Πάνος Φαμέλης, Untitled I, 2022, μολύβι, μολυβοκάρβουνο και παστέλ σε βαμμένο μαύρο χαρτί, 107 x 79 εκ. Φωτ.: Οδυσσέας Βαχαρίδης |
Της Κωστούλας Μάκη*
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΣΧΟΣ, Το χρονικό ενός δυσλεκτικού, εκδόσεις Περισπωμένη, σελ. 104
Στο νέο βιβλίο του Γιάννη Πάσχου το χωριό Βαρυάδες, χωριό στο οποίο υπηρετούσαν οι δάσκαλοι γονείς του για χρόνια, κατέχει κεντρική θέση. Στις ετυμολογικές εκδοχές για την ονομασία του καταγράφεται και η εξής: επειδή κοντά στο χωριό βρίσκονταν η Αχερουσία λίμνη, γνωστή ως πύλη του Άδη. Λέγεται πως τα αγκομαχητά των ψυχών που διέσχιζαν τη λίμνη έφταναν στ' αυτιά των κατοίκων του χωριού που σχολίαζαν "Βαρύς ο Άδης, βαρύς ο Άδης" (Βαρυάδες). Κι αν ο Άδης παραμένει βαρύς κι ασήκωτος, είτε αναφερόμαστε στις απώλειες αγαπημένων ανθρώπων, είτε στα δυσκόλως διαχειρίσιμα άχθη της καθημερινότητας, το νέο βιβλίο του Πάσχου «Το χρονικό ενός δυσλεκτικού» στέκει αντίβαρο απέναντι σε όλα αυτά, παρατάσσοντας δυνατότητες διαφυγής και αποδοχής.
Στην πρωτότυπη αυτή αυτοβιογραφία, ο συγγραφέας σε ένα πρώτο επίπεδο περιγράφει τη διαδρομή του ως μη διαγνωσμένος δυσλεκτικός, τις αλληλεπιδράσεις με το οικογενειακό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό περιβάλλον, με βαθιά τρυφερότητα για όλα τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στη ζωή του. Ο Πάσχος κατασκευάζει έτσι ένα πολυφωνικό κολλάζ ανθρώπων και πολυπρισματικών ιστοριών, και εξαιτίας της ιδιαίτερης συγγραφικής του ικανότητας και του ταλέντου του επιτυγχάνει να καταργήσει κάθε τύπου διαγνωστικά συστήματα αξιολόγησης. Στην αυξανόμενη ψυχολογικοποίηση των ημερών, όπου όλα, στο πλαίσιο μιας προσποιητής ανάγκης να οριστεί το «κανονικό», ακολουθούν ονοματοθεσίες κατάταξης, το χρονικό του συγγραφέα περιγράφει λεπτομερώς την περιορισμένη χρησιμότητα κάθε κλειστού διαγνωστικού συστήματος. Το σύστημα αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο τους τιτάνιους αγώνες ενός αδιάγνωστου δυσλεκτικού παιδιού που προέρχεται από οικογένεια δασκάλων και καλείται να αντεπεξέλθει στις αυτονόητες εκπαιδευτικές οικογενειακές προσδοκίες. Χωρίς μελοδραματισμούς και εξιδανικεύσεις αλλά με ισχυρές δόσεις αβυσσαλέου χιούμορ είναι εντοπίσιμα και σε αυτό το βιβλίο πολλά από τα στοιχεία που συνθέτουν την οπτική του συγγραφέα, φιλτράροντας το προσωπικό στο πολιτικό και το αντίστροφο. Αναφέρομαι εδώ στις σύνθετες αλληλεπιδράσεις κάθε τύπου συστήματος παραγωγής γνώσης και εξουσίας: σχολείου, οικογένειας, ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος. Έμφαση δίνεται ιδιαίτερα σε ένα σχολείο που παραμένει αναχρονιστικό σε όλες τις βαθμίδες του. Αν στο προηγούμενο κείμενό του το «φοβού τα βρέφη» οι ισοπεδωτικοί μηχανισμοί καταστολής που παρατίθενται στο σώμα του βιβλίου κατασκεύαζαν ένα ασφυκτικό κλειστοφοβικό περιβάλλον το οποίο μπορεί εύκολα να γίνει ισοπεδωτικό, σκορπίζοντας φρίκες, στην περίπτωση του χρονικού ο Πάσχος με αφοπλιστική λιτή γραφή δηλώνει ότι όλα είναι ανοιχτά και πιθανά.
Από νωρίς και σταθερά μέχρι και σήμερα ο Πάσχος δίνει βαρύτητα, όπως δηλώνει ο ίδιος στην αρχή του βιβλίου, όχι μόνο σε αυτά που έβλεπε στο αμερικάνικο λεύκωμα που του έλαχε στη μοιρασιά της δωρεάς της Ούντρας στους μαθητές του χωριού, αλλά «σε αυτά που είχαν γεννηθεί στο κεφάλι του, σε αυτά που δεν χωρούσαν στη σελίδα του βιβλίου, που είχαν ξεφύγει και βρίσκονταν αλλού». Γεμίζει τετράδια με κώδικες ιερογλυφικούς δικής του επινόησης και ευλαβικά υποστηρίζει τις ιστορίες του, διαβάζοντάς τες στους δασκάλους γονείς του, πιο πριν από την πρώτη δημοτικού. Αιωρούμενος ανάμεσα σε έναν αυστηρό πατέρα και μια ανεκτική τρυφερή μητέρα μυείται στο θέατρο και την Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών και οι ιστορίες συνεχίζουν να ανασκευάζονται μέσα από τις αναγνώσεις τής αρχαιοελληνικής μυθολογίας που του διάβαζε η μαμά και δασκάλα του. Στα τρανταχτά χάχανα των παιδιών μπροστά στην αδυναμία του να προσαρμοστεί στο αναμενόμενο επίπεδο γραφής και ανάγνωσης, αυτός συνεχίζει να διηγείται ιστορίες για να διεκδικήσει τη θέση του. Όταν η εκπαιδευτική του πορεία φθίνει κι άλλο επισκέπτονται παθολόγο. Και εκεί ο Πάσχος παρατάσσει ιστορίες, τροποποιώντας τετριμμένες όψεις του πραγματικού. Στα φάρμακα που χορηγεί ο γιατρός υπάρχει η «σωτήρια» παρέμβαση της μάνας του που τα πετά από το λεωφορείο χωρίς να του τα δώσει.
Ο μαγικός κόσμος του Πάσχου διατηρεί τους σχηματισμούς του, αλλά το βάσανο της μη ένταξης οδηγεί σε άγχος και φυγές και βέβαια στην απέχθειά του για το σχολείο. Οι σχέσεις με τους γονείς του, ιδιαίτερα με τον πατέρα του, βρίσκονται πέρα από τον μανιχαϊσμό και παρά τις συγκρούσεις και την απογοήτευση του πατέρα, που ο γιος του δεν μπορεί να γίνει ένας «καλός» μαθητής, ο Πάσχος συνεχίζει να τον αγαπά και να τον θαυμάζει. Σε ολόκληρο το χρονικό ο Πάσχος αναγνωρίζει αυτά που τους χρωστάει. Όσα οφείλει στην σταθερή παρουσία των γονιών του που στάθηκαν δίπλα του με τους διαφορετικούς τρόπους και τα διλήμματά τους.
Οι τιμωρίες πέφτουν σύννεφο, όμως ο Πάσχος περιγράφει τον εαυτό του σαν τον πιο «συνεπή τιμωρημένο», αφού κάθε κίνηση του πατέρα του να τον συνετίσει οδηγεί τον συγγραφέα σε νέες οικειοποιήσεις του κόσμου. Οι οικειοποιήσεις αυτές ενδυναμώνουν τον Πάσχο ως παντοδύναμο αφηγητή ιστοριών, ο οποίος ό,τι κι αν συμβεί μπορεί να το μετασχηματίζει με δικές του οπτικές. Στην υποχρεωτική καθημερινή παρουσία του στην εκκλησία ως τιμωρητική μέθοδο ο Πάσχος ανακαλύπτει τη μαγεία του βυζαντινού ήχου των λέξεων: «αγάπησα λέξεις και φράσεις που δεν ήξερα τι σημαίνουν, αλλά μου άρεσε να τις λέω, ακόμη και σε άσχετες στιγμές». Στην απόπειρα να συνετιστεί, βοηθώντας στο βόσκημα των προβάτων, ο συγγραφέας δένεται με τα ορεινά τοπία. «Το αγάπησα αυτό το βουνό που άπλωνε τη σκιά του πάνω από το χωριό, η κορυφή του ήταν ο διάδρομος απογείωσης για τα μεγάλα ατέλειωτα ταξίδια μου.» Η πραγματικότητα παραμένει οδυνηρή και δύσκολη, αλλά ο ίδιος γίνεται οξύτατος παρατηρητής της. «Αισθανόμουν παρατηρητής και όχι μαθητής, ήταν σαν να ήμουν θεατής σε παράσταση τσίρκου και με τη βία με τραβούσαν από τις κερκίδες για να κάνω τα ακροβατικά μου που πάντα κατέληγαν σε τραυματισμό». Με τη βοήθεια της τύχης ελίσσεται και περνά τις σχολικές βαθμίδες «όπως οι ισοβίτες στις φυλακές». Επιβιώνει και αντιδρά, αποδεχόμενος πως η «η αγριότητα ήταν κανόνας, ήταν το σύνηθες, το ενδεδειγμένο. Ο αγριότερος εγώ. Αν με ενοχλούσες απαντούσα με πέτρα ή μπουνιά».
Με το σαρωτικό χιούμορ των περιγραφών του για όλες τις ματαιώσεις και τις περιθωριοποιήσεις στα συστήματα κανονικότητας που απαιτούνταν το χρονικό του Πάσχου δεν έχει ίχνος από τις εξευγενισμένες διδαχές της θετικής ψυχολογίας, όπου οι δυσκολίες σε οδηγούν σε βαθύτερη γνώση του εαυτού ή σε μια ωριμότητα γραμμική. Αντίθετα, αμετανόητος ο συγγραφέας επισημαίνει την απέχθειά του για την αστική ευγένεια ή τις κοινωνικές υποκρισίες της επιβίωσης. Και έτσι διατηρεί ακμαία την τρυφερή αγριάδα του.
Στις κοπιώδεις προσπάθειές του που τον οδήγησαν στο πανεπιστήμιο, την ιχθυολογία, την ποίηση και τη λογοτεχνία ο έρωτας ανατέμνει κάθε τετριμμένη απαίτηση συμβιβασμών. Κινούμενος στα δικά του μεταίχμια ο συγγραφέας μαθαίνει διαρκώς να αφομοιώνει τους γνωστικούς και κοινωνικούς κανόνες, κατασκευάζοντας τις δικές του διώρυγες. Ζεύξεις πραγματικού και φανταστικού. Η φαντασία καταλυτική μεταμορφώτρια σε ό,τι δεν μαθαίνεται ή δεν αντέχεται.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι κατά τη γνώμη μου παραπλανητικός. Προφανώς και το βιβλίο θα «απεγκλωβίσει» ίσως εκπαιδευτικούς, γονείς και παιδιά από τις κλασικές αφηγήσεις και μεθόδους διαχείρισης των μαθησιακών δυσκολιών. Ωστόσο, το «χρονικό ενός δυσλεκτικού» θα μπορούσε να λειτουργήσει ως τίτλος υπονομευτικός απέναντι σε μονομερείς κατηγοριοποιήσεις. Για όποιους/ες είναι εξοικειωμένοι/ες με τις γραφές του Πάσχου στο βιβλίο περιέχονται όλα τα μυθοποιητικά στοιχεία που έχουν βάση στο πραγματικό, ωθώντας σε πολλαπλές υπερβάσεις των καθημερινών συμβάντων. Με αυτήν την έννοια μιλάμε για το χρονικό ενός δεξιοτέχνη αφηγητή ιστοριών που επινοεί με βάση όσα βιώνει νέες όψεις ανάγνωσης, γραφής, μεταποίησης. Στις μετα-αφηγήσεις του Πάσχου ο μαγικός ρεαλισμός εκδηλώνεται με νέους κάθε φορά όρους και με μια δυνατότητα λιτότητας που φτάνει σε συναισθηματικούς πυρήνες. Όπως στο αγαπημένο ποίημα που έγραψε νωρίς για μια αγαπημένη του:
Εσύ ήσε ηλέος [Εσύ είσαι ήλιος]
Μιάζις με κιρτινό αδιάρχοβο [μοιάζεις με κίτρινο αδιάβροχο]
Κε έγω η σκύα του. [κι εγώ η σκιά του]
Ήλιοι, σκιές, κίτρινα αδιάβροχα υπερπηδούν τελικά κάθε επίπονη προσπάθεια να κινούμαστε με βάση αυτό που θεωρεί σωστό κάθε πρόγραμμα αναλυτικών σπουδών, κάθε σχολικό ή άλλου τύπου εγχειρίδιο. Η κριτική σκέψη, σύμφωνα με τον συγγραφέα είναι αυτό που αποκόμισε από την μέχρι τώρα πορεία του. Και οι μεταμορφώσεις παραπέμπουν τελικά σε εικόνες, ήχους και γραφές που στην περίπτωση του Πάσχου θυμίζουν την αδιάκοπη καταγραφή ευέλικτων φανταστικών και υπαρκτών ιχθύων σε ανοιχτές διαδρομές, όπως αυτές του ίδιου.
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου