4/9/22

Η γραφή της ιστορίας

Της Κωστούλας Μάκη*

ENZO TRAVERSO, Ιδιότυπα παρελθόντα. Το «εγώ» στη γραφή της ιστορίας, Μετάφραση: Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, σελ. 210

Ο Enzo Traverso ανατέμνει τις επιδράσεις της υποκειμενικότητας και της ερμηνείας στις ιστορικές γραφές, καθώς και τα όρια ιστορίας και λογοτεχνίας[1]. Ο συγγραφέας, στο κριτικό και πολύπλευρα πολιτικό έργο του, διευρύνει πολυσυλλεκτικά τη σύγχρονη αριστερή διανόηση, επικαιροποιώντας επιστημολογικά την ιστοριογραφία. Θίγει επίσης τα ζητήματα που προκύπτουν από την ολοένα και μεγαλύτερη ενσωμάτωση των διάφορων μορφών υποκειμενικοτήτων στις γραφές για την ιστορία. Παράλληλα, ο Traverso χωρίς να δαιμονοποιεί τις θεωρίες του κοινωνικού κονστρουξιονισμού ή ό,τι ορίζεται βιαστικά και αοριστολογικά ως «μεταμοντερνισμός», καταλήγοντας συχνά στην επαναφορά των πιο συντηρητικών αφηγήσεων, εξετάζει τα όρια, το είδος, τα διλήμματα και τις συνέπειες που φέρνει η στροφή προς την υποκειμενικότητα. Στην εισαγωγή, διαβεβαιώνει ότι το να αναγνωρίζεις από ποια πλευρά μιλάς ως συγγραφέας είναι «μια μορφή διανοητικής εντιμότητας» (σ. 11), ενώ παραδέχεται ότι η κατακόρυφη αύξηση των ιστορικών αυτοβιογραφιών συνδέεται ως ένα σημείο με τον εκδημοκρατισμό των πρακτικών της γραφής.
Με την εγκαθίδρυση της νεότερης ιστοριογραφίας στα τέλη του 18ου αιώνα, η τριτοπρόσωπη γραφή πιστοποιεί την αντικειμενικότητα της νέας επιστήμης, στο πλαίσιο μιας «θετικιστικής επιταγής μιας απρόσωπης αφήγησης» (σ. 32), η οποία πραγμοποιεί με όρους αντικειμενικούς τα γεγονότα του παρελθόντος. Απέναντι στη γλωσσική στροφή των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών από το 1980 και μετά, μια τέτοια αντικειμενότροπη κατασκευή αμφισβητείται και η μνήμη συγκροτείται ως ένα νέο αντικείμενο έρευνας. Ο Μισελέ ορίζεται ως ο κατεξοχήν συγγραφέας που καθιερώνει την εγω-ιστορία και ο Κρακάουερ έναν αιώνα μετά συνομιλεί μαζί του, θεωρώντας χρέος του ιστορικού να «αναστήσει» τους νεκρούς (σ. 33). Ο Traverso, απέναντι στις δυϊστικές αυτές αφηγήσεις, αποποιείται εξαρχής μια τελεολογική αφοριστική κρίση που προτάσσει τη μία ή την άλλη θέση. Επισημαίνει αντιθέτως την ανάγκη διαρκούς ανάλυσης και κριτικής σκέψης στις διάφορες ερμηνευτικές ιστορικές προσεγγίσεις και τη διερεύνηση των διάφορων υποκειμενικοτήτων με τις αντίστοιχες πολιτικές συνέπειες που προκύπτουν. Ο ίδιος, αναγνωρίζοντας τη σταδιακή προσέγγιση ιστορίας-λογοτεχνίας και τις διαρκείς ετερογενείς υποκειμενικοποιήσεις στις διαδικασίες ιστορικοποίησης του παρελθόντος, παραδέχεται πως η φετιχοποίηση της ιστορικής αντικειμενικότητας έχει λειτουργήσει πολλάκις ως «επιστημονικό άλλοθι» (σ. 40) με στόχο τον πολιτικό αποπροσανατολισμό: τη συγκάλυψη π.χ. του ναζιστικού παρελθόντος και τη συμμετοχή συγκεκριμένων προσώπων σε αυτό. Αναφέροντας το έργο του Πιερ Νορά «Δοκίμια εγω-ιστορίας», ο Traverso σημειώνει ότι ο συγγραφέας τους δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως ο ίδιος θα κατέληγε πρόδρομος «του αυτοβιογραφικού συρμού» (σ. 54) που ακολούθησε. Η αυτοβιογραφική αυτή «μόδα» χαρακτηρίζεται από τρεις διαφορετικού τύπου αυτοβιογραφίες: αυτές στις οποίες οι συγγραφείς αφηγούνται τη ζωή τους: Μπένεντικτ Άντερσον, Έρικ Χομπσμπάουμ, Τόνι Τζαντ, που ο Αουρέλ περιγράφει ως «μονογραφικές προσεγγίσεις του εγώ» (σ. 55), αυτοβιογραφίες οι οποίες με αφορμή τις διανοητικές πορείες των συγγραφέων τους ενδοσκοπικά εντοπίζουν τις ιστοριογραφικές μεταβολές, και τέλος αφηγήσεις που στέκονται «σε θεμελιωτικά ιστορικά βιώματα» (σ. 56). Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παραπομπή του Traverso σε ένα σχόλιο της Λουίζας Πισαρίνι, η οποία υποστηρίζει πως από τη δεκαετία του 1960 και μετά οι φεμινίστριες ιστορικοί, γνωρίζοντας τις πολιτισμικές κατασκευές στην έννοια «των γυναικών», επέλεξαν τον «εγω-ιστορικό πληθυντικό», όπου το «εμείς» δηλώνει άλλες φορές τις ιστορικούς και τις φεμινίστριες και άλλοτε τις γυναίκες (σ. 59). Επιπλέον, για τον Traverso, με αναφορές και παραδείγματα από όλο το εύρος της ιστορίας, της λογοτεχνίας, των κόμικς και του κινηματογράφου[2], εμπεριστατωμένα και αδογμάτιστα, καταγράφεται η αυξανόμενη «αφηγηματοποίηση της έρευνας» (σ. 90), η οποία μπορεί στις απόλυτες μορφές της να εργαλειοποιήσει τις υποκειμενικότητες και να οδηγήσει σε ερμηνευτικές πολιτικές κατασκευές «ίσων αποστάσεων» για κομβικά ιστορικά γεγονότα (β’ παγκόσμιος πόλεμος, φρανκισμός, ισπανικός εμφύλιος). Επανειλημμένα επισημαίνεται επίσης ότι η πρόταξη των βιωματικών γεγονότων ενδέχεται, ανάλογα με την κειμενική περίσταση, να κάνει τον συγγραφέα ή τον ιστορικό να γίνει «ακριβώς εκείνο που δεν ήθελε να είναι στο ξεκίνημα: ένας αφηγητής “θεός”» (σ. 106). Ο Traverso, έξω από κάθε αντικειμενότροπη γραμμική εκδοχή των ιστορικών συμβάντων, θέτει χωρίς κινδυνολογίες τις διλημματικές πλευρές που προκύπτουν από τη «λογοτεχνοποίηση» της ιστορίας σε όλα τα είδη γραφής, όταν συναίσθημα και ιστορικός απολογισμός των ιστορικών γεγονότων συγχωνεύονται.
Το ερώτημα «πώς αφηγούμαστε την ιστορία» παραμένει λοιπόν διαρκώς υπό διαπραγμάτευση. Για να διατηρήσει όμως τις πολιτικές συνηχήσεις του (και με όρους διάκρισης αριστεράς-δεξιάς) προτάσσεται η κριτική λογοανάλυση κάθε κειμένου, χωρίς αοριστολογικά στοιχεία και συνθηματολογικά αξιώματα θεολογικοποίησης κάθε τύπου αντιθετικών ζευγών: υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας, ιστορίας-λογοτεχνίας, ατομικού-συλλογικού. Σε διαφορετική περίπτωση, το ερώτημα καταλήγει σε μια υβριδικότητα επίπλαστη και κενή περιεχομένου, η οποία διαιωνίζει έναν εγωτικό απολιτικό παροντισμό, φιλελεύθερου τύπου, καθώς και εκδοχές ενός «δήθεν» μεταμοντερνισμού. Τα σύνορα, εξάλλου, υπενθυμίζει ο Traverso «είναι εξ ορισμού τόποι συνάντησης αλλά και γραμμές διαχωρισμού» (σ. 149). *Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος

[1] Ιδιαίτερη μνεία και ευχαριστίες αξίζουν στον μεταφραστή του βιβλίου Νίκο Κούρκουλο, ο οποίος σταθερά και με διάρκεια δίνει τη δυνατότητα στους Έλληνες/Ελληνίδες αναγνώστες/στριες να παρακολουθήσουν το έργο του Enzo Traverso.
[2] Π.χ. Ιβάν Ζαμπλονκά, Φιλίπ Αρτιέρ, Μαρκ Μαζάουερ, Β. Γκ. Ζέμπαλντ, Ντάνιελ Μέντελσον, Ντιντιέ Εριμπόν.

Νίκος Ποδιάς. Motif 2, 2018, μικτή τεχνική, 41 × 40 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: