεροποιήσει» το παρελθόν γράφοντας για αυτό και έτσι να το «ξεφορτωθεί» (13)· από την άλλη, υπογραμμίζει την απόλυτη κυριαρχία του παρελθόντος και αποτελεί, τελικά, παγίδα: « [...] ή ίσως, αντιθέτως, το παρελθόν είναι τώρα τόσο βαθιά ριζωμένο μέσα μου που μου επιβάλλει να μιλάω για αυτό, σε κάθε στιγμή, με κάθε ευκαιρία, που με έχει νικήσει και νομίζοντας πως θα το ξεφορτωθώ το μόνο που καταφέρνω είναι να ενισχύω τη ύπαρξή του και τη κυριαρχία του στη ζωή μου, ίσως έχω πέσει στην παγίδα – δεν ξέρω» (13). Το γράψιμο, σωτήρια διέξοδος (260), προσπάθεια νοηματοδότησης της φυγής («έπρεπε να δώσω νόημα στη φυγή μου», 225), τρόπος να απομακρυνθεί από το παρελθόν και να ξορκίσει το πεπρωμένο του (225), αλλά και να περιγράψει «αυτά που είχε προσπαθήσει τόσο πολύ να κρύψει εδώ και χρόνια» (268), να ασκήσει δηλαδή την ελευθερία του, υπήρξε, πρωτίστως και κυρίως, για τον εικοσάχρονο Εντουάρ, που ξεφορτωνόταν τον Εντύ, υπαρξιακή ανάγκη:
Ένιωθα τόσο απομακρυσμένος από τους συγγραφείς που διηγούνταν πώς ανακάλυψαν τη λογοτεχνία μέσα από την αγάπη για τις λέξεις και μέσα από τη συγκίνησή τους για την ποιητική θέαση του κόσμου. Δεν τους μοιάζω. Εγώ έγραφα για να υπάρχω. (271)
Παρόλο που αυτό αφορά την εποχή που ανακάλυπτε το γράψιμο με το πρώτο του βιβλίο, ενώ αργότερα άρχισε, όπως ομολογεί ο ίδιος στο Αλλαγή: μέθοδος, να μη γράφει μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να βοηθήσει τους άλλους (278), το γεγονός ότι στην περίπτωση του Εντουάρ Λουί το γράψιμο πήγασε από μια ζωτική, σωματική και ψυχική ανάγκη, η οποία υπαγορευόταν από πιεστικές τραυματικές εμπειρίες, ότι υπήρξε για αυτόν θέμα επιβίωσης, διαμόρφωσε τη δύναμη της γραφής του και συνέβαλε καθοριστικά, κατά τη γνώμη μου, στην τεράστια επιτυχία του Εντύ Μπελγκέλ.
Αν όμως σε αρκετά σημεία της αφήγησης το γράψιμο ταυτίζεται με την επιθυμία φυγής από το παρελθόν και εκτίναξης προς ένα ένδοξο μέλλον, το βιβλίο κλείνει επικυρώνοντας ακριβώς το αντίθετο: το γράψιμο ως επιστροφή («Γράφω επειδή συχνά πιστεύω ότι θα ήθελα να γυρίσω πίσω [...]», 279), δηλαδή ως προσπάθεια του αφηγητή-συγγραφέα να επεξεργαστεί τη νοσταλγία για την παιδική του ηλικία (« [...] μισούσα την παιδική μου ηλικία και η παιδική μου ηλικία μου λείπει», 281), την αίσθηση αποτυχίας που τον βασανίζει, τη συνειδητοποίηση της πλάνης (της αλλαγής) και της μυθοποίησης της φυγής («Μερικές φορές σκέφτομαι πως όλος αυτός ο αγώνας ήταν μάταιος και πως φεύγοντας πάλεψα για μια ευτυχία που δεν απέκτησα ποτέ», 279)· ακόμη ως προσπάθεια να διαχειριστεί τη συνθήκη της αδύνατης φυγής, της αποτυχημένης αποκοπής, αλλά και να θεραπεύσει την «αρρώστια της αλλαγής», ανακόπτοντας την ξέφρενη πορεία προς το μέλλον, τους φρενήρεις ρυθμούς της επιθυμίας, και διασώζοντας έτσι το παροντικό: «Θα ήθελα να γυρίσω [...] σε εκείνες τις μέρες που η αλλαγή δεν ήταν η επιτακτική μου ανάγκη» (279-280)· «(Είναι το παρόν που μου λείπει)» (280)· «Δεν νοσταλγώ τη φτώχεια αλλά τη δυνατότητα του παρόντος» (281). Έτσι, αν η αφήγηση διαποτίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της εμμονικά από την πιεστική ανάγκη της φυγής («Να φύγω»), ο αφηγητής αναθεωρεί στο τέλος την οπτική του, κουρασμένος, εξαντλημένος από το ταξίδι, συνειδητοποιώντας τη διπλή αδυνατότητα, της φυγής αλλά και της επιστροφής.
Αν επιθυμεί την επιστροφή ή, μάλλον, το τέλος της φυγής, είναι γιατί η μέθοδος της αλλαγής έχει ως αποτέλεσμα να συνθλίβεται το παρόν ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, το εγώ να εξανεμίζεται μέσα στις επανωτές μεταμορφώσεις του και ο χρόνος να θυσιάζεται στον βωμό ενός άπιαστου μέλλοντος απόλυτης ευτυχίας. Η αλλαγή καταπίνει το παρόν, καθώς το θέτει σε ένα καθεστώς αδιάκοπης μεταβατικότητας, μια κατάσταση διαρκούς έκτακτης ανάγκης, συνεχούς και καταναγκαστικής μετατόπισης προς το ανέφικτο: μια ουτοπική συνθήκη απόλυτης ευτυχίας χωρίς παρελθόν, με ένα υπερδιογκωμένο μέλλον, το οποίο στην περίπτωση του Εντουάρ Λουί καταναλώθηκε υπερβολικά γρήγορα (αυτή είναι και η λειτουργία του πρώτου προλόγου: να υπογραμμίσει μέσω της περιληπτικής συμπύκνωσης τη σπατάλη του μέλλοντος).
Εξάλλου, η εμμονικότητα, η επαναληπτικότητα της μεθοδικής αλλαγής, που μετέρχεται τις ίδιες πάντα στρατηγικές (της μίμησης, της απώθησης, της διαφοράς, της ενσωμάτωσης, της αφομοίωσης, της αποκοπής, της εγκατάλειψης) με στόχο την επανεπινόηση του εαυτού, είναι βασισμένη αναγκαστικά σε μια μονόχορδη και μονόπλευρη λογική συνεχούς εκτίναξης προς το μέλλον, με δογματισμό και απόλυτη αφοσίωση, χωρίς αμφιταλαντεύσεις και αποχρώσεις (οι άλλες φωνές εμφανίζονται στην αφήγηση δειλά, παρενθετικά, αλλά καταπνίγονται εγκαίρως, προκειμένου να μείνει αλώβητη η λογική της αλλαγής). Στο τέλος του ταξιδιού ο εξουθενωμένος Οδυσσέας αναρωτιέται γιατί απέκοψε τον εαυτό του όχι μόνο από το παρελθόν αλλά και από το παρόν, γιατί πρόδωσε το παρόν και εγκατέλειψε τον εαυτό του στο έλεος των μεταμορφώσεων. Η στιγμή αυτή της παύσης, της στάσης, είναι η στιγμή της αυτοβιογραφικής γραφής, η στιγμή της λογοτεχνίας: Αν το βιβλίο αυτό είναι το βιβλίο των αποχαιρετισμών και της φυγής, η λογοτεχνία καθιστά κάθε αποχαιρετισμό προσωρινό, θέτει εν αμφιβόλω τη σκοπιμότητα κάθε φυγής, την εγκυρότητα κάθε επιστροφής, παρουσιάζει την ταυτότητα ως ετερότητα, αποσταθεροποιεί το εγώ και απελευθερώνει την υποκειμενικότητα στο πέλαγος της ρευστότητας υπογραμμίζοντας τη σχετικότητα κάθε αλήθειας (για αυτό η αξιοποίηση της πολυφωνικότητας και της διαλογικότητας είναι μια από τις αρετές του Λουί ως συγγραφέα). Κυρίως όμως η λογοτεχνία επιστρέφει τον χρόνο στο παρόν, ακινητοποιεί την κούρσα προς το μέλλον, διασώζει το παροντικό, το παρόν του αναστοχασμού, της διαλογικής αναδίπλωσης, προσθέτοντας αποχρώσεις στην ασπρόμαυρη παλέτα που υιοθετεί η διεργασία της αλλαγής για να αυτονομιμοποιηθεί.
Σε κάθε αυτοβιογραφικό κείμενο θεματοποιείται και δραματοποιείται με τον ένα ή άλλον τρόπο η αναζήτηση του εαυτού. Στην περίπτωση όμως του Λουί η διαδικασία των συνειδητών και μεθοδικών διαδοχικών αλλαγών και μεταμορφώσεων τοποθετείται συστηματικά στο κέντρο της αφήγησης, προβάλλοντας εμφατικά τη διαμόρφωση της υποκειμενικότητας μέσω της υιοθέτησης πρακτικών και μοντέλων συμπεριφοράς, της ενσάρκωσης, σε τελική ανάλυση, συγκεκριμένων ρόλων για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων στόχων: στην προκειμένη περίπτωση της κοινωνικής ανέλιξης και της πνευματικής εξέλιξης. Από την άποψη αυτή, η σχέση του με το θέατρο δεν είναι τυχαία. Αν το γράψιμο έσωσε τον Εντουάρ Λουί τόσο από κοινωνική όσο και από ψυχολογική άποψη, την πιο σημαντική θέση στη διαδικασία της απελευθέρωσής του κατέχει το θέατρο: «Έφυγα μέσω του θεάτρου» (38).
Μια καθηγήτρια γαλλικών στο γυμνάσιο, υπεύθυνη για τη λέσχη θεάτρου, τον προέτρεψε να συνεχίσει να καλλιεργεί το ταλέντο του στο λύκειο της Αμιένης, ανοίγοντάς του έτσι τον δρόμο προς τη φυγή και την ελευθερία. Ο ίδιος ο αφηγητής-συγγραφέας ομολογεί πως το θέατρο ήταν κάτι πολύ εύκολο για αυτόν, αφού: «[...] από τη στιγμή που γεννήθηκα, έπαιζα ρόλους, προσπαθώντας να κρύψω ποιος ήμουν, για να προστατευτώ» (38)· για την ακρίβεια, προσπαθούσε, με μανία να είναι «πιο άντρας» (38) να ανταποκρίνεται στις «χειρότερες καρικατούρες της αρρενωπότητας» (38), προκειμένου να απομακρύνει όσο περισσότερο μπορούσε την «παρουσία της Προσβολής» στην ζωή του, αλλά επικυρώνοντας, στην πραγματικότητα, την παντοδυναμία της. Πάντως, το θέατρο υπήρξε για τον Εντουάρ Λουί, πριν γίνει καλλιτεχνική ενασχόληση, τεχνική επιβίωσης, στρατηγική μεταμόρφωσης, μέρος δηλαδή της ζωής του:
Από τη στιγμή που γεννήθηκα προσπαθούσα να παριστάνω πως ήμουν κάποιος που δεν ήμουν, και εξαιτίας όλων αυτών, χάρη σε όλα αυτά, ο θέατρο ήταν κάτι απόλυτα προφανές, όχι μόνο μια καλλιτεχνική κλίση αλλά απλούστατα η συνέχεια της ζωής μου. (38-39)
Τόσο την εποχή που ζούσε στο χωριό, όταν δηλαδή «έκανε τα πάντα για να μη φύγει, για να μην είναι διαφορετικός» (36) όσο και αργότερα, όταν το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει και να διαφοροποιηθεί όσο γινόταν πιο ριζικά από την παλιά του εικόνα, η ενσάρκωση διάφορων ρόλων, είτε επρόκειτο για έμφυλα στερεότυπα (πρότυπα αρρενωπότητας) είτε για ταξικούς ρόλους (τρόποι και συνήθειες των καλλιεργημένων αστών), βασιζόταν στη μίμηση και την επαναληπτική υιοθέτηση συμπεριφορών, δηλαδή στην επιτελεστικότητα.
Ο Εντουάρ Λουί προσπάθησε, κατά τη διάρκεια του κοινωνικού του ταξιδιού μέσα από τη διαδικασία της μίμησης ή της προσποίησης (“fake it until you make it”, 71), της ταύτισης με πρότυπα, της αναζήτησης υποκατάστατων του πατέρα και της μητέρας (αλλά και της αδελφής, μέσω της Έλενας), μέσα από συνειδητές απωθήσεις και διαφοροποιήσεις, στρογγυλεύοντας, απλοποιώντας σχεδόν τα πράγματα (τα δεδομένα περί κοινωνικών τάξεων ή μορφωτικού επιπέδου), διογκώνοντας τις αντιθέσεις, να γίνει ένας άλλος, ο οποίος θα ήταν, θεωρητικά, ο πραγματικός του εαυτός – το απόλυτο ζητούμενο και η μεγάλη φενάκη της αυτοβιογραφικής αφήγησης.
Όπως φαίνεται όμως στο βιβλίο, από τις αντικρουόμενες οπτικές, τον υπόγειο, παρενθετικό ή θραυσματικό αντίλογο, τις φωνές ενός άλλου πάντα εαυτού, ο εαυτός είναι πάντα ένας άλλος, καταλήγει τελικά να είναι ένα κενό σημείο, ένα πρόσχημα, για να θυμηθούμε τη φράση από το Ημερολόγιο ενός κλέφτη του Ζαν Ζενέ, με τον οποίο διαλέγεται ο Λουί, τοποθετώντας την ως επιγραφή στο βιβλίο του: «Δεν είμαι τίποτα πια, ένα πρόσχημα μόνο». Το εγώ είναι ένα προσωπείο, ένας ρόλος, στον οποίο επιμένουμε πεισματικά, προκειμένου να εδραιώσουμε την παρουσία μας στον κόσμο, εθελοτυφλώντας συχνά, μέσα από συνειδητές ή μη παρανοήσεις και ψευδαισθήσεις, οι οποίες υποβιβάζουν συχνά τη σύνθετη και αντιφατική πραγματικότητα σε αντιθετικά ζεύγη, αντιθέσεις μανιχαϊστικής λογικής. Οι αντιθέσεις όμως αποδομούνται, οι ομοιότητες επιμένουν, η μνήμη μάς επιστρέφει πάντα εκεί από όπου φύγαμε τρέχοντας, στις μέρες που ονειρευόμασταν («Να γυρίσω [...] Σ’ εκείνες τις μέρες που ονειρευόμουν», 283), η αγωνία της φυγής μάς λυγίζει, όλα περιστρέφονται γύρω από τη γαλήνη του κενού και καταλαγιάζουν στην ηρεμία του παροντικού: «Συνέχισα να περπατάω, ο ήχος των βημάτων μου στο πλακόστρωτο, και σκέφτηκα πως η νύχτα προχωρούσε, ήταν ώρα να γυρίσω στο σπίτι μου και να κοιμηθώ» (283) (η φράση με την οποία τελειώνει το βιβλίο).
Βλέποντας πριν από λίγες εβδομάδες τον Εντουάρ Λουί στη σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου της Θεσσαλονίκης να παίζει τον ρόλο του εαυτού του στη θεατρική διασκευή του Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου;, σκεφτόμουν ότι τώρα πια μπορεί να παίξει ελεύθερα τον εαυτό του, αυτόν που πραγματικά είναι, δηλαδή τον ρόλο της ζωής του, να γιορτάσει την απόλυτη επιτελεστικότητα με το σώμα του και μέσα από το σώμα του (το οποίο πρωταγωνιστεί στο Αλλαγή: μέθοδος, παρεμπιπτόντως), χωρίς ενοχές και υπεκφυγές, να ξεδιπλώσει όσες μεταμορφώσεις θέλει με αυτογνωσία και χωρίς αυταπάτες· να φορέσει περούκα, να χορέψει επιτέλους «σαν κορίτσι», να τραγουδήσει το τραγούδι του Τιτανικού, χωρίς να φοβάται την κρίση του πατέρα του. Σκεφτόμουν επίσης ότι τώρα πια δεν θέλει να εκδικηθεί, δεν αυτοθαυμάζεται ναρκισσιστικά, δεν μισεί τον εαυτό του, δεν ακυρώνει το παρελθόν (το έχει ενσωματώσει στον κόσμο του και έχει αναπτύξει με αυτό μια σχέση διαμεσολαβημένη από την πολιτική), δεν εξελίσσεται ερήμην του παρελθόντος (της οικογένειας και της κοινωνικής του τάξης), δεν τρέχει να προλάβει το μέλλον· και ότι ενώ γράφει στο Αλλαγή: μέθοδος ότι το θέατρο τον βοήθησε να υπερνικήσει την Προσβολή και το μίσος για τον εαυτό του και να γευτεί τον θαυμασμό των άλλων, η ουσία είναι, όπως φάνηκε και στην παράσταση, ότι ένιωσε, νιώθει να τον αγαπάνε. Και επειδή έχει εντρυφήσει στη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία και ασχολείται με την πολιτική, το αίτημα δεν είναι πλέον ατομικό αλλά συλλογικό: η αγάπη προς τον άλλον, η αλληλεγγύη μέσω της αποδοχής του άλλου, μέσω της απώθησης της βίας και της αντίστασης στην καταπίεση. Όταν χειροκροτάς τον Εντουάρ Λουί στη σκηνή, νιώθεις ως θεατής μέρος μιας γιορτής που επικυρώνει τον θρίαμβο της ανεκτικότητας και της επιτελεστικότητας πέρα από διαζευκτικές αντιθέσεις, κοινωνικές επιταγές και απαγορευτικά όρια. Κι αν ο εαυτός δεν είναι παρά ένα πρόσχημα, έξω η βραδιά είναι ζεστή και ο ουρανός γεμάτος αστέρια.
*Η Σοφία Βούλγαρη διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο ΔΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου